(Ελευθεροτυπία, 19 Δεκεμβρίου 1998)


Tο Iράκ και η εγκληματική Kεντροαριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Όταν τον περασμένο Φεβρουάριο η κεντροαριστερά πανηγύριζε για τη συμφωνία του γραμματέα του ΟΗΕ που απέτρεψε τους βομβαρδισμούς, η πρόβλεψη της στήλης αυτής ήταν ότι «με την τελευταία συμφωνία, οι έλεγχοι μπορεί να συνεχίζονται έπ’ άπειρον (σε συνδυασμό με την περιοδική χρήση βομβαρδισμών όποτε δυσανασχετεί το Iράκ) και, αντίστοιχα, το εξοντωτικό εμπάργκο. Σε στιγμές άλλωστε ειλικρίνειας, οι Δυτικοί έχουν ομολογήσει ότι είναι απίθανη η άρση του εμπάργκο όσο το σημερινό καθεστώς παραμένει στην εξουσία.»[1] Οι σημερινοί βομβαρδισμοί αποδεικνύουν ότι τίποτα δεν άλλαξε από τότε όσον αφορά τη στάση της Ιρακινής ελίτ η οποία, σε μια προσπάθεια να εκβιάσει την άρση του εξοντωτικού εμπάργκο, χρησιμοποιεί το μόνο όπλο που της έχει απομείνει: τη δημιουργία προσκομμάτων στο έργο της επιτροπής του ΟΗΕ, με την ελπίδα ότι η κρίση θα οδηγήσει σε πιέσεις για την άρση του.

Από τη μεριά όμως των δυτικών ελίτ παρά πολλά έχουν αλλάξει. Κατ’ αρχάς, η Αμερικανική ελίτ ομολογεί σήμερα ανοιχτά ότι βλέπει τους βομβαρδισμούς ως τμήμα μακρόχρονου στρατηγικού σχεδίου που έχει φανερό στόχο την ανατροπή του Ιρακινού καθεστώτος. Έτσι, το Κογκρέσο πρόσφατα πέρασε νόμο για την «απελευθέρωση» του Ιράκ και εξουσιοδότησε στρατιωτική βοήθεια ύψους 97 εκ. δολ. προς την Ιρακινή αντιπολίτευση. Δεδομένου ότι η Αμερικανική ελίτ ποτέ δεν υποστήριξε τη δημοκρατική αντιπολίτευση είναι προφανές ότι στόχος είναι η μέσω πραξικοπήματος αντικατάσταση του σημερινού καθεστώτος με άλλο φιλοδυτικό δικτατορικό καθεστώς, παρόμοιο με τα ημι-δικτατορικά καθεστώτα στον Κόλπο και αλλού που υποστηρίζει ανενδοίαστα η δύση.

Η δεύτερη βασική διάφορα είναι ότι το σημερινό αιματοκύλισμα του Ιρακινού λαού, το μεγαλύτερο μετά τον Πόλεμο, δεν γίνεται από τη συντηρητική δεξιά των ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ και των συντηρητικών στη Βρετανία , με τη συμφωνία των Κολ και κομπανία, αλλά από τα «προοδευτικά» παιδιά της γενιάς του «68», τη κεντροαριστερά των Κλίντον και Μπλερ, με τη συμφωνία του Σρεντερ, των άθλιων Γερμανών Πράσινων κ.λπ. Έτσι, οι διαφορές μεταξύ κατεστημένης Αριστεράς και δεξιάς, που έχουν καταργηθεί από καιρό στο οικονομικό επίπεδο στο πλαίσιο της σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεσης, καταργούνται τώρα και στο πολιτικό επίπεδο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η Γκάρντιαν, εκφράζοντας τις απόψεις της Βρετανικής κεντροαριστεράς, σε κύριο άρθρο της υποστήριξε τους βομβαρδισμούς, υπό τον όρο ότι θα δειχθεί αρκετή αποφασιστικότητα ώστε να επιτύχει ένα πραξικόπημα για την ανατροπή του Σανταμ.[2]

Η τρίτη σημαντική διάφορα είναι ότι η κεντροαριστερά είναι θρασύτερη και από τη συντηρητική δεξιά εφόσον δεν ενδιαφέρεται ούτε για την τήρηση των προσχημάτων. Ενώ η εκστρατεία του 1991 στηρίχθηκε σε απόφαση του ΟΗΕ (που λήφθηκε με τον γνωστό τρόπο της εξαπάτησης, οικονομικών εκβιασμών κ.λπ.),[3] η σημερινή εκστρατεία αποτελεί μονομερή, ουσιαστικά, ενέργεια χωρίς καν ενημέρωση του Συμβουλίου Ασφάλειας, όπου το βέτο άλλων δυνάμεων μπορεί ν’ ακύρωνε την επιχείρηση. Έτσι, ένας αποδεδειγμένα απατεώνας επαγγελματίας πολιτικός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο να σώσει το πολιτικό τομάρι του (Κλίντον) σε συνεργασία με ένα εξίσου απατεώνα της σοσιαλδημοκρατίας (Μπλερ) δεν διστάζουν να προχωρήσουν στο αιματοκύλισμα ενός λαού που, σύμφωνα με το Πεντάγωνο, μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο 10.000 Ιρακινών. Και αυτό, για να μας σώσουν από ένα δικτατορικό καθεστώς που απειλεί τη περιοχή με εισβολές σαν αυτή του Κουβέιτ και σκοτώνει τον ίδιο τον λαό του (Κούρδοι) ―γεγονός για το οποίο οι δυτικοί δεν έβγαλαν άχνα, διότι τότε ο Σανταμ ήταν το «δικό τους παιδί».[4] Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το επιχείρημα αυτό υποστηρίζεται ξεδιάντροπα τη στιγμή που ένα φιλικό τους καθεστώς (Ινδονησία) έχει επίσης κάνει εισβολή (Τιμόρ), σε κατάφωρη παραβίαση του Χάρτη του ΟΗΕ και των αποφάσεων του, και έχει προβεί σε γενοκτονία (σκοτώνοντας ένα τρίτο του πληθυσμού του), πράγμα, βέβαια που δεν έχει καμία σύγκριση με τα εγκλήματα του Ιρακινού καθεστώτος. Το ίδιο καθεστώς, πριν μερικούς μήνες, δολοφονούσε στους δρόμους της Ινδονησίας τον λαό του, χωρίς καμία διαμαρτυρία από την κεντροαριστερά.

Σε ένα όργιο ψευδολογιών και διαστρεβλώσεων η κεντροαριστερά των Κλίντον-Μπλερ ισχυρίζεται ότι οι βομβαρδισμοί ήταν αναγκαίοι διότι, πρώτον, το Ιράκ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής . Όπως, όμως παρατηρεί καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κεντ, στη διάρκεια του πόλεμου στον Κόλπο υποστηριζόταν αντίστοιχα ότι το Ιράκ ήταν στο κατώφλι των πυρηνικών δυνάμεων, για να αποδειχθεί το 1995 από την Επιτροπή Έρευνας του ΟΗΕ (στο περιοδικό Scientific American) ότι το Ιράκ απέχει τουλάχιστον 10 χρόνια από την κατασκευή ατομικής βόμβας. Τώρα μας λένε, υποστηρίζει ο ίδιος, ότι το Ιράκ έχει τρομερές ικανότητες παραγωγής μικροβιολογικών όπλων, γεγονός όμως που δεν επιβεβαίωσε καμία από τις εκθέσεις του ΟΗΕ[5]. Όλα αυτά δε λέγονται όταν το γειτονικό Ισραήλ διαθέτει ακόμη και πυρηνικά όπλα, ενώ οι ίδιες οι ΗΠΑ, όχι μόνο διαθέτουν την μεγαλύτερη ποσότητα παρομοίων όπλων, αλλά και τα χρησιμοποίησαν στον πόλεμο του Βιετνάμ, τόσο κατά των Βιετναμέζων (ακόμη πεθαίνουν από τις συνέπειες) όσο και κατά των ίδιων των Αμερικανών λιποτακτών στρατιωτών, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα.[6] Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν επικυρώσει το πρωτόκολλο της Γενεύης που απαγορεύει τη χρήση χημικών όπλων! Είναι δε το θράσος της κεντροαριστεράς ακόμη μεγαλύτερο όταν αναλογιστεί κανείς ότι στον πόλεμο του Κόλπου χρησιμοποιήθηκαν οβίδες με γόμωση από ουράνιο και, σαν συνέπεια, σε μερικές από τις περιοχές αυτές ―σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ― υπάρχει επιδημία καρκίνου, με τα κρούσματα να έχουν εξαπλασιαστεί μεταξύ 1989 και 1994.[7]

Δεύτερον, διότι το Ιράκ απειλεί την ειρήνη της περιοχής και την ασφάλεια του κόσμου. Το ερώτημα εδώ είναι πως ακριβώς απειλείται η ειρήνη του κόσμου όταν ακόμη και πριν την καταστροφή του στον Πόλεμο ο Ιρακινός Στρατός δεν κατάφερε να προξενήσει σχεδόν καμία ζημία στην δυτική αρμάδα, της οποίας οι περισσότερες απώλειες προκλήθηκαν από τα δικά τους πυρά!

Τρίτον, διότι έτσι θα μειωθεί δραστικά η ικανότητα του Ιράκ να απειλεί με τα όπλα αυτά την ειρήνη. Και αυτό υποστηρίζεται σοβαρά τη στιγμή που ο μεγαλύτερος βομβαρδισμός μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το 1991, όπου 4000 αεροπλάνα βομβάρδιζαν καθημερινά επί ένα μήνα το Ιράκ, δεν επέτυχε τον στόχο αυτό. Ενώ, αντίστροφα, η ειρηνική συνεργασία του Ιράκ με την Επιτροπή Ελέγχου του ΟΗΕ έχει ήδη καταστρέψει 40.000 χημικά, 700 τόνους χημικές ουσίες, 48 πύραυλους, ένα εργοστάσιο παραγωγής άνθρακα κλπ.[8]

Έτσι, οι εγκληματικοί βομβαρδισμοί έρχονται να συμπληρώσουν την εγκληματική αναλγησία της κεντροαριστεράς σε σχέση με το εμπάργκο κατά του Ιρακινού λαού. Ένα εμπάργκο που έχει συνέπεια ότι μια χώρα που το 1979 είχε κατά κεφαλή εισόδημα ίσο περίπου με το σημερινό Ελληνικό, κατάντησε το 1994 , μετά από τρία μόλις χρόνια εμπάργκο, να είναι 15% του Ελληνικου.[9] Συνακόλουθα, ο μέσος όρος ζωής ενός Ιρακινού μειώθηκε από 63 χρόνια το 1990 σε 57 το 1994, ο δε δείκτης παιδικής θνησιμότητας, που είχε πέσει από 139 για κάθε 1000 γεννήσεις το 1960 σε 65 το 1990, εκτινάχθηκε, σαν αποτέλεσμα του εγκληματικού εμπάργκο, στο 146 το 1994.[10] Η θρασύτατη κεντροαριστερή κυβέρνηση του Μπλερ ισχυρίζεται ότι γι’ αυτό είναι υπεύθυνο το Ιρακινό καθεστώς που σπαταλά τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου σε παλάτια κ.λπ. Και αυτό, όταν οι ίδιοι προβάλλουν κάθε εμπόδιο για την εισαγωγή φάρμακων, βαμβακιού, ασθενοφόρων, ακόμη και μολυβιών διότι μπορεί να έχουν και στρατιωτική χρήση[11].

Η κεντροαριστερά και οι Πράσινοι σύμμαχοι της αποκάλυψαν το πραγματικό πρόσωπο τους…

 


 

[1] Τ.Φ. ‘Ε’ (28/2/1998)

[2] The Guardian (17/12/1998).

[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος στον Κόλπο (Εξάντας, 1991).

[4] Ν. Τσόμσκι, The Observer (22/2/1998).

[5] D A Turner, The Guardian (7/2/1998).

[6] Time και CNN (31/5/1998).

[7] The Guardian (22/6/1998).

[8] Hugo Young (17/12/1998).

[9] UN, Human Development Report 1997, Πιν. 6

[10] WB, World Development Report 1992, Πιν. 28 & World Development Report 1997, Πιν. 8.

[11] J. Borger, The Guardian (3/3/1998).