(Ελευθεροτυπία, 20 Ιουνίου 1998)

Ο «εκσυγχρονισμός» των κλομπ και το δικαίωμα στην εργασία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πριν από τρία χρόνια, σε άρθρο με τίτλο «Χθες οι μισθωτοί, σήμερα οι αγρότες, αύριο οι άvεργoι»  και με αφορμή την εξέγερση των αγροτών,[1] η στήλη αυτή  «προφήτευε» τα σημερινά γεγονότα. Δηλαδή, την σαλαμοποίηση του κινήματος των θυμάτων του «εκσυγχρονισμού» και την προσφυγή στην ωμή κρατική βία για την κατάπνιξη του. Τόσο στη περίπτωση των μισθωτών, των εργατών και των αγροτών χθες, όσο και στη περίπτωση των άνεργων πτυχιούχων σήμερα (η των υποψήφιων άνεργων από τις ιδιωτικοποιήσεις) η τακτική είναι η ίδια. Όταν τα συνδικαλιστικά όργανα που ελέγχονται από κομματικούς μπράβους των κομμάτων εξουσίας (που στη συνέχεια της καριέρας τους συνήθως αμείβονται και με βουλευτική έδρα) αποτύχουν στον έλεγχο των αντιστάσεων, τότε επιστρατεύονται τα δικαστήρια για να κηρύξουν κάθε αντίσταση ως παράνομη. Στη συνέχεια είναι η σειρά της αστυνομικής βίας για να επιβληθεί ο «Νόμος και η Τάξη». Παράλληλα, οι βολεμένοι πολιτικοί και ιδεολογικοί κομισάριοι μιλούν για «παραβίαση της δημοκρατίας» και προστασία του δικαιώματος των απεργοσπαστών να σπάζουν τον συλλογικό αγώνα ανθρώπων που το φάσμα της ανεργίας τους σπρώχνει στην απόγνωση.

Έτσι, το  ερώτημα «Ποιος κυβερνά τον τόπο;», που χρησιμοποίησε η Θάτσερ για να συντρίψει την απεργία των ανθρακωρύχων και συνακόλουθα ολόκληρο το Βρετανικό εργατικό κίνημα, γίνεται σήμερα στη χώρα μας σημαία και των αδίστακτων διαχειριστών της εξουσίας, οι οποίοι παριστάνουν τους «σοσιαλιστές» για να γεύονται τα αγαθά της εξουσίας σε βάρος της πλειοψηφίας του λαού που υφίσταται τις συνέπειες του «εκσυγχρονισμού» τους. Διότι βέβαια οι αγρότες και εργάτες χθες και οι τραπεζοϋπάλληλοι και αδιόριστοι εκπαιδευτικοί σήμερα απλώς υποστηρίζουν το δικαίωμα στην εργασία που οι βολεμένοι «εκσυχρονιστές» αρνούνται με τη χρήση της κρατικής βίας. Φυσικά, οι «εκσυγχρονιστές», από τη μεριά τους, έχουν δίκιο ότι στην οικονομία της αγοράς το να δαπανήσει κάποιος/α χρόνο, κόπο και τις οικονομίες του/της για να μπορέσει να σπουδάσει  δεν σημαίνει ότι αποκτά και δικαίωμα εργασίας. Όχι βέβαια διότι δεν είναι ικανός/ή, εφόσον η ικανότητα  έχει ήδη, κατά τεκμήριο, κριθεί από το πτυχίο, αλλά διότι απλώς δεν υπάρχουν θέσεις για όλους. Και δεν υπάρχουν θέσεις για όλους, όχι γιατί είναι θέλημα Θεού, όπως θα έλεγαν ίσως κάποιοι νεορθόδοξοι, ούτε γιατί αυτό δήθεν επιβάλλει η τεχνολογική εξέλιξη, όπως διακηρύσσουν κάποιοι «αριστεροί διανοούμενοι» του Συνασπισμού που κάνουν τους εικονοκλάστες! Απλώς δεν υπάρχει εργασία για όλους διότι η οικονομία της αγοράς είναι ένα σύστημα που μόνο σπάνια εξασφαλίζει κάτι που πλησιάζει την πλήρη απασχόληση, όπως έχει δείξει τόσο η οικονομική θεωρία (ακόμη και η ορθόδοξη Κεινσιανή), όσο και η ιστορική εμπειρία.

Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, η αδυναμία της οικονομίας της αγοράς να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για όλους έγινε φανερή στη μεταπολεμική περίοδο, όταν στις δυο πρώτες δεκαετίες η ανεργία συγκαλυπτόταν κυρίως από τη μαζική μετανάστευση και κατόπιν από την μαζική επέκταση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα, με τα γνωστά αποτελέσματα. Μεταξύ 1981 και 1994, με την ένταξη στην ΕΟΚ και το άνοιγμα της ελληνικής αγοράς στον διεθνή ανταγωνισμό, η συνακόλουθη συρρίκνωση του αγροτικού και του βιομηχανικού τομέα σήμαινε την μείωση των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα κατά περίπου 294 χιλ. και κατά 128 χιλ. στον δευτερογενή τομέα.[2] Μέχρι τις αρχές της παρούσας δεκαετίας, η ανοικτή ανεργία αποφεύχθηκε χάρη στην παράλληλη μαζική αύξηση των θέσεων των απασχολούμενων στον τομέα των υπηρεσιών και κυρίως στον δημόσιο τομέα. Μόνο τη δεκαετία του ’80 (1980-89) ο αριθμός των απασχολούμενων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα  αυξήθηκε κατά περίπου 226 χιλ.[3] Σήμερα, όμως, που η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς επιβάλλει τη δραστική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, αλλά και σημαντικών τμημάτων του τομέα των υπηρεσιών γενικότερα, ήλθε ο καιρός  για την δημιουργία στρατιών από άνεργους με…πτυχίο.

Και αυτό, διότι, παρά τα φληναφήματα των «εκσυγχρονιστών», το πρόβλημα της ανεργίας δεν λύνεται με βάση τις νεοφιλελεύθερες συνταγές βελτίωσης του «ανθρώπινου κεφαλαίου», μέσω της εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης κ.λπ. Οι συνταγές αυτές όπου εφαρμόστηκαν απλώς οδήγησαν στην αλλαγή της σύνθεσης των άνεργων: από άνεργους, βασικά ανειδίκευτους και χαμηλής μόρφωσης, σε άνεργους με πατέντες. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, οι άνεργοι με πτυχίο αυξάνονται ραγδαία. Μέσα στην πενταετία 1990-1995 και μόνο οι άνεργοι αυτοί αυξήθηκαν από 55.000 σε περίπου 90.000 άτομα, με αποτέλεσμα  το 1995 οι άνεργοι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ/ΤΕΙ η μεταπτυχιακού τίτλου  να φθάσουν το 21,8% του συνόλου των άνεργων.[4] Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η ανεργία των πτυχιούχων αυξάνει πολύ ταχύτερα από τη συνολική ανεργία. Έτσι, ενώ η συνολική ανεργία αυξήθηκε μεταξύ 1990 και 1995  κατά 51%,[5] η ανεργία των πτυχιούχων αυξήθηκε κατά 64%.

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η ασφαλιστική κάλυψη της ανεργίας είναι υποτυπώδης και η οικογένεια έπαυσε πια να παίζει τον ρόλο ασφαλιστικής δικλείδας μπορεί κανείς να φανταστεί τα δράματα που κρύβουν τα στατιστικά στοιχεία. Ιδιαίτερα, όταν η  Ελλάδα παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό ασφαλιστικής κάλυψης των άνεργων από όλες τις χώρες της ΕΕ. Έτσι, το σύνολο των  κοινωνικών επιδομάτων σε μια οικογένεια με ένα παιδί  αναπληρώνουν μόνο το 35%  του μέσου εργατικού μισθού στην Ελλάδα έναντι μέσου όρου 62% στην ΕΕ.[6] Παράλληλα, το ποσοστό των άνεργων που καλύπτονται από την τακτική επιδότηση του ΟΑΕΔ μόλις έφθανε το 7.8% των άνεργων το 1992[7] και σύμφωνα με το κείμενο εργασίας που κατέθεσε πέρυσι η ΓΣΕΕ στον κοινωνικό διάλογο το ποσοστό αυτό έχει πέσει σήμερα στο 6% των άνεργων (το μικρότερο στην ΕΕ). Παρόλα αυτά, η πολιτική ελίτ μας δεν είχε δισταγμό να μειώσει την δαπάνη ανά άνεργο σε σχέση με το κατά κεφαλή ΑΕΠ από 65% το 1980 σε 31% το 1993![8]

Σήμερα γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι δεν υπάρχει διέξοδος από την πολυδιάστατη σημερινή κρίση (οικονομική, πολιτική, οικολογική, κοινωνική) στο πλαίσιο του σημερινού θεσμικού πλαισίου. Η μακροπρόθεσμη επομένως λύση στο χρόνιο πρόβλημα της απασχόλησης είναι η δημιουργία μιας άλλης οικονομίας, πέρα από την οικονομία της αγοράς, αλλά και τον αποτυχημένο κρατικό σχεδιασμό. Μιας οικονομίας  που θα εξασφαλίζει τον πραγματικό έλεγχο των μέσων παραγωγής από τους πολίτες. Η δημιουργία ενός μαζικού κινήματος με στόχο την περιεκτική δημοκρατία,[9] δηλαδή την άμεση, οικονομική, κοινωνική και οικολογική δημοκρατία,  θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για τη θεμελιακή λύση των προβλημάτων της ανεργίας, της  εξαθλίωσης και της αβεβαιότητας για το αύριο στην οποία καταδικάζει σήμερα την συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Οι μορφές αυτοοργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης που αναδείχθηκαν στους αγώνες των αγροτών, των εργατών, των μισθωτών και των άνεργων πτυχιούχων είναι το πρώτο βήμα στη κατεύθυνση αυτή. Το επόμενο βήμα είναι η συνένωση των θυμάτων του ‘εκσυγχρονισμού’ στη μαζική αντίσταση και στο ξεπέρασμα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ με τη δημιουργία εναλλακτικών μορφών πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, π.χ. μέσω συλλογικών μορφών παρέμβασης στο πολιτικό επίπεδο (δημιουργία "σκιωδών" πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία), στο οικονομικό επίπεδο (δημιουργία δημοτικών μονάδων συλλογικής ιδιοκτησίας και ελέγχου στη παραγωγή και τη διανομή κλπ) στο πολιτισμικό επίπεδο (δημιουργία εναλλακτικής κουλτούρας που κάνει φανερό τον συστημικό χαρακτήρα της κρίσης) κλπ. Ο απώτατος στόχος όμως που θα ενέπνεε όλη αυτή τη δραστηριότητα δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας που θα εξασφάλιζε την ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης, μέσω της  μετατόπισης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ στους ίδιους τους πολίτες.

Η «εναλλακτική» λύση είναι αυτή που προτείνουν σήμερα οι «εκσυγχρονιστές». Δηλαδή, η δημιουργία μιας κοινωνίας λίγων βολεμένων και πολλών περιθωριοποιημένων που θα ζουν με το άγχος της αβεβαιότητας για το αύριο σε μια φτωχή επαρχία της ΕΕ όπου ο βούρδουλας θα είναι το κύριο μέσο του Ευρωπαϊκού «εκσυγχρονισμού» μας. Η επιλογή ανήκει σε εμάς.

 

ΣΣ. Το δεύτερο μέρος του άρθρου για τα ναρκωτικά θα δημοσιευθεί το μεθεπόμενο Σάββατο.

 


 

[1] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης 1997 κεφ. 2 για αναδημοσίευση του άρθρου

[2] ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (1996) 

[3] Τ. Fotopoulos, “Economic restructuring and the debt problem, the Greek case", International Review of Applied Economics, vol. 6, no. 1 (1992). 

[4] Δημ. Κατσαρίδας, Ανεργία: Σύγχρονη απειλή σε Ελλάδα και Ευρώπη (ΙΝΕ, 1997)

[5] ΕΣΥΕ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού

[6] H. Fawcett & T. Papadopoulos. Social exclusion social citizenship and de-commodification”, Centre for European Studies, Oxford Discussion paper, 1996.

[7] Eurostat, Labor Force Survey  (1994), σ. 200. 

[8] European Commission, Social Protection in Europe (1995), σ. 76.

[9] Βλ. T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy (Cassell, 1997), κεφ. 5-7.