(Ελευθεροτυπία, 29 Αυγούστου 1998)

Δασοκαταστροφή και νεοφιλελεύθερη μυθολογία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Το ετήσιο σήριαλ των πυρκαγιών εφέτος το καλοκαίρι έσπασε κάθε ρεκόρ θεαματικότητας. Πράγμα, βέβαια, αναμενόμενο όταν η φετινή σοδειά σε καμένα δασικά στρέμματα ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Αντίστοιχα, η φιλολογία για τα αίτια των πυρκαγιών και τις προτεινόμενες λύσεις γνώρισε τις προηγούμενες εβδομάδες ιδιαίτερη άνθηση. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Μεταξύ 1955 και 1998 περίπου 13 εκ. στρέμματα δασικής γης κάηκαν στη χώρα από πυρκαγιές. Εκείνο που είναι όμως λιγότερο γνωστό είναι ότι από αυτά, μόνο τα 2 εκ. στρέμματα κάηκαν πριν την μεταπολίτευση του 1974. Οι οικολογικές και κλιματολογικές επιπτώσεις από τη καταστροφή αυτή ήδη γίνονται φανερές και δεν χρειάζεται να ξανατονιστούν εδώ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν αφαιρέσουμε τους τυχαίους παράγοντες και αυτούς που αναφέρονται στο κλίμα (ξηρασία κ.λπ.), καθώς και αυτούς που οφείλονται στην αναποτελεσματική δασοπυρόσβεση (η ελίτ μας προτιμά να πλουτίζει την αμερικανική πολεμική βιομηχανία αντί να δαπανά στην υποδομή δασοπυρόσβεσης), η δασική καταστροφή των τελευταίων 25 χρόνων οφείλεται σε εμπρησμούς. Εάν τώρα από τους εμπρησμούς αυτούς αφαιρέσουμε ένα μικρό ποσοστό που οφείλεται σε ψυχολογικές ανωμαλίες κάποιων εμπρηστών (είναι αυτοί που συνήθως συλλαμβάνονται) και ένα μεγαλύτερο ποσοστό που οφείλεται σε πολιτικούς λόγους (χουντικοί, ακροδεξιοί κ.λπ.) τότε μένουν οι οικονομικοί εμπρησμοί. Και υπάρχουν πολλές θεωρητικές και εμπειρικές ενδείξεις που πείθουν ότι οι οικονομικοί εμπρησμοί αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία της δασοκαταστροφής. Το ίδιο το γεγονός ότι  η συντριπτική πλειοψηφία των δασοπυρκαγιών συνέβη μετά την μεταπολίτευση είναι άκρως ενδεικτικό. Διότι με τη Χούντα συντελείται η διαστρεβλωμένη οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας,[1] η οποία, στο τέταρτο του αιώνα μετά τη λήξη του εμφύλιου, δημιούργησε μια σαθρή παραγωγική δομή αλλά και μια καταναλωτική κοινωνία που χρηματοδοτούν, στην αρχή, τα μεταναστευτικά εμβάσματα και ο τουρισμός και σήμερα οι μεταβιβάσεις από την Ε.Ε.

Η τεχνητή αυτή ευμάρεια (η οποία με την σταδιακή μείωση των μεταβιβάσεων από την ΕΕ ήδη άρχισε να εξαντλείται) οδήγησε σε ένα τύπο ανάπτυξης όπου η οικοδομική δραστηριότητα αποτελούσε τον κύριο παράγοντα της, τόσο από μεριά παραγωγής και επενδύσεων, όσο και από τη μεριά της κατανάλωσης. Στο πλαίσιο αυτό, σε συνδυασμό με την αφόρητη ζωή των τσιμεντουπόλεων, προέκυψε η ανάγκη για το εξοχικό, την οποία έσπευσαν να καλύψουν οι οικοπεδοφάγοι, συνήθως μέσω της de facto ιδιωτικοποίησης δημόσιων δασικών εκτάσεων (τις οποίες κατόπιν οι επαγγελματίες πολιτικοί, με το αζημίωτο βέβαια, μετέτρεπαν σε de jure ιδιωτικές). Έτσι, προέκυψαν οι πυρκαγιές, τόσο για να διευκολύνουν την ιδιωτικοποίηση των καταπατημένων, όσο και σαν αποτέλεσμα της έλλειψης υποδομής και κυρίως οργανωμένων χωματερών που θα στήριζαν τη λειτουργικότητα των αυθαίρετων.

Τα φαινόμενα αυτά, ακόμη και η συγκέντρωση του πληθυσμού σε αστικά κέντρα και κυρίως την πρωτεύουσα, δεν είναι ιδιόμορφα Ελληνικά, αφού αποτελούν τυπικά χαρακτηριστικά της διαστρεβλωμένης οικονομικής ανάπτυξης σε ολόκληρο τον Νότο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η μεγαλύτερη  δασοκαταστροφή συμβαίνει σήμερα στην περιφέρεια και την ημι-περιφέρεια όπου ανήκει και η χώρα μας. Όμως για τους απολογητές του νεοφιλελευθερισμού η αιτία της περιβαλλοντικής καταστροφής δεν έχει καμία σχέση με το μοντέλο ανάπτυξης που επιβάλλει η οικονομία της αγοράς τόσο στη περιφέρεια αλλά και στα μητροπολιτικά κέντρα όπου, μέσα στα 200 χρόνια της ιστορίας της, έχει κάνει πολύ μεγαλύτερη καταστροφή στο περιβάλλον από όση έχει σημειωθεί σωρευτικά σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Έτσι, ακραιφνής νεοφιλελεύθερος[2] ανακάλυψε πρόσφατα «τα οικονομικά του περιβάλλοντος» για να υποστηρίξει τη θέση ότι η αιτία της καταστροφής του περιβάλλοντος γενικά και των δασών ειδικότερα είναι ότι η οικονομία της αγοράς δεν κατάφερε ακόμη να τα ενσωματώσει πλήρως στο οικονομικό σύστημα, μέσω της ιδιωτικοποίησης τους.

Είναι όμως τόσο περισσό το θράσος και η ιστορική άγνοια των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών (αναφέρομαι βέβαια στους καλοπροαίρετους και όχι στους ιδεολογικούς κομισάριους κατά την έκφραση του Τσόμσκι) ώστε θα άξιζε να δούμε τις ιστορικές διαστρεβλώσεις στις οποίες βασίζουν τα επιχειρήματα τους. Κατ’ αρχήν, τα οικονομικά του περιβάλλοντος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εφαρμογή της φιλελεύθερης νεοκλασικής θεωρίας στην «ανάλυση» προβλημάτων του περιβάλλοντος. Όπως και ολόκληρη η νεοκλασική ανάλυση, η προσέγγιση αυτή παίρνει δεδομένη την οικονομία της αγοράς, σαν να υπήρχε από καταβολής κόσμου, καθώς και τη συνακόλουθη ανισοκατανομή εισοδήματος και πλούτου που είναι η πηγή των εξουσιαστικών σχέσεων. Στόχος της είναι να εξηγήσει και να προτείνει λύσεις στα τεράστια οικολογικά προβλήματα, μέσω μιας ανιστορικής προσέγγισης που προσπαθεί να καλουπώσει τους κοινωνικούς παράγοντες στα στενά πλαίσια των τιμών της αγοράς, της ανάλυσης κόστους-ωφελειών και του κίνητρου του κέρδους. Έτσι η ανάλυση αυτή καταλήγει σε μια προσπάθεια θεωρητικής δικαίωσης της αγοραιοποίησης του περιβάλλοντος, στην οποία ήδη προχωρά ακάθεκτα η νεοφιλελεύθερη συναίνεση.[3]

Συνοπτικά, το επιχείρημα είναι ότι επειδή οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του περιβάλλοντος είναι ελεύθερες ή υποτιμημένες τείνουν να υπερχρησιμοποιούνται και να κακοποιούνται, με αποτέλεσμα την περιβαλλοντική καταστροφή. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η απουσία ή ο ασαφής καθορισμός ατομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων πράγμα που, υποτίθεται, δεν δημιουργεί κίνητρο για την προστασία τους. Δεν είναι τυχαίο υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι ότι τα φαινόμενα της μόλυνσης του περιβάλλοντος γνώρισαν τη μεγαλύτερη όξυνση στην Ανατολική Ευρώπη απ' όπου απουσίαζε η ατομική ιδιοκτησία. Έτσι, με μια απλοϊκή μονοκονδυλιά, περιορίζοντας το θέμα στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, αγνοούνται οι άλλοι παράγοντες οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αυξημένη μόλυνση των ανατολικών κρατών: μεγιστοποίηση της εκτατικού τύπου ανάπτυξης «για να φθάσουμε και ξεπεράσουμε τις ΗΠΑ», συνακόλουθη χρησιμοποίηση των πιο φθηνών μεθόδων παραγωγής που συνήθως είναι εχθρικές στο περιβάλλον, χαμηλή τεχνολογία κ.λπ. Αντίστοιχα, οι νεοφιλελεύθεροι επικαλούνται τη μεγαλοφυΐα του...Ρομπερτ Σμιθ ο οποίος ανακάλυψε το φαινόμενο της «τραγωδίας της κοινοκτημοσύνης»(sic). Σύμφωνα με το φαινόμενο αυτό, όταν ένας φυσικός πόρος ανήκει σε όλους, στην ουσία δεν ανήκει σε κανένα και επομένως κανένας δεν έχει κίνητρο να τον διατηρήσει ή συντηρήσει. Όταν όμως ιδιωτικοποιηθεί, το ατομικό συμφέρον και τα οικονομικά κίνητρα οδηγούν τον ιδιοκτήτη στη καλή διαχείριση του πόρου, εφόσον αποβλέπει στο κέρδος από τη διατήρηση της μακροπρόθεσμης κεφαλαιακής αξίας του.

Έτσι, για τους νεοφιλελεύθερους «επιστήμονες», δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι για χιλιάδες χρόνια τα δάση και το περιβάλλον γενικότερα δεν ήταν ιδιωτικά και ότι σε όλη αυτή τη περίοδο οι ζημίες από την ανθρώπινη δραστηριότητα ήταν σχετικά ελάχιστες. Ούτε βέβαια υπάρχει χώρος στα θεωρητικά «μοντελάκια» τους για το γεγονός, για παράδειγμα, ότι τα μισά από τα τροπικά δάση του πλανήτη εξαφανίστηκαν στον αιώνα μας και ότι πρόσφατα η διαδικασία επιταχύνθηκε (τη δεκαετία του '80 και μόνο ο ετήσιος ρυθμός καταστροφής των τροπικών δασών αυξήθηκε κατά 36% και σήμερα μια δασική περιοχή μεγέθους όση η Αυστρία εξαφανίζεται κάθε χρόνο![4] ) Αντίθετα, για τους νεοφιλελεύθερους φωστήρες, οι Ινδονήσιοι και οι Λατινοαμερικάνοι καταστρέφουν σήμερα μαζικά τα δάση τους διότι ανακάλυψαν την…ασάφεια των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Και όχι βέβαια επειδή η εισαγωγή της οικονομίας της αγοράς στον τόπο τους κατέστρεψε την οικονομική αυτοδυναμία τους έτσι ώστε σήμερα δεν έχουν άλλο τρόπο επιβίωσης από το να καταστρέφουν το ίδιο το περιβάλλον τους με το οποίο ζούσαν αρμονικά για χιλιάδες χρόνια. Και για να έλθουμε και στα δικά μας. Φαίνεται ότι τα Αττικά δάση στις αρχές του αιώνα ήταν ιδιωτικά και δεν το ξέραμε, ή ότι οι Αθηναίοι είχαν τότε πλήρη σαφήνεια για τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα τους στα δάση σε αντίθεση με τους σημερινούς. Γι’ αυτό και η Αττική ήταν τότε καταπράσινη και το 1916 το ποσοστό δάσωσης έφθανε το 65% έναντι 15% σήμερα![5]

Στο μόνο που θα συμφωνούσα με τους νεοφιλελεύθερους είναι ότι πράγματι η αλλαγή της συμπεριφοράς των πολιτών προς το δάσος δεν μπορεί να επιτευχθεί με την παιδεία ή την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης, όπως βαυκαλίζονται οι σοσιαλφιλελεύθεροι και διάφοροι «οικολόγοι». Η λύση όμως δεν είναι η πλήρης ιδιωτικοποίηση των δασών που προτείνουν οι νεοφιλελεύθεροι, διότι είναι ακριβώς η προσπάθεια de facto ιδιωτικοποίησης των δασών που στη διαστρεβλωμένη οικονομία ανάπτυξης του Νότου έχει οδηγήσει στη σημερινή καταστροφή. Η λύση βρίσκεται στη πλήρη κοινωνικοποίηση τους, με την έννοια της «δημοτικοποίησης» τους. Δηλαδή, της μεταβίβασης τους (αφού γκρεμιστούν οι αυθαίρετες βίλες) στη συλλογική ιδιοκτησία και φροντίδα των δημοτικών συνελεύσεων των ομόρων δήμων, με την υποχρέωση να μετασχηματίσουν τη καμένη γη σε χώρους βλάστησης για διάφορες χρήσεις και φυσικά πάρκα.

 

 


 

[1] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη ανάπτυξη (Εξάντας, 1985 & 1987).

[2] Τ. Μίχας, Ελευθεροτυπία (20/8/1998).

[3] Βλ. Sharon Beder Η αγοραιοποίηση του περιβάλλοντος, Δημοκρατία & Φύση  αρ. 2 (Οκτώβριος 1996).

[4] Polly Ghazi, The Observer (11/4/1993).

[5] Το Βήμα (26/7/1998).