(Ελευθεροτυπία, 9 Μαΐου 1998)


Μύθοι για τα οφέλη του ευρώ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Με την ευκαιρία της γέννησης του Ευρώ την περασμένη εβδομάδα, τα Μ.Μ.Ε. και η ελίτ μας γενικότερα επιδόθηκαν σε μια άνευ προηγουμένου πλύση εγκέφαλου για τα μεγάλα οφέλη που μας περιμένουν από την ποθητή ένταξη μας στο Ευρώ. Όμως, ποια είναι τα οφέλη αυτά και τι σχέση έχουν με την πραγματικότητα; Δεν θ’ ασχοληθώ εδώ με τα υποτιθέμενα πολιτικά οφέλη  εφόσον η… αποφασιστικότητα των εταίρων μας να προστατεύσουν τα σύνορα μας από τις απειλές της Τούρκικης ελίτ έχει ήδη γίνει φανερή. Εντούτοις, ήταν κυρίως τα πολιτικά οφέλη από την ένταξη μας στην Ε.Ο.Κ. για τα οποία ένας αριβίστας επαγγελματίας πολιτικός (Καραμανλής) που χρησιμοποίησε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να αναρριχηθεί στην εξουσία (Παλάτι, Η.Π.Α.) και να παραμείνει σε αυτή (εκλογές βίας και νοθείας) αναγορεύεται σήμερα σε…εθνάρχη! Διότι βέβαια όσον αφορά τα οικονομικά οφέλη, με δεδομένη την αποδιάρθρωση της ήδη στρεβλής παραγωγικής δομής της χώρας μας που έφερε η ένταξη μας στην Ε.Ο.Κ. (αποβιομηχάνιση, μαρασμός του αγροτικού τομέα κ.λπ.), το μόνο «κατόρθωμα» του Καραμανλή ήταν ότι επιτάχυνε την αποδιάρθρωση αυτή, εφόσον μετά 15-20 χρόνια θα μπαίναμε σ’ αυτήν έτσι κι αλλιώς. 

Ας δούμε λοιπόν τα υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη από το Ευρώ. Το άμεσο όφελος είναι η μείωση του κόστους συναλλαγών από τη χρήση ενός μόνο νομίσματος αντί της σημερινής πλειάδας νομισμάτων. Πόσο είναι αυτό το όφελος; Ακόμη και με τους υπολογισμούς της Κομισιόν  μόλις 30 δις δολ. τον χρόνο, δηλαδή ούτε καν ένα τοις εκατό του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ![1] Τα έμμεσα και σημαντικότερα οφέλη για τη χώρα μας τα αποκαλύπτει ο πρόεδρος του Συμβ. Εμπειρογνωμόνων,[2] σύμφωνα με τον οποίο, η υιοθέτηση του Ευρώ σημαίνει μεγαλύτερη ανάπτυξη και, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, περισσότερες δουλειές. Και αυτό, διότι η ένταξη μας στον μηχανισμό ισοτιμιών και αργότερα στο Ευρώ σημαίνουν νομισματική και συναλλαγματική σταθερότητα, αλλά και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας που θα προέλθει από τη μείωση της διαφοράς επιτοκίων με τους εταίρους μας, την αύξηση παραγωγικότητας από τις διαρθρωτικές μεταβολές που ήδη επιχειρεί η κυβέρνηση και  τη συνέχιση των μεταβιβάσεων από τα κοινοτικά ταμεία για τα έργα υποδομής. Φυσικά η επιχειρηματολογία αυτή των οικονομικών «εμπειρογνωμόνων» θεμελιώνεται σε κάποια θεωρία. Και αυτή δεν είναι άλλη από την νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι η μείωση του πληθωρισμού οδηγεί αυτόματα σε περισσότερη ανάπτυξη και απασχόληση, πράγμα που δεν επιβεβαιώνει καμία εμπειρική έρευνα. Ακόμη, όταν οι «εμπειρογνώμονες» μιλούν για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του χρηματοοικονομικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι φανερό τι έννουν. Διότι η μείωση του κόστους εργασίας μπορεί να επιτευχθεί με τρεις βασικά τρόπους. Είτε μέσω επενδύσεων σε νέους εξοπλισμούς και τεχνολογίες, είτε μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, είτε τέλος μέσω της συμπίεσης του κόστους με τις απολύσεις εργαζόμενων, τις πολιτικές λιτότητας κ.λπ. Δεδομένου ότι ο πρώτος τρόπος είναι απίθανος, εφόσον οι παραγωγικές επενδύσεις στη μεταποίηση (και όχι απλώς στην υποδομή) δεν ξεπέρασαν ποτέ σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο το 15%-17%, ο δε δεύτερος τρόπος θα είναι αδύνατος στην Ο.Ν.Ε., είναι σαφές ποιος θα πληρώσει την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας όταν υιοθετήσουμε το Ευρώ.

Ένας άλλος μύθος για το Ευρώ, αυτή τη φορά «αριστερής» προέλευσης, είναι ότι η Ο.Ν.Ε. και το Ευρώ παρέχουν μεγαλύτερη δυνατότητα στους σοσιαλφιλελεύθερους να κτυπήσουν τις συνέπειες της διεθνοποίησης. Θεωρητικά, βέβαια το επιχείρημα είναι αβάσιμο διότι ο σκοπός της Ο.Ν.Ε. είναι ακριβώς ν’ αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε., μέσω της μείωσης η εξαφάνισης του κοινωνικού μισθού, της ελαστικότητας εργασίας κ.λπ. Πρακτικά, αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι η σκοτεινή οργάνωση στρογγυλής τραπέζης των Ευρωπαίων βιομηχάνων ήταν πάντα η κινητήρια δύναμη πίσω από την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, πιέζοντας για την ενιαία αγορά, για περικοπές στο κράτος πρόνοιας κ.λπ. Όπως παρατηρεί ο Larry Elliott «μόλις το Ευρώ θα έχει στηθεί, η επόμενη φάση θα είναι να καταργηθούν οι «αναποτελεσματικότητες» στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, μέσω κάποιας  δραστικής απορύθμισης που θα εισαχθεί από τις Η.Π.Α.»[3] Πέρα όμως από αυτό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Ο.Ν.Ε. και το Ευρώ θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του ήδη ξεδοντιασμένου κράτους πρόνοιας. Όπως τονίζει ο καθηγητής στο LSE D. Piachaud,[4] το «Σύμφωνο Σταθερότητας», που θα περιορίζει τις δημοσιονομικές πολιτικές, θα δημιουργήσει πίεση για σύγκλιση των συστημάτων φορολογίας, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών συντελεστών. Αυτό, με τη σειρά του, θα οδηγήσει σε πίεση για την εναρμόνιση της κοινωνικής προστασίας, δεδομένου ότι καμία χώρα δεν θα μπορεί να παρέχει ψηλότερα κοινωνικά επιδόματα, εάν δεν μπορεί να έχει ψηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Περιττό να λεχθεί ότι η εναρμόνιση αυτή θα τείνει στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή που θα είναι ανταγωνιστικός με αυτόν της Η.Π.Α. και του Ασιατικού μπλοκ, περιοχές που δεν φημίζονται για την κοινωνική τους πρόνοια.

Όμως, η απώλεια του εθνικού νομίσματος δεν σημαίνει απλώς την απώλεια ενός βασικού τρόπου που επανειλημμένα χρησιμοποίησε η οικονομική ελίτ μας για την τεχνητή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας (υποτίμηση). Όπως παρατηρεί ο καθηγητής στο Κέιμπριτζ W. Godley,[5] η απώλεια εθνικού νομίσματος, πέρα από την απώλεια νομισματικού έλεγχου, σημαίνει επίσης ότι μια κυβέρνηση δεν θα μπορεί πια να στραφεί στη κεντρική της τράπεζα για να χρηματοδοτήσει έκτακτες δαπάνες (π.χ. απότομη αύξηση της ανεργίας) αλλά θα πρέπει να καταφύγει στον δανεισμό στην ανοικτή αγορά, σε ανταγωνισμό με ιδιωτικές επιχειρήσεις ―πράγμα πολύ δαπανηρό αν όχι αδύνατο.

Αλλά ας έλθουμε τώρα στις γενικότερες οικονομικές συνέπειες του Ευρώ, ιδιαίτερα για χώρες σαν την Ελλάδα. Το θεμελιακό πρόβλημα με το Ευρώ δεν είναι, όπως ισχυρίζονται σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι,[6] ότι με τον τρόπο που κτίζεται η Ο.Ν.Ε. θα φέρει αποσταθεροποίηση. Η αποσταθεροποίηση είναι απλώς πιθανή, ιδιαίτερα εάν οι σοσιαλφιλελεύθεροι αποτύχουν στον αγώνα τους να ελαστικοποιήσουν την αγορά εργασίας κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Εκείνο όμως που είναι όχι απλώς πιθανό αλλά βέβαιο είναι ότι, ακόμη και αν το Ευρώ δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της Ε.Ε., δεν θα ωφεληθούν όλοι, όπως αφήνεται να εννοηθεί, αλλά, σε περιφερειακό επίπεδο, οι πλούσιες περιοχές και, σε ταξικό επίπεδο, τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Ενδεικτικά, πρόσφατη έρευνα καθηγητών στο Παν. Κέιμπριτζ έδειξε ότι οι περιφέρειες της Ε.Ε. που είναι οι πιο αδύνατες οικονομικά και χαρακτηρίζονται από την μεγαλύτερη ανεργία (οι περισσότερες περιοχές ανήκουν στον μεσογειακό Νότο) είναι ακριβώς οι περιοχές που θα δουν τη μεγαλύτερη αύξηση στην μακροπρόθεσμη ανεργία.[7] Το γεγονός άλλωστε ότι τα επιτόκια θα καθορίζονται από την κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, σε μια ένωση ανομοιογενών χωρών όπου το κέντρο βάρους θα είναι στον Βορρά, σημαίνει ότι τα επιτόκια αυτά, αναπόφευκτα, θα εκφράζουν τις συνθήκες του Βορρά και όχι του Νότου. Για παράδειγμα, ένα μπουμ στη Γερμανία θα ωθεί την Τράπεζα να υψώνει τα επιτόκια τη στιγμή που η Ελλάδα μπορεί την ίδια στιγμή να υποφέρει από ύφεση! Ο μύθος όμως ότι το Ευρώ θα μειώσει τις διαφορές μεταξύ περιοχών δέχεται τη χαριστική βολή από το παράδειγμα της ενοποίησης της Γερμανίας. Μολονότι η Δυτική Γερμανία δαπάνησε περίπου 4% του Α.Π.Ε. της για να επιτύχει η ενοποίηση (ποσό ασύγκριτα μεγαλύτερο από αυτό που διαθέτουν σχετικά τα Κοινοτικά ταμεία), η μείωση των οικονομικών διαφορών μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής έχει μετατεθεί για τον 21ο αιώνα, ενώ η ανεργία συνεχίζει να φουντώνει.

Το συμπέρασμα είναι ότι αποτελεί μύθο το ιδεολόγημα της ελίτ ότι για να επιβιώσει μία χώρα στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς πρέπει ν’ ανήκει σε κάποιο μπλοκ και ότι μόνο αν αφήνει όσο πιο ελεύθερη γίνεται την κίνηση κεφαλαίου ανταμείβεται. Για παράδειγμα, η ένταξη του Μεξικού στη NAFTA κάθε άλλο παρά μείωσε την μαζική αθλιότητα και φτώχεια. Και η Ελλάδα, με την ένταξη της στην Ο.Ν.Ε. και το Ευρώ, έχει όλες τις προϋποθέσεις να καταλήξει να είναι το Μεξικό της Ε.Ε…


 

[1] Για την ακρίβεια 0,33%, The Observer (3/5/98). 

[2] The Economist Intelligence Unit/Οικονομικός, Ειδική έκδοση «Θα επιτύχει το Ευρώ;» (Απρίλης 98).

[3] The Guardian (23/3/98).

[4] The Guardian (4/2/98).

[5] The Observer (31/8/97).

[6] Κ. Βεργόπουλος, Κυριακάτικη «Ε» (12/4/98).

[7] R. Martin, P. Tyler, M. Baddeley, The Observer (16/11/97).