Ολυμπιακοί και Νταϊάνα Δυο παράλληλες ιστορίες

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το θέαμα είναι ο ήλιος που ποτέ δεν βασιλεύει στο βασίλειο της σύγχρονης παθητικότητας  (Γκι Ντεμπόρ)[1]

 

Το περασμένο Σαββατοκύριακο, ενώ η Βρετανία πενθούσε την Νταϊάνα, η χώρα μας πανηγύριζε την ανάθεση των Ολυμπιακών. Και μιλώ για την “Βρετανία” και την “Ελλάδα” έχοντας πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι οι γενικοί αυτοί όροι έχουν πολύ μικρό νόημα σε μια ιεραρχική κοινωνία όπου η οικονομία της αγοράς διασπά το κοινωνικό σύνολο με τις τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που αναπόφευκτα δημιουργεί. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση αυτό δεν αληθεύει. Σύσσωμοι σχεδόν οι λαοί και στις δυο χώρες, ανεξάρτητα από ταξικές και άλλες διακρίσεις που διαπερνούν το κοινωνικό σύνολο “μετείχε” (έστω και από την πολυθρόνα του μπροστά στην τηλεόραση) στο γενικό πένθος/πανηγύρι. Πράγμα που επιβεβαίωσε γι' άλλη μια φορά τον εύστοχο χαρακτηρισμό της σημερινής κοινωνίας ως “κοινωνίας του θεάματος” όπου “το θέαμα παρουσιάζεται συγχρόνως ως η ίδια η κοινωνία, ως τμήμα της κοινωνίας και ως μέσο ενοποίησης”[2]. Μιας ενοποίησης όμως που στην πραγματικότητα, όπως σημείωνε ο Ντεμπόρ, επανενώνει το χωριστό ως χωριστό, εφόσον “το θέαμα δεν είναι παρά η κοινή γλώσσα της γενικευμένης διάσπασης του κοινωνικού συνόλου και της ιδιώτευσης”.

Τα παραπάνω φαινόμενα δεν είναι καθόλου περίεργα στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου η ικανοποίηση πρωταρχικών ανθρώπινων αναγκών αντικαθίσταται με μια ασταμάτητη δημιουργία ψευτο-αναγκών που τελικά ανάγονται στην πρωταρχική ψευτο-ανάγκη της διατήρησης της κυριαρχίας της ίδιας της οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι την περασμένη βδομάδα, με την αποφασιστική συμβολή των ΜΜΕ, μια ψευτο-αναγκη δημιουργήθηκε στη Βρετανία την οποία η μοναρχία έπρεπε να ικανοποιήσει ―πράγμα που έπραξε, στο βαθμό βέβαια του εφικτού. Έτσι, μέσα στο γενικό πένθος και την υστερία που καλλιεργούσαν τα ΜΜΕ (τα ίδια που  προηγούμενα είχαν οδηγήσει ―έστω έμμεσα― στον θάνατο της Νταϊάνας) ένα λαϊκό έντυπο μαζικής κυκλοφορίας κυκλοφόρησε με τον τίτλο ”Ο λαός σας υποφέρει, μιλήστε μας κυρία”.[3] Ο τίτλος βέβαια απευθυνόταν στην βασίλισσα Ελισάβετ η οποία μέχρι τότε έπαιρνε την εκδίκηση της για το ‘ρέμπελο’ παιδί του κατεστημένου αποφεύγοντας να εκδηλώσει οποιοδήποτε συναίσθημα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ενώ ο λαϊκός τύπος (που ελέγχεται από οικονομικά ολιγοπώλια), εξανέστη για την ψευτο-αναγκη του λαού, δεν αισθάνθηκε ποτέ την αντίστοιχη διάθεση να υπενθυμίσει στη βασίλισσα με παρόμοια πρωτοσέλιδα τις πραγματικές ανάγκες του λαού “της”, ο οποίος πράγματι υποφέρει από την φτώχεια, την ανεργία, την και την ανασφάλεια που ενέτεινε τα τελευταία 18 χρόνια ο νεοφιλελευθερισμός των συντηρητικών και συνεχίζει σήμερα ο σοσιαλφιλελευθερισμός του “νέου” Εργατικού κόμματος.

Όμως η υπενθύμιση μιας πραγματικής ανάγκης, την οποία, μάλιστα, δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι ασύμβατη με την κοινωνία του θεάματος και ως τέτοια δεν έχει θέση στους πρωτοσέλιδους τίτλους των λαϊκών εντύπων.  Και αυτό τη στιγμή που:

  • ο αριθμός των ανθρώπων κάτω από την επίσημη γραμμή φτώχειας από 5 εκ. το 1979 έφθασε τα 14 εκ. το 1994 [4]

  • το ένα τρίτο των παιδιών στη Βρετανία  ανήκει σε φτωχές οικογένειες[5], πράγμα που σημαίνει, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, ότι έχουν τις μισές πιθανότητες από τα παιδιά της ανώτερης κοινωνικής τάξης να ενηλικιωθούν[6]

  • το ποσοστό θνησιμότητας στους φτωχούς Βρετανούς ηλικίας 25-39 είναι πενταπλάσιο από αυτό στις ανώτερες κοινωνικές ταξεις[7] και οι θάνατοι από καρδιακά νοσήματα στους φτωχούς είναι τριπλάσιοι από αυτούς στις ανώτερες κοινωνικές ταξεις[8]

  • τα παιδιά των φτωχών, ιδιαίτερα στις περιοχές μεγάλης ανεργίας, έχουν 7% πιθανότητα να μπουν στο πανεπιστήμιο, έναντι πιθανότητας 73% που έχουν τα παιδιά από τις ανώτερες κοινωνικές ταξεις[9]

  • οι άστεγοι νέοι ηλικίας 16-25 ετών  ανέρχονται στους 150.000 με 250.000[10] ενώ συγχρόνως 790.000 σπίτια στην Αγγλία δεν κατοικουνται[11]

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, η οικονομική ελίτ, που σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο  στηριζόταν βασικά στις επενδύσεις στον κατασκευαστικό κλάδο για να εξασφαλίσει την επιβίωση της,[12] καλλιέργησε συστηματικά την ψευτο-ανάγκη της ανάθεσης των Ολυμπιακών στη χώρα μας, εκμεταλλευόμενη το λαϊκό συναίσθημα για κάποια ‘πρωτιά’ μέσα στη γενική οικονομική και πολιτιστική παρακμή. Και αυτό, με πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι η πρωτιά αυτή όχι μόνο δεν πρόκειται να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του μέσου Έλληνα από οικονομική και περιβαλλοντική άποψη αλλά, αντίθετα, είναι βέβαιο ότι θα την χειροτερεύσει. Διότι, βέβαια, δεν χρειάζεται βαθιά γνώση της οικονομίας για ν' αντιληφθεί κανείς ότι τα έργα υποδομής που θα γίνουν για την Ολυμπιάδα, είτε είναι νέα (αθλητικές εγκαταστάσεις, νέα οδικά δίκτυα κ.λπ.), είτε αφορούν την επιτάχυνση και ολοκλήρωση έργων που έχουν ήδη αρχίσει (μετρό, αεροδρόμιο) :

  • θα έχουν βραχυπρόθεσμα μόνο θετικά αποτελέσματα στον ρυθμό ανάπτυξης  εφόσον, με το να μη συμβάλλουν στην επέκταση και αναδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας, διαιωνίζουν το τεράστιο άνοιγμα μεταξύ εγχώριου παραγωγικού δυναμικού και κατανάλωσης το οποίο φανερώνει το χρόνιο και συνεχώς διογκούμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.[13]

  • μακροπρόθεσμα, ενισχύουν το στρεβλό επενδυτικό πρότυπο που χαρακτήριζε ολόκληρη την μεταπολεμική “ανάπτυξη”, πράγμα που θα έχει ακόμη χειρότερες οικονομικές συνέπειες από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1950-70), διότι, τότε μεν, το κατασκευαστικό μπουμ επέτρεπε μια ταχεία εσωστρεφή ‘αναπτυξη’ (χάρη στην προστατευμένη εσωτερική αγορα[14]), ενώ σήμερα, ένα αντίστοιχο μπουμ θα ήταν θνησιγενές εφόσον, με δεδομένη την παραγωγική δομή, θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, καθώς και την πραγματική απόκλιση από τις άλλες χώρες της ΕΕ (σε όρους παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας κ.λπ.).

  • δεν πρόκειται να συμβάλλουν, παρά μόνο πρόσκαιρα, στην απασχόληση την στιγμή που η ανεργία ήδη φθάνει τα 450.000 άτομα, ενώ το πρόβλημα της απασχόλησης των νέων είναι πια εκρηκτικό εφόσον η ανεργία στους νέους κάτω των 25 ετών φθάνει σήμερα σχεδόν το 30% (και στις γυναίκες το 52%), ενώ η αναλογία των πτυχιούχων ανέργων αυξάνεται ταχυτατα[15]

  • δεν πρόκειται να βοηθήσουν  τα 2,3 εκ φτωχών (σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού)  εφόσον όχι μόνο δεν πρόκειται να βελτιώσουν την τεράστια ανισότητα στη κατανομή εισοδήματος στην Ελλάδα που επιβεβαίωσε και η πρόσφατη έρευνα της ΕΕ[16] αλλά αντίθετα θα την χειροτερεύσουν δεδομένου ότι πολύ λίγοι θα ωφεληθούν από αυτά (μεγαλο-κατασκευαστές, προμηθευτές, ξενοδόχοι, εισαγωγείς, διαφημιστές κ.λπ.).

  • στο βαθμό που οι Ολυμπιακοί θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό (πράγμα πολύ πιθανό, αν κρίνουμε από την εμπειρία άλλων πόλεων) η συνέπεια θα είναι η χειροτέρευση της ήδη άθλιας κατάστασης στην παιδεία, την υγεία και τις κοινωνικές δαπάνες γενικότερα από όπου θα πρέπει να βρεθούν βασικά τα κονδύλια για την τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης

  • θα έχουν αρνητικές συνέπειες στο ήδη βεβαρημένο (εξαιτίας της προηγούμενης οικοδομικής δραστηριότητας) περιβάλλον της Αττικής, ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθεί υπόψη ότι πόλεις με πλήρες μετρό (όχι σαν το υποτυπώδες Αθηναϊκό μετρό υπό κατασκευή που σίγουρα δεν θα λύσει το κυκλοφοριακό πρόβλημα) κάθε άλλο παρά αποφεύγουν το πρόβλημα της ρύπανσης, όπως έδειξε το φετεινό καλοκαίρι στο Παρίσι όπου η μόλυνση έφθασε σχεδόν επικίνδυνα επίπεδα[17]

Παρόλα αυτά, η Ελληνική κοινωνία του θεάματος πέτυχε την ενοποίηση όλων, από την πολυεκατομμυριούχο πρόεδρο της επιτροπής διεκδίκησης μέχρι τον άνεργο νέο με το αβέβαιο μέλλον, από την οικονομική ελίτ που έδειξε τον ενθουσιασμό της με το μπουμ στο Χρηματιστήριο μέχρι την “πλέμπα” που ζει κάτω από τη γραμμή της φτώχειας. Στη σημερινή κοινωνία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, ακόμη περισσότερο από πριν, το θέαμα παίρνει τη θέση της πραγματικότητας, η ψευτο-αναγκη υποκαθιστά την πραγματική ανάγκη. Μόνο έτσι άλλωστε “νομιμοποιούνται” οι σοσιαλφιλελεύθεροι να μιλούν για  τη “νέα” Βρετανία ή τη “νέα” Ελλάδα που κτίζουν”...


 

[1] Γκι Ντεμπόρ, Η κοινωνία του θεάματος, 1967

[2] Στο ίδιο

[3] Daily Mirror, 4/9/97

[4] The Stationary Office, Households Below Average Income, 1996

[5] Eurostat, Statistics in focus, 1997/6 

[6] Hilary Graham, Health Variations Program , Guardian, 25/6/97

[7] Dr Richard Smith, Guardian, 26/2/97

[8] Desmond Julian, National Heart Forum, Guardian, 24/7/97

[9] P. Batey & P. Brown, Higher Education Funding Council for England, Guardian, 19/4/97

[10] Guardian, 2/4/97

[11] Bob Lawrence, Empty Home Agency, Guardian, 17/2/97

[12] Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης 1997, κεφ. 2 

[13] Στο ίδιο , βλ. και Τ. Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη Συναίνεση, Γόρδιος, 1993, κεφ. 7-8

[14] Στο ίδιο, κεφ. 13

[15] Το Βήμα, 15/6/97 

[16] Eurostat, ο.π.

[17] Guardian, 22/8/97.