(Ελευθεροτυπία, 14 Φεβρουαρίου 1998)
Ελλάδα-Τουρκία: Εξάρτηση, ανάπτυξη και πολεμολόγοι
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Τελευταία, αναζωπυρώθηκε η παλιά διαμάχη για τον χαρακτήρα της κοινωνικοοικονομικής μας δομής και τη θέση της χώρας μας στην παγκόσμια οικονομία. Το ενδιαφέρον στοιχείο στη σημερινή συζήτηση είναι η πλήρης αντιστροφή των ρόλων, σημάδι και αυτό της γενικής σύγχυσης των καιρών μας. Έτσι, τη παλιότερη θέση της Αριστεράς για τον εξαρτημένο χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας υιοθετούν σήμερα τα εθνικιστικά τμήματα της δεξιάς και του ΠΑΣΟΚ, μαζί με τους ανανήψαντες νεο-ορθόδοξους και υπερ-πατριώτες τέως αριστερούς. Σύμφωνα μάλιστα με γνωστό πολεμολόγο,[1] η Ελλάδα βαθμιαία μετατρέπεται σε δορυφόρο τής (ανεξήγητα μη εξαρτημένης) Τουρκίας! Αντίστοιχα, η δογματική Μαρξιστική αριστερά υποστηρίζει σήμερα την θέση ότι η Ελλάδα δεν είναι πια εξαρτημένη χώρα αλλά αντίθετα ανήκει στον...αναπτυγμένο καπιταλισμό με αναπτυγμένα μάλιστα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά.[2] Αλλά ας δούμε λεπτομερέστερα, όσο το επιτρέπει ο χώρος, την διαμάχη αυτή που δεν έχει φυσικά απλώς θεωρητική σημασία αφού αφορά, τουλάχιστον σύμφωνα με τους εθνικιστές, το ίδιο το ελληνικό έθνος που υποτίθεται συρρικνώνεται συνεχώς.
Σύμφωνα με την πρώτη αντίληψη, η Ελλάδα υφίσταται συνεχή γεωπολιτική συρρίκνωση η οποία εκδηλώνεται ως εδαφική συρρίκνωση απέναντι στην επεκτατική Τουρκική γεωπολιτική εκδίπλωση (θ’ ασχοληθώ σε επόμενο άρθρο με τον Μεγαλοιδεατισμό πίσω από την «συρρίκνωση» αυτή και τη συνακόλουθη πολεμολογία) αλλά και ως οικονομική συρρίκνωση η οποία μάλιστα εξηγεί και την στρατιωτική συρρίκνωση (εξοπλισμοί) της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Έτσι, ο Τουρκικός επεκτατισμός ανάγεται στις «αχαλίνωτες στοιχειακές δυνάμεις που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς την επέκταση»,[3] με πρώτη και καλύτερη την πληθυσμιακή έκρηξη της γείτονας έναντι της δημογραφικής απίσχνασης της Ελλάδος. Όμως, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι η σύνδεση του επεκτατισμού με την πληθυσμιακή επέκταση ανάγεται σε θεωρίες περασμένων αιώνων, από τις οποίες όμως φαίνεται ότι ακόμα εμπνέονται εγχώριοι πολεμολόγοι, τα δημογραφικά στοιχεία από μόνα τους δεν σημαίνουν τίποτα. Και αυτό, διότι η λογική πίσω από την θέση αυτή του επεκτατισμού είναι ότι ο ραγδαία αυξανόμενος πληθυσμός δεν έχει πια «ζωτικό χώρο» ν’ αναπτυχθεί. Αυτό όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάζεται πάντα ο πληθυσμός μιας χώρας σε σχέση με την εδαφική έκταση της. Και εδώ τα στοιχεία, που φρονίμως αποσιωπά η αντίληψη αυτή, είναι ενδεικτικά: η Τουρκία δεν είναι πιο πυκνοκατοικημένη από την Ελλάδα! Έτσι, το 1994, ο πληθυσμός ανά τετραγ. χιλ. στην Ελλάδα ήταν 79 έναντι 77,6 στην Τουρκία,[4] ενώ ακόμη και με τα μόλις ανακοινωθέντα αποτελέσματα της τελευταίας Τουρκικής γενικής απογράφης η πυκνοκατοίκηση στις δυο χώρες είναι περίπου ίδια.
Όμως, οι ίδιοι πολεμολόγοι ισχυρίζονται ότι η δημογραφική έκρηξη έχει και οικονομικές συνέπειες: «η πληθυσμιακή πίεση συντείνει στο take off της εκβιομηχάνισης και της οικονομικής ανάπτυξης γενικότερα».[5] Αλλά, ακόμη και εάν υπήρχε κάποια σχέση (όχι αναγκαστικά αιτιώδης) μεταξύ ανάπτυξης και πληθυσμιακής πίεσης τον 19ο αιώνα, στη διάρκεια της εκβιομηχάνισης του σημερινού κλαμπ των αναπτυγμένων χωρών, σίγουρα δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σήμερα όσον αφορά τις «αναπτυσσόμενες» χώρες. Ειδ’ άλλως η Ινδία, για παράδειγμα, θα έπρεπε ήδη να είναι ανάμεσα στις πρώτες βιομηχανικές χώρες του κόσμου! Και φυσικά η θέση αυτή δεν έχει σχέση με την Ελλάδα και την Τουρκία. Διότι όταν μιλούμε για εκβιομηχάνιση εννοούμε βασικά την μεταποιητική παραγωγή. Και το ποσοστό του μεταποιητικού προϊόντος στο συνολικό είναι το ίδιο για τις δυο χώρες (21% to 1995)![6] Αλλά και αν συγκρίνουμε τα στοιχεία της βιομηχανίας εν ευρεία έννοια οι ισχυρισμοί αυτοί δείχνονται εύκολα ως αβάσιμοι. Η αναλογία του βιομηχανικού προϊόντος στο Α.Ε.Π. της Ελλάδας, παρά την σημαντική πτώση της σε σχέση με την Τουρκία από το 1980 και μετά, είναι ακόμη και σήμερα υψηλότερη από την Τουρκική (36% έναντι 31%)[7] και το ίδιο ισχύει για την αναλογία της βιομηχανικής απασχόλησης (24% έναντι 22%).[8] Η σχετική μάλιστα βελτίωση της Τουρκικής βιομηχανικής θέσης τα τελευταία χρόνια δεν οφείλεται σε κανένα Τούρκικο take off, ή έστω την ταχεία Τουρκική βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά στην πολύ ταχύτερη αποβιομηχάνιση της Ελλάδος μετά την ένταξη της στην Ε.Ο.Κ. Όμως, η ιδία τύχη αναμένει την γείτονα όσο αυξάνει η οικονομική εξάρτηση της από την Ε.Ε., όπως φανερώνει άλλωστε το γεγονός ότι μετά την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε. το εμπορικό ισοζύγιο της επιδεινώνεται αλματωδώς, ακριβώς όπως συνέβη και στην Ελλάδα μετά την ένταξη. Εδώ όμως θα έπρεπε να σημειωθεί ότι οι αυξημένες εξαγωγές της Τουρκίας σε σχέση με τις ελληνικές δεν ευνοούν, από μόνες τους, τους εξοπλισμούς της γείτονος, όπως ισχυρίζονται οι πολεμολόγοι. Εκείνο που έχει σημασία είναι η σχέση των εξαγωγών προς τις εισαγωγές η οποία απεικονίζεται στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών. Και το ισοζύγιο αυτό ήταν και είναι ελλειμματικό και για τις δυο χώρες, τόσο το 1980 όσο και το 1995.[9] Τέλος, δεν γνωρίζουμε από που αντλούν τα στοιχεία τους οι πολεμολόγοι (αφού δεν παραθέτουν τις πηγές τους), αλλά δεν είναι αληθές ότι το 1980 το ελληνικό ΑΕΠ ήταν το 80% του Τουρκικού ενώ το 1995 είχε πέσει στο 40%.[10] Στη πραγματικότητα, σύμφωνα με την Διεθνή Τράπεζα, το ελληνικό Α.Ε.Π. ήταν 58% του Τουρκικού το 1980 και 55% το 1995.[11] Παρά το γεγονός δηλαδή ότι η Τουρκία έχει εξαπλάσιο πληθυσμό από τον Ελληνικό, η διαφορά στο εθνικό εισόδημα δεν είναι ούτε διπλάσια. Γι’ αυτό και οι πολεμολόγοι, ο οποίοι συνήθως είναι λαλίστατοι για την σημασία της πληθυσμιακής ασυμμετρίας, εδώ την «ξεχνούν». Διότι, βέβαια, η οικονομική «συρρίκνωση» της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας γίνεται ανέκδοτο όταν συγκρίνουμε το κατά κεφαλή εισόδημα. Το Ελληνικό κατά κεφαλή εισόδημα είναι σήμερα τριπλάσιο από το Τουρκικό και, ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της περασμένης δεκαετίας στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχιστούν οι ίδιοι στο διηνεκές, υπολογίσαμε ότι θα χρειαστούν 120 χρόνια για να φθάσει το Τουρκικό κατά κεφαλή ΑΕΠ το αντίστοιχο Ελληνικό!
Εάν λοιπόν η γεωπολιτική συρρίκνωση της Ελλάδας σε σχέση με την Τουρκία, όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, στηρίζεται σε στοιχεία σαν τα παραπάνω (και σε άλλα που επιμελώς αποσιωπούνται από τους πολεμολόγους, όπως η μαζική φτώχεια, ο υπερπληθωρισμός, το εξωτερικό χρέος που σε σχέση με το Α.Ε.Π. είναι σημαντικά ψηλότερο ακόμη και από το τεράστιο ελληνικό) τότε γίνεται φανερό ότι η ελληνική οικονομική συρρίκνωση απέναντι της Τουρκίας αποτελεί μύθο για να στηρίξει την θεωρία του επεκτατισμού. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η Τουρκική ελίτ σήμερα δεν έχει πράγματι επεκτατικές βλέψεις, εάν με αυτό εννοήσουμε όμως όχι την επιθυμία κατάκτησης εδαφών, όπως υποθέτουν οι σπέρνοντες τον πανικό πολεμολόγοι, αλλά διαμοιρασμού του εναέριου και θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο.
Το γεγονός όμως ότι η Ελλάδα, λόγω των οικονομικών χαρακτηριστικών που ανάφερα, κατατάσσεται σε παραπάνω σκαλί στην ιεραρχία των χωρών της ημι-περιφέρειας σε σχέση με την Τουρκία δεν σημαίνει, όπως ισχυρίζεται η δογματική Μαρξιστική άποψη, ότι σήμερα ανήκει στο κλαμπ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Όπως έχω αναπτύξει παλαιότερα[12] για ιστορικούς λόγους, που έχουν σχέση με τον ενδογενή τρόπο ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς στις χώρες του κλαμπ σε σχέση με τον αντίστοιχο εξωγενή τρόπο στις υπόλοιπες χώρες, έχει δημιουργηθεί ένα πολυσύνθετο ιστορικό προβάδισμα υπέρ των πρώτων που μέχρι σήμερα καμιά χώρα δεν έχει σπάσει (τελευταίο αρνητικό παράδειγμα τα υποτιθέμενα Ασιατικά θαύματα).[13] Η παραπάνω άποψη όμως, στηριζόμενη σε κριτήρια που διατύπωσε η μαρξιστική θεωρία 70-130 χρόνια πριν, αγνοεί το θεμελιακό γεγονός ότι η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ουσιαστικά αχρηστεύει τα Μαρξιστικά κριτήρια. Και αυτό, διότι με βάση τα κριτήρια αυτά, όλες οι χώρες της ημι-περιφέρειας και αρκετές της περιφέρειας, δηλαδή από την Βουλγαρία μέχρι την Αρμενία και από την Χιλή μέχρι την Αργεντινή, θα μπορούσαν σήμερα να καταταχθούν στην κατηγορία των χωρών του αναπτυγμένου καπιταλισμού! Η διάκριση επομένως μεταξύ διαφόρων βαθμών εξάρτησης και αλληλεξάρτησης είναι και θα παραμένει επίκαιρη όσο υπάρχει οικονομία της αγοράς που αναπόφευκτα, ως σύστημα, συνεπάγεται θεμελιακές ανισότητες, μόνιμες και όχι παροδικές, μεταξύ ατόμων, περιφερειών και χωρών. Και, επομένως, αντίστοιχες διακρίσεις μεταξύ πρώτης, δεύτερης και τρίτης «θέσης», στο ατομικό, το κοινωνικό ή το οικονομικό επίπεδο.
[1] Π. Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου (Θεμέλιο, 1997).
[2] Βλ. άρθρα Β. Μηνακάκη και Κ. Χαριτάκη στο Πριν (1/2/98).
[3] Κονδύλης, σ. 386.
[4] OECD in Figures, 1996, σ. 6-7.
[5] Κονδύλης, σ. 388.
[6] World Bank, World Development Report 1997, Πιν. 12.
[7] ibid.
[8] OECD, σ. 30-1.
[9] WDR, πιν. 16.
[10] Π. Κονδυλης, σ. 399.
[11] WDR, πιν. 12.
[12] Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη ανάπτυξη, η Ελληνική περίπτωση (Εξάντας 1985 & 1987), κεφ. 1.