(Ελευθεροτυπία, 13 Φεβρουαρίου 1999)

Φθάσαμε πράγματι στο τέλος της πολιτικής;

 ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η τάση προς την επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η οποία επιβεβαιώθηκε ως στόχος για άλλη μια φορά την περασμένη εβδομάδα στο Νταβός, έχει ήδη οδηγήσει σε μια έντονη διαμάχη σχετικά με το μέλλον της πολιτικής και της δημοκρατίας. Οι αναλυτές που παίρνουν ως δεδομένο το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης «δημοκρατίας» είναι μοιρασμένοι όσον αφορά τις ερμηνείες τους για το μέλλον. Από τη μια μεριά, βρίσκονται αυτοί που υποστηρίζουν την άποψη ότι οι σημερινές τάσεις οδηγούν, μακροπρόθεσμα, στο τέλος όχι μόνο του έθνους-κράτους αλλά και της «πολιτικής» και της «δημοκρατίας», όπως οι όροι αυτοί ορίζονται στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο[1]. Από την άλλη μεριά, βρίσκονται εκείνοι, κυρίως στη σοσιαλδημοκρατική παράταξη, που επιχειρούν να περάσουν την άποψη ότι το έθνος-κράτος εξακολουθεί να είναι το πιο κατάλληλο μέσο για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης και ότι η θέση της παγκοσμιοποίησης είναι παραφουσκωμένη.[2] Δεν θ ασχοληθώ εδώ με τη δεύτερη θέση που αποτελεί στην ουσία τμήμα των συνηθισμένων ευχολογίων της κεντρο-‘αριστερας’. Ας έλθουμε όμως στη πρώτη θέση που είναι και σοβαρότερη.

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θέσης του «τέλους της πολιτικής», ο φυσικός χώρος  για την έκφραση του  γενικού συμφέροντος, δηλαδή η πολιτική σφαίρα στην οποία στηρίχτηκε η φιλελεύθερη δημοκρατία, εξαφανίζεται στη σημερινή εποχή  των δικτύων. Γι’ αυτούς, η πολιτική σήμερα είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα, που ελάχιστα προσφέρεται στην επίλυση των πρακτικών προβλημάτων του σύγχρονου κόσμου. Έτσι, η σημερινή περίοδος οδηγεί σε μια «αυτοκρατορική εποχή», με την  διφορούμενη σημασία, πρώτον,  ενός κόσμου που είναι συγχρόνως ενοποιημένος και χωρίς κέντρο και, δεύτερον,  με την έννοια ότι η νέα εποχή διαδέχεται το έθνος-κράτος, όπως η ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαδέχτηκε τη ρωμαϊκή δημοκρατία. Οι πολίτες της νέας παγκόσμιας κοινότητας είναι απλώς νομικά υποκείμενα, κάτοχοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σ’ έναν αφηρημένο χώρο, τα όρια του οποίου έχουν γίνει ιδιαίτερα ασαφή.

Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να συμφωνήσω με την παραπάνω θέση σχετικά με το επικείμενο τέλος της «πολιτικής» και της «δημοκρατίας», με την προϋπόθεση  όμως ότι στους όρους αυτούς θα δίναμε τους επικρατούντες σήμερα ορισμούς. Δηλαδή, ότι θα ορίζαμε την πολιτική ως τη διαχείριση της κρατικής εξουσίας και τη δημοκρατία ως τη σημερινή φιλελεύθερη ολιγαρχία. Όπως, όμως, έχω υποστηρίξει αλλου[3], η σημερινή «πολιτική» και η σημερινή «δημοκρατία» αποτελούν  κατάφωρες διαστρεβλώσεις της πραγματικής σημασίας των όρων αυτών και βρίσκονται πράγματι σε διαδικασία εξαφάνισης, αν όχι τυπικά, τουλάχιστον ουσιαστικά. Ακριβώς όπως στο παρελθόν η «εθνικοποίηση» της αγοράς οδήγησε στο θάνατο των κοινοτήτων, των ελεύθερων πόλεων και των ομοσπονδιών τους, μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ότι η σημερινή διεθνοποίηση της αγοράς θα οδηγήσει στο θάνατο των εθνών-κρατών και της εθνικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν οι σημερινοί πολιτικοί θεσμοί επιβιώσουν, στο μέλλον, θα στερούνται οποιουδήποτε πραγματικού νοήματος× θα είναι υπολείμματα του παρελθόντος,  παρόμοια με τις μοναρχίες που εξακολουθούν να υφίστανται σε κάποιες δυτικές χώρες.

Όμως, ακόμη και εάν  κανείς  συμφωνήσει με την υπόθεση για το τέλος του έθνους-κράτους και το συνακόλουθο τέλος της πολιτικής και της δημοκρατίας (με την τρέχουσα σημασία των όρων), αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συμφωνήσει και με τα συμπεράσματα των υποστηρικτών αυτής της υπόθεσης. Με άλλα λόγια, μολονότι  είναι προφανές ότι στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο , η πολιτική και η δημοκρατία δεν έχουν κανένα ουσιαστικό νόημα, αυτό δεν σημαίνει ότι  είναι και οι ίδιες περιττές. Αυτό που είναι προφανώς περιττό είναι το σημερινό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο όμως τόσο οι υποστηρικτές του έθνους-κράτους, όσο και αυτοί που υποθέτουν το τέλος του, θεωρούν δεδομένο!

Έτσι, μερικοί υποστηρικτές της θέσης του ‘τέλους της πολιτικής’, αφού πρώτα επικρίνουν οποιαδήποτε μορφή πολιτικής δομής που υπακούει  σε κάποια εδαφική αρχή, συμπεριλαμβανομένης και της ομοσπονδιακής μορφής, προτείνουν την «οικοδόμηση ‘εικονικών κοινοτήτων’ οι οποίες θα μας απελευθερώσουν από τους περιορισμούς της γεωγραφίας και από τις παραδοσιακές πολιτικές δομές που έχουν για τόσο καιρό περιχαρακώσει τις δραστηριότητές μας»[4]. Θα μπορούσε όμως κανείς να αντί-παρατηρήσει ότι ούτε η πραγματική πολιτική, ούτε μια περιεκτική δημοκρατία  είναι δυνατές παρά μόνο εάν ορίζονται σε σχέση με συγκεκριμένη εδαφική περιοχή. Αυτό δεν σημαίνει τοπικισμό και επιστροφή σε πρωτόγονες μορφές ζωής. Αυτό που πράγματι σημαίνει είναι η δημιουργία συνομοσπονδιών αυτόνομων περιφερειών, στο εθνικό, ηπειρωτικό και πλανητικό επίπεδο. Η πρόταση αυτή ξεκινά από την πίστη ότι ο μόνος τρόπος διασφάλισης της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας, στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, είναι η επανένωση της κοινωνίας και της οικονομίας, με άλλα λόγια η δημιουργία θεσμών που θα στηρίζουν μια περιεκτική δημοκρατία .

Η παραπάνω πρόταση για μια συνομοσπονδία περιφερειών διαφέρει ριζικά από τη συνήθη πρόταση των πράσινων, κοκκινοπρασινων κλπ για μια «Ευρώπη των περιφερειών»[5]. Και αυτό, διότι η συνομοσπονδιακή πρόταση υποθέτει όχι μόνο την εξάλειψη του έθνους-κράτους αλλά και την εξαφάνιση του ίδιου του θεσμικού πλαισίου που οδηγεί αναπόφευκτα στο διαχωρισμό της πολιτικής από την οικονομία και τη συνακόλουθη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια διάφορων ελίτ. Ακόμη, όχι τυχαία, η συνομοσπονδιακή πρόταση έχει έλθει σήμερα πάλι στην επικαιρότητα, αν και για διαφορετικούς λόγους, από κάποια «κινήματα ταυτότητας» στη Δυτική Ευρώπη (από τους Φλαμανδούς ως τους Λομβαρδούς και από τους Σκοτσέζους ως τους Καταλανούς). Παρά το γεγονός ότι τα κινήματα αυτά βλέπουν τη συνομοσπονδιακή λύση ως το καλύτερο μέσο για να διατηρήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, ταυτόχρονα, εκφράζουν,  με στρεβλό τρόπο βέβαια, το αίτημα για ατομική και κοινωνική αυτονομία. Η στρέβλωση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η αγοραιοποίηση της κοινωνίας έχει υποβαθμίσει τις κοινοτικές αξίες που σημάδεψαν ιστορικά την ουσία των κοινοτήτων (αμοιβαιότητα, αλληλεγγύη, συνεργασία) προς όφελος των αξιών της αγοράς (ανταγωνισμός, ατομικισμός). Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα το αίτημα για πολιτισμική αυτονομία δεν θεμελιώνεται στις κοινοτικές αξίες, αλλά, αντίθετα, στις αξίες της αγοράς, δηλαδή σε αξίες που ενθαρρύνουν εντάσεις και συγκρούσεις με άλλες πολιτισμικές κοινότητες. Σ’ αυτή την προβληματική, η σημερινή νεορατσιστική έκρηξη στην Ευρώπη σχετίζεται άμεσα με την αποτελεσματική υπονόμευση των κοινοτικών αξιών από το νεοφιλελευθερισμό, καθώς και με την αυξανόμενη ανισότητα και φτώχεια που ακολουθεί την εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης «δημοκρατίας» έχει οδηγήσει στην σημερινή διεθνοποιημένη  οικονομία και κοινωνία που χαρακτηρίζεται από πολιτικές και οικονομικές δομές οι οποίες έχουν απογυμνώσει την ‘πολιτική’ αλλά και τη ‘δημοκρατία’ από κάθε νόημα. Επιπλέον, η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς έχει οδηγήσει στην ανάδυση της σημερινής οικονομίας ανάπτυξης που έχει καταλήξει στη σημερινή πελώρια συγκέντρωση εισοδήματος, πλούτου και δύναμης, τόσο μεταξύ Βορρά και Νότου, όσο και στο εσωτερικό τους, μεταξύ των ελίτ και μιας μεσαίας τάξης (της οποίας το μέγεθος ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης) και των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων. Με αυτή την έννοια πράγματι φθάσαμε στο τέλος της πολιτικής, όπως την ξέραμε.

Το ερώτημα επομένως είναι εάν θα συνεχιστεί και ενταθεί η σημερινή αλλοτρίωση των πολιτών από αυτό που περνά σήμερα για πολιτική και η συνακόλουθη απόσυρση τους από τα κοινά, ή εάν αντίθετα η απογύμνωση της πολιτικής από κάθε νόημα θα λειτουργήσει σαν καταλύτης για την ενεργοποίηση τους με στόχο τη δημιουργία νέων πολιτικών και οικονομικών δομών, στις οποίες η πολιτική θα αποκτήσει πραγματικό νόημα.

 


 

[1] Jean-Marie Guehenno, The End of the Nation-State (Minneapolis: University of Minnesota Press,1995)

[2] Βλ για παράδειγμα Hirst and Thompson, Globalisation in Question , Polity, 1996

[3] T. Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, Cassell 1997 (υπό έκδοση από τον Καστανιώτη) κεφ 5

[4] Guehenno, ο.π.  σελ. 141  

[5] Βλ. π.χ. Penny Kemp et al., Europe's Green Alternative: A Manifesto for a New World, Greenprint, 1992.