Ελευθεροτυπία (21 Ιουνίου 1997)


Το όφελός μας από την Ε.Ε. και η ΟΝΕ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ενώ η νέα συνθήκη που υπεγράφη στο Άμστερνταμ ίσως προσγειώσει και τους τελευταίους αφελείς σοσιαλδημοκράτες που μετά την νίκη των ομοϊδεατών τους στη Βρετανία και τη Γαλλία μιλούσαν για το τέλος του νεοφιλελευθερισμού,[1] το Ελληνικό κοινό εμφανίζεται πλήρως ανημέρωτο για τη σημασία όχι μόνο του Μάαστριχτ αλλά ακόμη και της ίδιας της ένταξης μας στην ΕΟΚ. Πράγμα που οδηγεί σε τραγελαφικές αντιφάσεις όπου το 50% των ερωτηθέντων σε σχετική δημοσκόπηση εμφανίζεται να πιστεύει ότι η χώρα ωφελήθηκε από την ένταξη μας στην ΕΕ, ενώ παράλληλα ένα ποσοστό 55% καταδικάζει την οικονομική πολιτική που απορρέει από την ένταξη μας στη Κοινότητα![2] Συγχρόνως, οι μισοί σχεδόν από τους ερωτώμενους πιστεύουν ότι η χώρα πρέπει να μετάσχει πάση θυσία στην ΟΝΕ, παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία (82%) δήλωνε σχετική ή απόλυτη άγνοια γι' αυτή. Και όσον αφορά μεν την άγνοια του κοινού, δεν είναι βέβαια περίεργη, όταν δεν έχει γίνει η παραμικρή ουσιαστική συζήτηση στα ΜΜΕ πάνω στο θέμα, όπως έχει συμβεί σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα όπου υπάρχει απόκλιση στις σχετικές απόψεις των κομμάτων εξουσίας (κυρίαρχο παράδειγμα η Βρετανία). Αντίθετα, στη χώρα μας, η “συζητηση” μέχρι σήμερα ήταν σε πρωτόγονο επίπεδο, εφόσον η συναίνεση όλων των κομμάτων πλην ΚΚΕ στον “Ευρωπαικο προσανατολισμό” της χώρας, σήμαινε ότι οι μόνες απόψεις που προβάλλονται μαζικά από τα ΜΜΕ και κυρίως την τηλεόραση είναι αυτές που, παίρνοντας δεδομένο τον προσανατολισμό αυτό, αναλώνονται σε διαδικαστικές λεπτομέρειες για την ένταξη μας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η μόνη  “αντιπολίτευση” που προβάλλεται (για ευνόητους λόγους) από τα ΜΜΕ είναι η σκοταδιστική αντίθεση των νεορθόδοξων στους “ευρωλιγούρηδες” που, αναπόφευκτα, καταλήγει σε κωμικοτραγικές καταστάσεις, όπως αυτές της περασμένης βδομάδας, όπου η πιο μαχητική λαϊκή αντίδραση στη συνθήκη Σενγκέν προήλθε από τα πιο καθυστερημένα τμήματα του λαού, όχι για την διαγραφομένη απειλή στα ατομικά δικαιώματα αλλά για τον... αντι-ορθοδοξο και αντι-Χριστιανικο χαρακτήρα της.

Δεν θα επαναλάβω εδώ τα στοιχεία που δείχνουν ότι αποτελεί μύθο η φιλολογία για τα δήθεν οφέλη μας από την σύνδεση με την ΕΟΚ.[3] Θ’ αρκεστώ μόνο στο εξής. Η βασική αιτία για την οποία οι οικονομικές ελίτ των Ευρωπαϊκών χωρών αποφάσισαν την ενοποίηση ήταν για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα τους έναντι των οικονομικών ελίτ στα άλλα δυο οικονομικά μπλοκ (NAFTA, Άπω Ανατολή). Και αυτό, διότι, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η συνέχιση και επέκταση της οικονομικής ανάπτυξης αυξανόμενα εξαρτάται από την προώθηση των εξαγωγών, οι οποίες πρέπει να καλύπτουν τις διευρυνόμενες εισαγωγές που επιβάλλει το νέο θεσμικό πλαίσιο της ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων. Αν σε αυτό προσθέσουμε και την απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου, που καθιστά επιτακτική την ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού νομίσματος ικανού να ανταγωνιστεί το δολάριο και το γεν, τότε η αναγκαιότητα των σημερινών οικονομικών πολιτικών λιτότητας κ.λπ., που στοχεύουν βασικά στο να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο (ανεξάρτητα από τις συνέπειες στην ανεργία), γίνεται φανερή.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ορισμένοι ωφεληθήκαν από την ένταξη μας στην ΕΟΚ και στη κατηγορία αυτή δεν ανήκουν μόνο τα μέλη της οικονομικής ελίτ της χώρας (μεγαλο-εισαγωγεις, μεγαλοβιομήχανοι, μεγαλοαγρότες κ.λπ.) αλλά και μερικά κοινωνικά στρώματα (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αγρότες) που εισέπραξαν σημαντικό ποσό από τα Κοινοτικά κονδύλια, τα οποία βασικά  ‘επαιξαν τον ρόλο  να χρυσώσουν το χάπι της παράλληλης αποσάθρωσης της παραγωγικής δομής της χώρας. Η αποσάθρωση αυτή γίνεται ιδιαίτερα φανερή εάν εξετάσουμε την εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μετά την ένταξη μας στην ΕΕ. Από τότε που η χώρα εντάχθηκε στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα (1981-1995) οι εξαγωγές μας προς τα άλλα μέλη αυξηθήκαν κατά 96%.[4] Την ίδια όμως περίοδο οι εισαγωγές μας από τα άλλα μέλη αυξηθήκαν κατά 210%. Η συνέπεια είναι ότι το έλλειμμα της χώρας στο εμπορικό ισοζύγιο με την ΕΕ έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί από το 1981 μέχρι σήμερα. Όλα αυτά φαίνονται και από την εξέταση του λόγου εξαγωγών/εισαγωγών που δείχνει το ποσοστό των εισαγωγών που καλύπτουν οι εξαγωγές μας. Ο λόγος αυτός όχι μόνο είναι ο χαμηλότερος μέσα στην ΕΕ (και από τους χαμηλότερους του κόσμου) αλλά και παρουσιάζει τελευταία ραγδαία επιδείνωση. Έτσι, ενώ στις χώρες του κέντρου της ΕΕ οι εξαγωγές συνήθως υπερκαλύπτουν τις εισαγωγές εμπορευμάτων, στις χώρες της περιφέρειας (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) οι εξαγωγές αποτελούν ένα κλάσμα των εισαγωγών. Όμως και εδώ οι συγκρίσεις είναι συντριπτικές σε βάρος της Ελλάδος. Ενώ το 1994 στη Πορτογαλία οι εξαγωγές καλύπτουν το 66% των εισαγωγών και στην Ισπανία το 79%, στην Ελλάδα μόλις καλύπτουν το 44%.[5] Εάν όμως συγκρίνουμε ειδικότερα τον λόγο εξαγωγών προς εισαγωγές που προκύπτει από το εμπόριο με τα άλλα μέλη της ΕΕ τότε η δραματική  επιδείνωση γίνεται φανερή. Την προηγούμενη δεκαετία ο λόγος αυτός έφθανε σχεδόν το 40%, ενώ τη δεκαετία αυτή (1990-95) έχει πέσει στο 29% και το 1995 μόλις έφθανε  το 22%!

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι ο λόγος για τον οποίο η οικονομική ελίτ επιδίωξε την ένταξη, δηλαδή να διευρύνει την μικρή εσωτερική αγορά, όχι μόνο δεν οδήγησε στο ποθούμενο αποτέλεσμα αλλά αντίθετα κατέληξε στη δραστική συρρίκνωση της, μετά τον κατακλυσμό της εσωτερικής αγοράς από τα Κοινοτικά προϊόντα. Πράγμα που σημαίνει ότι όταν στο προσεχές μέλλον εξαντληθούν και τα κονδύλια του δεύτερου πακέτου Ντελόρ και οι μεταβιβάσεις από το κέντρο σχεδόν εκμηδενιστούν, τότε, η ουσιαστική ανυπαρξία παραγωγικής δομής, σε συνδυασμό με το ήδη φανερό στέρεμα των άλλων συναλλαγματικών πηγών που τροφοδοτούσαν την ελληνική οικονομία στη μεταπολεμική περίοδο (μετανάστευση, τουρισμός, ναυτιλία) θα οδηγήσουν σε μια τεράστια έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας. Τότε, μόνο η τυχόν επιτυχία της ΟΝΕ να οδηγήσει στην ανάκαμψη των οικονομιών στον Βορρά θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία αυτή, με τη δημιουργία μιας νέας “ευλογίας” μετανάστευσης ή/και κάποιων ξένων επενδύσεων, οι οποίες όμως προϋποθέτουν ότι το εργατικό δυναμικό θα έχει “τιθασσευθεί” κατάλληλα, μέσω της ‘ελαστικοτητας’ της αγοράς εργασίας.

Και εδώ ερχόμαστε στον ρόλο της ΟΝΕ. Οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ επιβάλλουν μια σειρά ρυθμίσεων (κοινή κεντρική τράπεζα, κοινό νόμισμα, κριτήρια σύγκλισης) που στην ουσία σημαίνουν ότι τα κράτη-μελη θα στερούνται από οποιαδήποτε δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Στον νομισματικό τομέα, διότι οι βασικές αποφάσεις για τον έλεγχο του κοινού νομίσματος, τα επιτόκια κ.λπ. θα παίρνονται από την κεντρική Ευρωπαϊκή τράπεζα. Στον δημοσιονομικό τομέα, διότι τα κράτη-μελη θα υποχρεώνονται, με την απειλή αυστηρών προστίμων, να ελαχιστοποιούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τέλος, στον τομ'εα της συναλλαγματικής πολιτικής, διότι δεν θα υπάρχει πια η δυνατότητα π.χ. υποτίμησης του νομίσματος για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα. Πως λοιπόν θα μπορεί η οικονομική ελίτ να επιτυγχάνει υψηλή ανταγωνιστικότητα και αντίστοιχα κέρδη; Η μόνη δυνατότητα που μένει κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι η συμπίεση του κόστους παραγωγής και η ελαχιστοποίηση του φορολογικού βάρους πάνω στα κέρδη και τα εισοδήματα της οικονομικής ελίτ. Πράγμα που σημαίνει, από τη μια μεριά, την ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας ή/και συμπίεσης του (αμέσου ή έμμεσου) κόστους εργασίας και, από την άλλη, μείωση του φόρου στα κέρδη και μερίσματα, καθώς και των υποχρεωτικών ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών κ.λπ. Έτσι, στην ΟΝΕ, όλο το βάρος της “προσαρμογής” της ανταγωνιστικότητας στις κρατούσες συνθήκες θα πέφτει στην αγορά εργασίας. Όπου, λοιπόν, η αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι δυνατή, λόγω της απουσίας σημαντικών επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες κ.λπ. (όπως θα είναι η περίπτωση της χώρας μας), τότε θα πρέπει να συμπιέζεται το εργατικό κόστος αντίστοιχα. Πράγμα που επιτυγχάνει η απειλή της ανεργίας και της ανασφάλειας, καθώς και η παράλληλη ‘ελαστικοποιηση’ της αγοράς εργασίας, στην οποία  εξακολουθεί να στηρίζεται η “πολιτική” απασχόλησης της ΟΝΕ, παρά τα ευχολόγια του Άμστερνταμ και τη νίκη της κεντρο-”αριστεράς”...

Υ.Γ. Αποτελεί σκάνδαλο και είναι πράγματι ανήκουστο για άλλο κρατικό κανάλι στον κόσμο ν' αφιερώσει όλη τη νύχτα της παγκόσμιας ημέρας του περιβάλλοντος όχι μόνο για να προβάλλει αποκλειστικά μια οργάνωση, την Greenpeace, (τη στιγμή, μάλιστα, που υπάρχουν δεκάδες άλλες οικολογικές ακτιβιστικές οργανώσεις ακόμη και στην Ελλάδα) αλλά και για να γίνει ο εισπράκτορας της! Όλα αυτά βέβαια για χάρη της σωτηρίας του περιβάλλοντος που στην Ελλάδα  φαίνεται ότι αποτελεί επιχείρηση η οποία έχει ανατεθεί μονοπωλιακά από τα κρατικά κανάλια στην Greenpeace. Πράγμα που βολεύει και την ιδεολογία και πρακτική των ιθυνόντων την ΕΡΤ οι οποίοι βέβαια δεν θα είχαν καμιά διάθεση ν' ακούσουν εναλλακτικές αναλύσεις για τα πραγματικά αίτια της οικολογικής κρίσης που οι παρουσιαστές της Greenpeace και οι πολιτικοί συνδαιτημόνες τους επιμελώς αποσιώπησαν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι ίδιοι δεν βρήκαν π.χ. κουβέντα να πουν για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των κυβερνητικών αναπτυξιακών έργων! Και ένα γενικότερο ερώτημα: με ποιο δικαίωμα η ΕΡΤ χαρατσώνει τους πολίτες για να ακούν αποκλειστικά τις αμφιλεγόμενες απόψεις των στελεχών και συνοδοιπόρων μιας  οργάνωσης ή, αντίστοιχα, τις επικίνδυνες ανοησίες των διαφόρων νεορθόδοξων που ταυτίζουν τον Ελληνισμό με την ορθοδοξία; Γιατί θα πρέπει όσοι δεν τους εκπροσωπούν οι απόψεις αυτές και δεν έχουν καμιά δυνατότητα ν' ακούσουν εναλλακτικές απόψεις από την ΕΡΤ να πληρώνουν και χαράτσι από πάνω; Έχει άραγε συνειδητοποιήσει η ΕΡΤ ότι δεν αποτελεί ιδιωτικό κανάλι και ότι επομένως οφείλει να εκπροσωπεί τις απόψεις όλων των φορολογουμένων και όχι μόνο εκείνες που βολεύουν αυτούς που την διευθύνουν;

 


 

[1] Βλ πχ Κ. Βεργόπουλος, Κυριακάτικη “Ε”, 8/6/97

[2] Κυριακάτικη “Ε” 8/6/97

[3] βλ. Τ. Φωτόπουλος , Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα που κυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις Καστανιώτη

[4] Επεξεργασία στοιχειών Τρ. Ελλάδος (τα στοιχεία αναφέρονται στην ΕΟΚ “των 12”, πριν την επέκταση της στις Σκανδιναβικές χώρες και την Αυστρία)

[5] World, Bank, World Development Report 1996, Πιν. 15