Ελευθεροτυπία (22 Σεπτεμβρίου 1997)


Η «ουδετερότητα» της επιστήμης και η ...σοσιαλιστική ευγονική

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η διεθνής κοινή γνώμη ταράχθηκε πριν μερικές εβδομάδες όταν αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν μόνο οι φασιστικές κυβερνήσεις που επιδίδονταν στο... ευγενές άθλημα της ευγονικής αλλά, αναπάντεχα, ακόμη και κυβερνήσεις με σοσιαλιστικές και δημοκρατικές περγαμηνές, όπως οι Σκανδιναβικές. Έτσι, Σουηδός υπουργός παραδεχόταν προ μηνός ότι η στείρωση 60.000 γυναικών, που άρχισε το 1935 αλλά συνεχιζόταν μέχρι το 1976, αποτελούσε «βαρβαροτητα και εθνική καταισχύνη». Όμως το ίδιο το γεγονός  δεν είναι  εκπληκτικό. Ούτε  το ότι δεν συνέβη και στην Ελλάδα μπορεί ν' αποτελέσει αντικείμενο εθνικής περηφάνειας και ένδειξη μεγαλύτερης πολιτιστικής ανάπτυξης, όπως αφελώς προσπάθησαν να υποστηρίξουν και μερικοί «προοδευτικοί» στα παρ’ημίν που δεν χάνουν σήμερα ευκαιρία να υπογραμμίζουν την ανωτερότητα της ελληνικής φυλής! Διότι, βέβαια, δεν αποτελούν λιγότερο «βαρβαροτητα και εθνική καταισχύνη» τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στη περίοδο του εμφυλίου καθώς και στην μετεμφυλιακή εποχή.

Και δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός διότι πρώτα-πρώτα δεν είναι μοναδικό, ακόμη και στον χώρο της Αριστεράς. Τα καλύτερα μυαλά, για παράδειγμα, της Βρετανικής και διεθνούς Αριστεράς είχαν υποστηρίξει κατά καιρούς παρόμοιες απόψεις με αυτές που εφάρμοζαν στη πράξη οι Σκανδιναβοί σοσιαλδημοκράτες. Από τον Μπέρτραντ Ράσελ, που πρότεινε την έκδοση χρωματιστών «εισιτηρίων τεκνοποιίας» και την αυστηρή τιμωρία αυτών που θα τολμούσαν να αναμιγνύουν χρώματα (δηλ. την ευγονική ομαδοποίηση) στη σεξουαλική δραστηριότητα τους, μέχρι τον Μπέρναρντ Σώου που δήλωνε ότι «ο μόνος θεμελιακός και εφικτός σοσιαλισμός είναι η κοινωνικοποίηση της επιλεκτικής ανθρώπινης αναπαραγωγής»[1]. Και από  τον μεγάλο σοσιαλιστή λογοτέχνη και ιστορικό H.G. Wells που δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του για την ευγονική ως το πρώτο βήμα για τον εξοβελισμό «βλαβερων τύπων και χαρακτηριστικών», μέχρι τον οικονομολόγο Κέινς, είδωλο των σοσιαλδημοκρατών μέχρι τη πρόσφατη προσχώρηση τους στον σοσιαλφιλελευθερισμό, που υιοθετούσε τη θεσμοποίηση του ελέγχου γεννήσεων διότι «δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε τα μέλη της εργατικής τάξης,  που κατά κανόνα είναι μεθυσμένοι και αμαθείς, για να ελέγξουν τον πολλαπλασιασμό τους».[2]

Πέρα όμως από την έλλειψη μοναδικότητας, η στάση αυτή των παραπάνω σοσιαλιστών δεν είναι εκπληκτική και γι' άλλο λόγο. Η επιστήμη, από τον καιρό του Διαφωτισμού, εθεωρείτο πάντα ταυτόσημη με την Πρόοδο.  Οι περισσότεροι σοσιαλιστές διαφωνούσαν για την χρήση της επιστήμης αλλά ποτέ δεν αμφισβητούσαν την ουδετερότητα της. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, όπως παρατηρεί πρόσφατη μελέτη, στην εποχή ιδιαίτερα του μεσοπολέμου η ευγονική έγινε η τελευταία λέξη της «πολιτικής ορθότητας» εφόσον ήταν αδιανόητο κάτι να είναι επιστημονικά σωστό και συγχρόνως ηθικά εσφαλμενο[3]. Το αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν η υιοθέτηση από μεγάλα τμήματα της σοσιαλιστικής Αριστεράς ενός Δαρβινισμού που απόβλεπε στην βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου γένους, ως προϋπόθεση για την σοσιαλιστική αλλαγή.     

Όμως, ακόμη και σήμερα, παρά την αμφισβήτηση πολλών από τις επιστημονικές «αλήθειες» και την ναζιστική εμπειρία, η επιστήμη και η τεχνολογία δεν έχουν παύσει να θεωρούνται «ουδέτερες» όχι μόνο από τους επιστήμονες-υποστηρικτές  της καθεστηκυίας τάξης που ανάγονται, για παράδειγμα, στην οικονομική «επιστημη» για να δικαιολογήσουν τις κατά καιρούς άγριες επιθέσεις κατά των λαϊκών εισοδημάτων, αλλά ακόμη και από μεγάλα τμήματα της Αριστεράς και της «οικολογίας». Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο μη ουδέτερος χαρακτήρας της επιστήμης έχει γίνει σήμερα περισσότερο φανερός παρά ποτέ στο παρελθόν. Ιδιαιτέρα, μετά την ιδιωτικοποίηση  της επιστημονικής έρευνας, ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα γενικά και των δημοσίων δαπανών ειδικότερα, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποίησης της οικονομίας.[4] Όπως τονίζει η Stephanie Pain, μια από τους διευθυντές του περιοδικού New Scientist (που δεν φημίζεται για τη ριζοσπαστικότητα του), επιστήμη και μεγάλες επιχειρήσεις έχουν τελευταία αναπτύξει πολύ στενότερους δεσμούς:

Ενω κάποτε η έρευνα ήταν κατά το πλείστον ουδέτερη, τώρα, πρέπει να ικανοποιεί μια ολόκληρη σειρά από χρηματοδότες. Τα ερευνητικά πορίσματα, αντί να είναι αμερόληπτα, χειραγωγούνται  διακριτικά και «μαλάζονται», ή ακόμη και κλειδώνονται στα συρτάρια εάν δεν εξυπηρετούν τα σωστά συμφέροντα. Το σπόνσορινγκ σπανίως έρχεται χωρίς όρους.[5]

Στη πραγματικότητα, όπως υποστηρίζει η ίδια, ακόμη πιο βλαβερή είναι η αυτο-λογοκρισία στην οποία υποβάλλονται οι επιστήμονες σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν τη μη διακοπή της ροής των συμβολαίων ―προσπάθεια που είναι ζωτική για την επιβίωση τους μετά τη νεοφιλελεύθερη θεσμοποίηση των προηγούμενων άτυπων δεσμών μεταξύ επιχειρήσεων και επιστήμης. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας νόμος του 1993 για την επιστήμη τονίζει την ανάγκη να επικεντρωθεί η έρευνα σε θέματα που βοηθούν την «οικονομία» ενώ η βιομηχανία καλείται να στηρίξει εκείνες τις επιστημονικές έρευνες που είναι πιθανό να δημιουργήσουν πλούτο στο μέλλον. Το αποτέλεσμα των τυπικών και άτυπων δεσμών που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ επιχειρήσεων και επιστήμης είναι ότι σήμερα, όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για την ουδετερότητα η «αντικειμενικότητα» των κοινωνικών επιστημών ―όπως άλλωστε συνεβαινε και στο παρελθόν―[6] αλλά γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να μιλούμε ακόμη και για την ουδετερότητα των φυσικών επιστημων[7].

Θ’ αναφερθώ σε δυο παραδείγματα που δείχνουν τον μη ουδέτερο χαρακτήρα της σημερινής τεχνο-επιστημης, καθώς και τους κοινούς στόχους και δεσμούς μεταξύ αυτών που ελέγχουν τη βιομηχανία στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και αυτών που ελέγχουν την επιστημονική έρευνα. Το πρώτο παράδειγμα αφορά την αγρο-βιομηχανική έρευνα και το δεύτερο το αποτέλεσμα του θερμοκηπίου.

Όσον αφορά την αγρο-βιομηχανική έρευνα, όπως ανέφερε μερικά χρόνια πριν το περιοδικό The Ecologist:

H βιομηχανία, μέσω της στρατηγικής τοποθέτησης των χρημάτων της σε ερευνητικά σχέδια, μπορεί να κατευθύνει σημαντικά  κονδύλια σε έρευνα που εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δική της μακροπρόθεσμη ατζέντα. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη αποκτήσει τη δική της ταχύτητα και τα πανεπιστήμια υιοθετούν κορπορατίστικα οράματα  για τη μεγιστοποίηση των κερδών. Στις ΗΠΑ, τα δημόσια πανεπιστήμια κατανέμουν σπάνιους οικονομικούς πόρους σε έρευνα η οποία ελπίζεται ότι θα αποδώσει πατενταρισμένες διαδικασίες και προϊόντα που θ' αποτελέσουν τμήμα της «μελλοντικής προίκας» τους. Έτσι, η βιοτεχνική «έρευνα προσπορίζεται σημαντικά κονδύλια, ενώ αντίθετα η έρευνα για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της βιομηχανικής γεωργίας παραμελείται ή εξαφανίζεται».[8]

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το κρίσιμο πρόβλημα του «αποτελέσματος του θερμοκηπίου» και τις προσπάθειες της βιομηχανίας φυσικών καυσίμων να υποσκάψει τις διαπραγματεύσεις για μια κλιματική συνθήκη που θα εμπόδιζε τη παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας. Όπως αναφέρει η Stephanie Pain, οι ειδικοί επιστήμονες για πολλά χρόνια είχαν προσπαθήσει να συσχετίσουν την κλιματική μεταβολή με την καύση των φυσικών καυσίμων (πετρέλαιο, άνθραξ, φυσικό αέριο). Τελικά, το 1995, περισσότεροι από 2.500 κλιματολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πλανήτης έχει οριστικά αρχίσει να υφίσταται τις συνέπειες μιας γενικής ανόδου της θερμοκρασίας, ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων, δηλ. της καύσης φυσικών καυσίμων και της συνακόλουθης δημιουργίας εκπομπών θερμοκηπίου οι οποίες είναι υπεύθυνες για την πλανητική άνοδο της θερμοκρασίας. Παρόλα αυτά, μια ισχυρή ομάδα πίεσης από τις ενεργειακές βιομηχανίες, με τη βοήθεια μιας χούφτας επιστημόνων, έκανε λυσσώδη αγώνα για να αποτρέψει τη συναγωγή του παραπάνω συμπεράσματος με το επιχείρημα ότι η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας είναι ένας μύθος που στοχεύει να εκφοβίσει τις κυβερνήσεις και να τις ωθήσει στη παραχώρηση σημαντικών ερευνητικών κονδυλίων για τη σχετική έρευνα. Οι επιστήμονες αυτοί «κατάφεραν να κωλυσιεργήσουν τις διαπραγματεύσεις και συνέβαλαν αποφασιστικά  ώστε οι ενεργειακές βιομηχανίες να κερδίσουν αναστολή για μια περίπου δεκαετία».[9] Και αυτό, τη στιγμή που υπολογίζεται ότι για κάθε χρόνο αυτής της αναστολής, άλλα 6 δισ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακος θα εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας της Γης. Περιττό να προστεθεί ότι «ενα δίκτυο διαπλεκομένων συμφερόντων υπάρχει μεταξύ ερευνητών στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, κυβερνήσεων (Κουβέιτ) και  ομάδων πίεσης από τις ενεργειακές και ενεργοβόρες βιομηχανίες (μεταξύ των μελών τους είναι οι Shell, Exxon, Texaco, η British Coal και η Ford).»[10] Παρόλα αυτά, οι διάφοροι «ρεαλιστές» οικολόγοι και περιβαλλοντιστικές οργανώσεις τύπου Greenpeace δεν παύουν να αγωνίζονται για την χρησιμοποίηση της υποτιθέμενης «ουδέτερης» τεχνο-επιστήμης στο «πρασίνισμα» της οικονομίας της αγοράς...


 

[1] Jonathan Freedland, “Master race of the Left”, The Observer (30/8/1997).

[2] Στο ίδιο 

[3] Adrian Wooldridge, Measuring the Mind:Education and Psychology in England 1860-1990

[4] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy (Cassell, 1997), σ 33-46.

[5] Stephanie Pain, “When the price is wrong”, The Guardian (27/2/1997).

[6] Takis Fotopoulos, ο.π., σ. 340-42

[7] Για παραπέρα ανάλυση πάνω στο θέμα βλ. το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση, αρ. 3,  Ιούνιος 1997 με γενικό θέμα «Τεχνολογία, Επιστήμη και Δημοκρατία».

[8] The Ecologist, τομ. 22 αρ. 4 (Ιουλ-Αυγ. 1992), σ. 157-58

[9] Stephanie Pain, ο.π.

[10] Polly Ghazi, The Observer (10/3/1997).