(Ελευθεροτυπία, 10 Οκτωβρίου 1998)


Άνοδος και πτώση του οικολογικού κινήματος

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα αποτελέσματα των Γερμανικών εκλογών πριν δυο εβδομάδες φαίνεται ότι θ’ αποτελέσουν ορόσημο στην μεταπολεμική Ιστορία. Όχι βέβαια διότι θα επανέλθουμε σε κάποιο είδος πανευρωπαϊκής μεικτής οικονομίας, όπως ονειρεύονται οι σοσιαλφιλελεύθεροι της κέντρο-αριστεράς. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε να γυρίσουμε το ρολόι πίσω στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όταν ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς δεν είχε σύγκριση, ποσοτικά και ποιοτικά, με τον σημερινό. Αποτελούν ορόσημο, διότι η πιθανή συμμετοχή των Γερμανών Πράσινων σε κυβέρνηση συνασπισμού με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα σηματοδοτεί το οριστικό τέλος του οικολογικού κινήματος σαν κινήματος για ριζική κοινωνική αλλαγή. Μολονότι οι Γερμανοί Πράσινοι δεν είναι οι πρώτοι που συμμετέχουν σε συμμαχική κυβέρνηση, οι συνήθως οπορτουνιστικές  συμμαχίες αλλού (π.χ. στη Γαλλία) δεν είχαν αντίστοιχη σημασία εφόσον κανένα άλλο Πράσινο κόμμα δεν είχε το «βάρος» του Γερμανικού στο παγκόσμιο οικολογικό κίνημα.

Το Γερμανικό Πράσινο κόμμα ιδρύθηκε το 1980 από ακτιβιστές στα λεγόμενα «νέα κοινωνικά κινήματα» (οικολόγοι, φεμινίστριες κ.λπ.) αλλά και από απογοητευμένους οπαδούς των παλαιών κινημάτων (σοσιαλιστές, αναρχικοί κ.α). Όλοι αυτοί αποτελούσαν ουσιαστικά «τα παιδιά του 1968» που τους ένωνε η διογκούμενη οικολογική και κοινωνική κρίση, η επαπειλούμενη πυρηνική καταστροφή αλλά και το θεμελιακό αίτημα για μια πραγματική δημοκρατία, πέρα από την φιλελεύθερη ολιγαρχία και τον σοσιαλιστικό κρατισμό που ήδη κατέρρεε, είτε ως  σοσιαλδημοκρατία είτε ως «υπαρκτός σοσιαλισμός» . Όπως είναι φανερό, το Πράσινο κόμμα δεν ήταν ένα κανονικό κόμμα, ούτε το έβλεπαν έτσι οι ιδρυτές του που από την αρχή διακήρυσσαν ότι αποτελεί απλώς την εκλογική έκφραση ενός κινήματος που είχε μέχρι τότε πλούσια άμεση δράση  στο ενεργητικό του. Γι’ αυτό και, ακόμη και όταν μπήκαν στη βουλή, διακήρυσσαν τη δέσμευση τους σε μια πρακτική συλλογικής λήψης αποφάσεων όπου όλα τα μέλη ήταν ίσα και οι βουλευτές θα ήταν απλώς η φωνή της οργάνωσης. Με στόχο τους μάλιστα το κέντρο του πολιτικού βάρους να μένει έξω από το κοινοβούλιο είχαν υιοθετήσει σειρά σχετικών μέτρων (ετήσια συνέδρια για τον καθορισμό της πολιτικής, εναλλαγή βουλευτών κ.λπ.). Σκοπός ήταν το «αντι-κόμμα», δηλαδή μια αμεσοδημοκρατική κατά το δυνατό οργάνωση κινηματικού χαρακτήρα, που θα εκμεταλλευόταν όμως τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές και κυρίως τους  χρηματικούς πόρους και την πρόσβαση στα ΜΜΕ.

Στο προγραμματικό επίπεδο, όπως  διακήρυσσαν στο αρχικό τους πρόγραμμα, αίτημα ήταν «μια νέα οικονομική τάξη, προσανατολισμένη προς τις ανθρώπινες ανάγκες, που θα είναι οικολογική κοινωνική και δημοκρατική». Μολονότι,  όπως σημειωθηκε,[1] ποτέ  δεν έδωσαν μια καθαρή αντίληψη της εναλλακτικής κοινωνίας,  εντούτοις, δήλωναν σαφώς ότι «οι επικρατούσες σχέσεις ιδιοκτησίας και ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής είναι βασική αιτία για την  κοινωνική αλλοτρίωση και εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης». Ήταν δηλαδή φανερό ότι για τους Γερμανούς Πράσινους η ριζική κοινωνική αλλαγή ήταν προϋπόθεση της εναρμόνισης της κοινωνίας με τη φύση.

Όπως όμως τόνιζαν οι ριζοσπαστικές πτέρυγες μέσα στο κόμμα, η επίτευξη των προγραμματικών στόχων ήταν αδύνατη εάν το κόμμα έχανε την αυτονομία του, εάν δηλαδή προχωρούσε σε συμμαχίες με αλλά κόμματα. Γι’ αυτό και σχεδόν ολόκληρη η περασμένη δεκαετία χαρακτηρίστηκε από μια σφοδρή ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των «ρεαλιστών» (στους οποίους συγκαταλέγονται ο Φίσερ, ο πιθανολογούμενος νέος υπ. Εξωτερικών και ο θλιβερός τ. εξεγερμένος Κον Μπεντι) και των «φονταμενταλιστών». Οι ρεαλιστές προσπαθούσαν να μετατρέψουν το κόμμα από κολεκτιβιστικό αντι-κόμμα που αμφισβητούσε το υπάρχον σύστημα σε ένα επαγγελματικό, περιβαλλοντικό, ρεαλιστικό κόμμα.[2] Όταν λοιπόν το 1990 το κόμμα υπέστη σοβαρή εκλογική ήττα, οι «ρεαλιστές» απέδωσαν την ευθύνη στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες που είχαν οδηγήσει σε ένα αναποτελεσματικό κομματικό μηχανισμό. Η κατηγορία δεν ήταν αβάσιμη[3] εφόσον πράγματι δεν είναι δυνατό το πάντρεμα της άμεσης με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στο κοινοβουλευτικό πλαίσιο.

Από εκεί και πέρα ο κατήφορος ήταν αναπόφευκτος. Το συνέδριο του 1991 ενέκρινε  το πρόγραμμα δράσης του Φίσερ για τη «δομική μεταρρύθμιση» που ουσιαστικά εξάλειφε τα χαρακτηριστικά του αντι-κόμματος, συμπεριλαμβανομένης της εναλλαγής βουλευτών. Το ίδιο συνέδριο συμφώνησε πάνω  σε ένα κείμενο (που η γνωστή συγγραφέας Jutta Ditfurth χαρακτήρισε «πολύ πιο συντηρητικό  από την εγκύκλιο του Παπά για τον καπιταλισμό»[4]) το οποίο χαρακτήριζε την αντίθεση στον καπιταλισμό  ξεπερασμένη.  Τότε αποχωρούν από το κόμμα οι φονταμενταλιστές και το κόμμα μετατρέπεται σε «κανονικό» κόμμα, κατά τον χαρακτηρισμό του τ. προέδρου των Χριστιανοδημοκρατών. Το 1992 μάλιστα οι Πράσινοι ερωτοτροπούσαν για συμμαχία με τους Χριστιανοδημοκράτες ενώ  ο Φίσερ δήλωνε ότι το οικολογικό πρόγραμμα θα πραγματοποιείτο ευκολότερα με αυτούς παρά με τους σοσιαλδημοκρατες![5] Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η κοινωνική βάση του κόμματος αποτελείτο βασικά από την βολεμένη μεσαία τάξη που αντιτίθετο στην οικονομία της αγοράς μόνο για τη συνεχή χειροτέρευση της ποιότητας ζωής.

Έτσι, οι Γερμανοί Πράσινοι, με αντάλλαγμα κάποιες παραχωρήσεις των σοσιαλδημοκρατών σε θέματα στα οποία άλλωστε δεν διαφωνούν κατ’ αρχήν (π.χ. τη σταδιακή μείωση της πυρηνικής ενέργειας, τη προστασία των μεταναστών,  κάποια περιβαλλοντικά μέτρα και τη νομιμοποίηση της κάνναβης) αλλά και με σημαντικές παραχωρήσεις από μέρους τους (μη διάλυση του ΝΑΤΟ κ.λπ.) μετατρέπονται σήμερα σε κόμμα εξουσίας σε πανεθνικό επίπεδο. Όμως, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά παντού, τα πράσινα κόμματα έχουν εγκαταλείψει ή ευνουχίσει τη κινηματική μορφή, τις αμεσοδημοκρατικές μορφές οργάνωσης και τις  προγραμματικές τους αρχές για ριζική κοινωνική αλλαγή. Όπως τονίζει η Janet Biehl, «οι Πράσινοι σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες έχουν εξελιχθεί, κατά βάση, σε επαγγελματίες πολιτικούς … και τα ριζοσπαστικά τους αιτήματα για γενικό κοινωνικό μετασχηματισμό έχουν μετατραπεί σε απλό περιβαλλοντισμό»[6]. Η συνέπεια αναπόφευκτα είναι ότι η επίδραση τους σε σχέση με τη πολυδιάστατη κρίση και ιδιαίτερα την οικολογική είναι τόσο περιθωριακή όσο και η αντίστοιχη των άλλων κομμάτων εξουσίας. Διότι, βέβαια, όταν η αποτυχία της «ρεαλιστικής» οικολογίας έχει γίνει πια φανερή σε όλους με την συνεχή επιδείνωση των μεγάλων οικολογικών προβλημάτων και όταν, ακόμη και η επιτυχία που διακήρυσσαν για ένα από αυτά, δηλ. τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για την τρύπα του όζοντος, δεν οφείλεται στη δραστηριότητα τους και στα… πράσινα ψυγεία της Greenpeace αλλά μόνο στο γεγονός ότι οι μεγάλες πολυεθνικές ICI και DUPONT αποφάνθηκαν ότι ήταν πιο επικερδής η παραγωγή υποκατάστατων αντί για τα οζονογόνα CFC,[7] δεν υπάρχει αμφιβολία ότι φθάσαμε στο τέλος του οικολογικού κινήματος που, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχει ενσωματωθεί πλήρως στο σημερινό οικο-καταστροφικό θεσμικό πλαίσιο και δεν θέτει πια θέμα «συστημικής» αλλαγής.

Υπάρχει λοιπόν διέξοδος πέρα από τον ακτιβισμό των αντι-ρασιοναλιστών οικοκεντρικών τύπου «Πρώτα η Γη» [Earth First!] και την «μαχόμενη οικολογία» που, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, παίζει τον ρόλο του οικολογικού μαϊντανού στις διάφορες μετωπικές σούπες για το «πρασίνισμα» του κράτους και του καπιταλισμού; Είναι δυνατή πια η δημιουργία ενός ριζοσπαστικού μαζικού οικολογικού κινήματος; Κατά τη γνώμη μου, σήμερα έχει τόσο πολύ ταυτιστεί η έννοια της οικολογίας με τον περιβαλλοντισμό ώστε η δυνατότητα αυτή είναι σχεδόν μηδαμινή. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν στην ανασφάλεια και την εξαθλίωση της οικονομίας της αγοράς και θεωρούν πολυτέλεια το περιβάλλον. Ίσως, ήλθε λοιπόν ο καιρός για την  υπέρβαση  του μονοθεματικού οικολογικού κινήματος και τη δημιουργία ενός νέου κινήματος που θα εκφράζει μια σύνθεση της σοσιαλιστικής και της δημοκρατικής παράδοσης με τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στα νέα κινήματα. Μια τέτοια σύνθεση επιδιώκει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας[8] που γνωστός «ρεαλιστής» οικολογος,[9] ο οποίος  πριν λίγα χρόνια κατακεραύνωνε όσους αρνιόντουσαν τη (λειψή) σύζευξη εκκλησίας και… οικολογίας  και την ευαγή  δράση των «πράσινων καπιταλιστών», δεν δίστασε να το χαρακτηρίσει «πληκτικό», σε αντίθεση προφανώς με το… συναρπαστικό πρόγραμμα των ευχολογίων και της ιδεολογικής σούπας που υποστηρίζουν τα μέτωπα της «υπαρκτής» οικολογίας!

 


 

[1] Werner Hulsberg The German Greens (Verso 1988), σ. 126

[2] J. Biehl, «Η αφομοίωση των Ευρωπαίων Πράσινων», Κοινωνία και Φύση, αρ. 3 (Γεν-Απρ. 1993)

[3] D. Richardson κ.α. (επιμ) The Green Challenge (Routledge, 1995) σ. 33.

[4] Συνέντευξη στο Green Perspectives (καλοκαίρι 1991).

[5] J. Biehl, ο.π.

[6] Στο ίδιο

[7] John Vidal, The Guardian (30/9/1998).

[8] Βλ. T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy (Cassell, 1997).

[9] Γ. Σχίζας, Ελευθεροτυπία (30/9/1998).