(Ελευθεροτυπία, 21 Νοεμβρίου 1998)

Να σταματήσουμε τη «ζουγκλοποίηση» της κοινωνίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα τελευταία κρούσματα κρατικής αλλά και ιδιωτικής βίας συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και έθεσαν βαθιά ερωτηματικά όσον αφορά το που ακριβώς την οδηγεί η σημερινή έκρηξη της εγκληματικότητας. Έτσι, από τη μια μεριά τα σώματα ασφαλείας που οπλοφορούν δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν τα όπλα τους με το παραμικρό αφαιρώντας τη ζωή ακόμη και αθώων θυμάτων που τυχαίνει να είναι κατά την αντίληψη τους ύποπτοι, με  αποκορύφωμα τον πρόσφατο φόνο του Σέρβου μαθητή. Συγχρόνως, ενώ σε μερικές περιπτώσεις δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο, όπως στην υπόθεση Ματέι, όπου, ως άμεση ή έμμεση συνέπεια της αστυνομικής δραστηριότητας, χάθηκαν δυο ζωές, σε άλλες περιπτώσεις παραμένουν ύποπτα αδρανείς (υπόθεση Κουσουρή). Φυσικά, για όλα αυτά υπάρχουν βαριές πολιτικές ευθύνες οι οποίες σε άλλες χώρες θα είχαν οδηγήσει στην παραίτηση (τουλάχιστον) των αρμόδιων υπουργών, ώστε τουλάχιστον να τηρούνται τα προσχήματα. Όμως, θα ήταν αφελές να περίμενε κανείς από την κυβέρνηση του «γκανγκστερικού σοσιαλφιλελευθερισμού» (όπως είχα χαρακτηρίσει από την στήλη αυτή μια κυβέρνηση που δεν δίσταζε να προχωρήσει στην αυτοδικία για να εφαρμόσει την πολιτική της, π.χ. με το σκάσιμο των λάστιχων των αγροτικών τρακτέρ) να  ενδιαφέρεται για την τήρηση των προσχημάτων.

Eάν όμως η κρατική ανομία δεν αποτελεί νέο φαινόμενο για την κοινωνία αυτή, δεν ισχύει το ίδιο και για τα στυγνά κρούσματα αυτοδικίας από την μεριά των πολιτών που για να σώσουν την περιουσία τους καταφεύγουν στον φόνο. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα κρούσματα αυτά τυχαίνουν της επιδοκιμασίας όχι μόνο του κρατικού μηχανισμού (δικαστήρια κ.λπ.) που ουσιαστικά αθωώνει τους εγκληματίες αλλά και μεγάλου τμήματος της «κοινωνίας των πολιτών», από καθηγητές πανεπιστημίου που βλέπουν μόνο τη νομικίστικη πλευρά του προβλήματος, μέχρι τις κοινότητες, από τις οποίες προέρχονται οι αδίστακτοι φονείς, που τους χειροκροτούν. Προφανώς για όλους αυτούς, η ανθρώπινη ζωή έχει αντικατασταθεί από την περιουσία ως απόλυτο αγαθό.

Δεν θ’ ασχοληθώ εδώ με τα αίτια της έκρηξης αυτής στην εγκληματικότητα, θέμα με το οποίο είχα ασχοληθεί στο παρελθόν.[1] Συνοπτικά, τα αίτια ανάγονται στην νεοφιλελεύθερη (ή, σωστότερα σήμερα, σοσιαλφιλελεύθερη) συναίνεση, η οποία έχει οδηγήσει σε πελώριο βάθαιμα της ανισότητας παντού και εξάπλωση της ανεργίας και χαμηλόμισθης απασχόλησης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την παράλληλη επέκταση του καταναλωτισμού στα βολεμένα στρώματα της κοινωνίας που, ανάλογα με τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας, φθάνουν από μια μικρή ελίτ σε μερικές χώρες του Νότου μέχρι τις κοινωνίες των «δύο τρίτων» στον Βορρά, αποτελούν τις γενικές αιτίες της έκρηξης της εγκληματικότητας, συμπεριλαμβανομένης και τη συναφούς με τα ναρκωτικά. Στη χώρα μας, πέρα από τις γενικές αιτίες έχουν προστεθεί και δυο ειδικότερες:  η σημαντική μετανάστευση εξαθλιωμένων Ανατολικοευρωπαίων, κυρίως Αλβανών, και η διάδοση, με τη κρίσιμη βοήθεια των ΜΜΕ, του Ελληνοορθόδου ρατσισμού. Όσον αφορά τους πρώτους, δεδομένου ότι η ελληνική κοινωνία δεν προσφέρει καμιά προστατευτική υποδομή, (το κράτος πρόνοιας είναι υποτυπώδες ακόμη και για τους γηγενείς), η προσφυγή σε κάθε είδος εγκληματικότητας αποτελεί ελκυστική λύση, ιδιαίτερα για όσους από αυτούς δεν είναι δυνατή ούτε η φτηνή απασχόληση. Όσον αφορά την Ελληνοορθοδοξία, που καλλιεργείται από τον Αρχιεπίσκοπο μέχρι κάποιους «αριστερούς»,[2] έχει ήδη οδηγήσει στην ευρεία διάδοση του μύθου του περιούσιου ελληνικού λαού με αναπόφευκτη συνέπεια την καλλιέργεια ρατσιστικών ενστίκτων που συμπληρώνουν την ημιμάθεια για τα κοινωνικά αίτια της ανεργίας, της φτώχειας και της εγκληματικότητας.

Εάν η παραπάνω ανάλυση είναι βάσιμη, προφανώς η έκρηξη της εγκληματικότητας έχει «συστημικές» αιτίες. Αναφέρεται δηλαδή στις ίδιες τις δομές της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς οι οποίες καθιερώνουν πελώρια ανισότητα και την καταναλωτική άνεση των μεν καθώς και την περιθωριοποίηση των δε. Πράγμα που σημαίνει ότι η μόνη μακροπρόθεσμη λύση περνά αναγκαστικά από τη ριζική αλλαγή των ίδιων αυτών των δομών, μέσω της δημιουργίας ενός μαζικού κινήματος που θα παλέψει για μια ριζική κοινωνική αλλαγή η οποία θα στοχεύει στην δημιουργία δομών ίσης κατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Το επείγον όμως ερώτημα είναι, αν δεχθούμε ότι η ανακοπή της εγκληματικότητας είναι αδύνατη στις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές δομές, πως μπορεί η κοινωνία μας να σταματήσει τουλάχιστον την κρατική ανομία και τα  ιδιωτικά λιντσαρίσματα. Το ερώτημα αυτό γίνεται ιδιαίτερα επιτακτικό για τη χώρα μας εφόσον είναι γνωστό ότι, μολονότι τόσο οι γενικές όσο και οι ειδικές αιτίες για την έκρηξη της εγκληματικότητας δεν αφορούν αποκλειστικά τη χώρα μας, εντούτοις, η κρατική ανομία και τα ιδιωτικά λιντσαρίσματα δύσκολα συναντιούνται σε άλλες δυτικο-Ευρωπαϊκές χώρες.

Στη Βρετανία, για παράδειγμα, οι διαρρήξεις μέσα σε 15 χρόνια αυξηθήκαν  160%[3] αλλά τα κρούσματα φόνων υπόπτων για διάρρηξη, κλοπές κ.λπ., από την αστυνομία ή τους πολίτες, είναι σχεδόν μηδαμινά. Και αυτό, διότι ούτε όλοι οι αστυνομικοί οπλοφορούν, παρά μόνο ειδικά τμήματα εκπαιδευμένων αστυνομικών, ούτε οι πολίτες έχουν δικαίωμα κατοχής όπλου, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η νομοθεσία μάλιστα για την κατοχή οπλών έγινε πολύ αυστηρότερη μετά από το μαζικό φόνο παιδιών στη Σκωτία από ψυχοπαθή και τη σχετική λαϊκή κινητοποίηση. Πέρα από αυτό, δεν υπάρχει κανένα οικονομικό κίνητρο για να συμπλακεί κανένας με ένα διαρρηκτή όταν γνωρίζει ότι η ασφάλεια του σπιτιού του θα καλύψει τελικά τη ζημιά. Νομίζω λοιπόν ότι είναι επιτακτική ανάγκη η πάλη για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων που θα μπορούσαν να σταματήσουν τον κατήφορο της ελληνικής κοινωνίας προς την πλήρη ζουγκλοποίηση της.

Η πρώτη κατηγορία μέτρων θα στόχευε στη στέρηση του οικονομικού κινήτρου από τους δολοφόνους διαρρηκτών. Δεδομένου ότι η ιδιωτική ασφάλιση στοχεύει στο κέρδος και κατά συνέπεια είναι δαπανηρή, θα μπορούσε να καθιερωθεί ένα νέο είδος κοινωνικής ασφάλισης που θα κάλυπτε τις ζημιές από διαρρήξεις, κλοπές κ.λπ. Η ασφάλιση αυτή θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για όλους (ώστε να μοιράζονται ευρύτερα οι ζημιές) και τα ασφάλιστρα θα μπορούσαν να καθορίζονται με βάση την καλυπτόμενη αξία του σπιτιού και της περιουσίας (όσο μεγαλύτερη η καλυπτόμενη  αξία τόσο υψηλοτέρα τα ασφάλιστρα). Για τα χαμηλά εισοδηματικά στρωματά τα ασφάλιστρα για την κάλυψη των στοιχειωδών μέσων για την επιβίωση θα μπορούσαν να καλύπτονται από το κοινωνικό σύνολο μέσω μιας προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος.

Η δεύτερη κατηγορία μέτρων θα στόχευε στη στέρηση του όπλου του εγκλήματος από τους υποψήφιους φονιάδες, ιδιώτες ή αστυνομικούς. Και όσον αφορά μεν τα σώματα ασφαλείας η λύση είναι εύκολη με την απαγόρευση της οπλοφορίας τους εκτός από ειδικά εκπαιδευμένα τμήματα που θα είχαν δικαίωμα χρήσης των όπλων τους κάτω από αυστηρά καθορισμένες προδιαγραφές (π.χ. σε μάχες με οπλοφορούσες συμμορίες κ.λπ.). Όσον αφορά τους πολίτες η κατάσχεση κάθε όπλου, συμπεριλαμβανομένων των κυνηγετικών, θα έδινε την ευκαιρία να σταματήσει και το βλακώδες σπορ του κυνηγιού που σήμερα δίνει το δικαίωμα στο ένα ζώο (που υποτίθεται είναι έλλογο) να σκοτώνει το άλλο για αναψυχή. Βέβαια εδώ γεννιέται το ερώτημα που έχει ιδιαίτερα απασχολήσει τους ελευθεριακούς θεωρητικούς, γιατί το κράτος να  έχει το μονοπώλιο της βίας. Όμως, παρόλο που, θεωρητικά, η θέση ότι πρέπει και οι πολίτες να μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους κατά της κρατικής βίας (όπως π.χ. έχει καθιερωθεί ιστορικά στις ΗΠΑ) είναι σωστή, στη πράξη, με την εξέλιξη της σημερινής οπλικής τεχνολογίας, η προστασία που παρέχουν π.χ. τα κυνηγετικά όπλα έναντι της σύγχρονης κρατικής τεχνολογίας του τρόμου είναι μηδαμινή. Δηλαδή, στη πράξη, το μονοπώλιο της βίας είναι κρατικό, ακόμη και όταν επιτρέπεται η κατοχή ελαφρών όπλων από ιδιώτες

Ο συνδυασμός των παραπάνω μέτρων θα περιόριζε τη δυνατότητα που έχουν σήμερα ρατσιστές, ψυχοπαθείς, ή απλώς άπληστα ή καθυστερημένα άτομα να βάζουν την περιουσία τους πάνω από την ανθρώπινη ζωή.

   


 

[1] Βλ. για αναδημοσίευση, Τ. Φωτόπουλος Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 5

[2] Βλ. π.χ. Άρδην, τ. 11, σελ. 14-15.

[3] The Guardian (30/1/96).