Ελευθεροτυπία (27 Φεβρουαρίου 1999)
Η συμπαιγνία κατά των Κούρδων και το πετρέλαιο
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η υπόθεση Οτσαλάν έδωσε την ευκαιρία για την απομυθοποίηση πολλών πραγμάτων και όχι μόνο του ρόλου που παίζουν τα ατομικά δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Και αυτό, παρά την παραπληροφόρηση στην οποία επιδόθηκαν οι διάφορες ελίτ στη χώρα μας και το εξωτερικό. Έτσι, η υπόθεση Οτσαλάν παρουσιάζεται από τις δυτικές ελίτ, και κυρίως την Αμερικανική, σαν θέμα σύλληψης του τρομοκράτη ηγέτη ενός εξτρεμιστικού κινήματος που μπορεί μεν να εκφράζει τους πόθους γι’ αυτονομία του Κουρδικού λαού, αλλά με λαθεμένες μεθόδους. Γι’ αυτό και σήμερα εξαντλούνται σε ευχολόγια για την διαφύλαξη της ακεραιότητας του Κούρδου ηγέτη και για μια «δίκαιη» δίκη, την οποία όμως οι ίδιες προκάλεσαν με τις πράξεις η παραλείψεις τους! Στην Ελλάδα, λόγω της «ειδικής σχέσης» μας με το Κουρδικό (λόγω Τουρκίας) προβλήθηκαν διάφορες εκδοχές για να εξηγήσουν την επονείδιστη στάση των σοσιαλφιλελευθερων «εκσυγχρονιστών».
Έτσι, πρώτα έχουμε την άποψη των ίδιων των εκσυγχρονιστών που εκφράστηκε πιο συστηματικά από τον θεωρητικό γκουρού τους.[1] Σύμφωνα με την άποψη αυτή, τα εθνικά συμφέροντα της χώρας είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά των Κούρδων που θα ήθελαν ακόμη και Ελληνοτουρκικό πόλεμο για ν’ αποσταθεροποιηθεί η περιοχή και να δημιουργηθούν ευνοϊκές καταστάσεις για την αναζωπύρωση της Κουρδικής αντίστασης. Οι επιλογές που είχε η κυβέρνηση, μετά την εμφάνιση του Οτσαλάν στην Ελλάδα, ήταν είτε να δημοσιοποιήσει και διεθνοποιήσει το θέμα, είτε να προσπαθήσει να προστατέψει τον Οτσαλάν με μυστική διπλωματία, πράγμα που επέλεξε. Και φυσικά, στην αντίληψη αυτή, τα περί οργάνωσης της απαγωγής από την CIA κ.λπ. αποτελούν απλώς «παρανοϊκό σενάριο»!
Όμως, η άποψη αυτή ελάχιστη σχέση έχει με τη πραγματικότητα. Πρώτον, διότι η περιοχή δεν έχει παύσει να είναι αποσταθεροποιημένη, με τον πόλεμο εναντίον του Σανταμικου καθεστώτος να συνεχίζεται. Δεύτερον, διότι ο λόγος που η «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση επέλεξε τη μη δημοσιοποίηση του θέματος δεν ήταν ότι φοβόντουσαν Τούρκικο τελεσίγραφο, όπως υποστηρίζουν οι εκσυγχρονιστές θεωρητικοί. Ο λόγος ήταν πολύ πιο πεζός. Η απόπειρα δημοσιοποίησης και διεθνοποίησης του προβλήματος θα σήμαινε τη συντονισμένη πίεση ΗΠΑ και ΕΕ για την παράδοση του «τρομοκράτη» στη Τουρκία. Έτσι, οι εκσυγχρονιστές θα υποχρεωνόντουσαν να κάνουν άμεσα και φανερά αυτό που έκαναν έμμεσα και στα κρυφά, με συνέπεια η εκλογική ζημία τους να ήταν ακόμη μεγαλύτερη από αυτή που θα υποστούν τώρα. Συγχρόνως, με την επιλογή που έκαναν τους δίνεται η ευκαιρία για να ξεκαθαρίσουν οριστικά τους λογαριασμούς τους με την «εθνικιστική» φράξια στο κόμμα.
Η δεύτερη εκδοχή είναι η γνωστή θεωρία της «δορυφοροποίησης» της Ελλάδος που είχε εκφραστεί θεωρητικά από τον Π. Κονδύλη.[2] Η άποψη αυτή, που υποβαθμίζει τα οικονομικά συμφέροντα των δυτικών και αγνοεί τις ταξικές σχέσεις γενικότερα, τονίζει, σχεδόν αποκλειστικά, τη πολιτική διάσταση του προβλήματος, που το βλέπει ως θέμα σύγκρουσης της «Ελλάδας» με την «Τουρκία» (χωρίς διαφοροποιήσεις μεταξύ ελίτ, προνομιούχων και μη στρωμάτων κ.λπ.) και αυξανόμενης δορυφοροποίησης της πρώτης από τη δεύτερη. Η θεωρία αυτή είναι προφανώς αστήρικτη, λόγω του μονοδιάστατου χαρακτήρα της. Αυτό φάνηκε άλλωστε και με την υπόθεση Οτσαλάν, την οποία οι υποστηρικτές της δορυφοροποιησης παρουσιάζουν ως «Τούρκικη επιτυχία» σε βάρος της Ελλάδος. Όμως, σήμερα είναι γνωστό ότι η συμβολή της Τουρκίας στην όλη υπόθεση άρνησης άσυλου και απαγωγής του Οτσαλαν ελάχιστη σχέση είχε με Τούρκικες δραστηριότητες, όπως ομολογούν ακόμη και Αμερικανοί αξιωματούχοι.[3]
Μια τρίτη εκδοχή που υποστηρίζει και τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ξεκινώντας από τη λαθεμένη θέση ότι η Ελλάδα δεν είναι πια εξαρτημένη χώρα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εκσυγχρονιστική κυβέρνηση προέβη στη παράδοση του Οτσαλαν για να εξασφαλίσει ανταλλάγματα[4] και, συγκεκριμένα, την υποστήριξη του Βερολίνου στο θέμα της ΟΝΕ και την αμερικανική στήριξη στα ελληνοτουρκικά. Όμως, όπως είναι γνωστό, και προ ημερών επιβεβαίωσε και ο Ολλανδός Υπ. Οικονομικών, η ένταξη μας στην ΟΝΕ αποτελεί ήδη ειλημμένη απόφαση των Ευρωπαϊκών ελίτ.[5] Ακόμη, η υπόθεση ότι οι εκσυγχρονιστές εξασφάλισαν στήριξη των ΗΠΑ δεν στέκει σε μια ανάλυση των στόχων των ΗΠΑ στη περιοχή και του ρόλου που έχουν αναθέσει σχετικά στην Ελλάδα και τη Τουρκία. Πέρα, βέβαια, από το πασίδηλο ότι μια εξαρτημένη χώρα δεν είναι σε θέση ν’ απαιτεί ανταλλάγματα!
Μια εναλλακτική εκδοχή που θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε ξεκινά από τα δυτικά οικονομικά συμφέροντα που καθορίζουν τη δυτική πολιτική στη περιοχή. Ένας βασικός λόγος που οι Κούρδοι δεν απέκτησαν την αυτονομία τους μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, παρά την υποστήριξη που είχαν από τις ΗΠΑ του Ουίλσον, ήταν η Βρετανική πολιτική, η οποία επέβαλε τον τεμαχισμό του Αραβικού έθνους για να ελέγχονται τα κοιτάσματα πετρελαίου που είχαν αρχίσει να ανακαλυπτονται.[6] Την πολιτική αυτή βέβαια εκμεταλλεύτηκε η Τούρκικη ελίτ υπό τον Ατατουρκ για να περισώσει ο,τι μπορούσε από την τ. Οθωμανική αυτοκρατορία. Σήμερα, το πετρέλαιο παίζει ακόμη κρισιμότερο ρόλο στη περιοχή λόγω της ανακάλυψης των κοιτασμάτων στη Κεντρική Ασία. Όπως είναι γνωστό, η Αμερικανική ελίτ έχει ήδη αποφασίσει ότι η διοχέτευση του πετρελαίου της Κεντρικής Ασίας προς τη Δύση πρέπει ν’ αποφύγει το Ιράν και τη Ρωσία που θεωρούνται ασταθή ή μη ελεγχόμενα καθεστώτα. Έτσι επελέγη ο δρόμος της διοχέτευσης, μέσω πετρελαιαγωγών, από το Μπακού στη Μεσογειακή Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι οι αγωγοί αυτοί θα περάσουν από μέσα, ή κοντά, από το Τούρκικο Κουρδιστάν. Οι πετρο-πολυεθνικές όμως διστάζουν να υιοθετήσουν αυτή τη λύση όχι μόνο διότι είναι ιδιαίτερα δαπανηρή αλλά και εξαιτίας της ανασφάλειας στο Τούρκικο Κουρδιστάν. Γι’ αυτό, ανέβαλαν τον περασμένο Οκτώβρη να πάρουν οριστική απόφαση πάνω στο θέμα.[7]
Τότε, η Αμερικανική ελίτ κάνει διπλή παρέμβαση. Πρώτον, έμμεσα επιχορηγεί τη λύση που επέλεξε και δεύτερον προσπαθεί να «ειρηνοποιησει» τη περιοχή. Έτσι, θέτει σε εφαρμογή σχέδιο ενοποίησης των ελεγχόμενων από τις ΗΠΑ τμημάτων του Κουρδικού κινήματος, με καρότο τη παροχή κάποιου είδους αυτονομίας, σε περίπτωση που επιτύχουν τα σχέδια που έχουν θέσει παράλληλα σε εφαρμογή για τη ανατροπή του Σανταμικου καθεστώτος. Ο στόχος είναι προφανής: o απόλυτος δυτικός έλεγχος των πετρελαίων στη Μ. Ανατολή και τη Κεντρική Ασία, με βασικούς τοποτηρητές το Ισραήλ και τη Τουρκία, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν συνάψει σειρά στρατιωτικών συμφωνιών.[8] Με δεδομένο ότι το PKK είναι ανεξέλεγκτο από τη Δύση, η τύχη του Οτσαλαν είναι προδιαγεγραμμένη. Η Τούρκικη ελίτ, με τη συμπαιγνία των ΗΠΑ και του Σιωνιστικού Ισραήλ, απειλεί τη Συρία με στρατιωτική δράση αν δεν απελάσει τον Οτσαλαν. Η Συρία, περικυκλωμένη από Βορρά και Νότο ενδίδει στις απειλές. Ο Οτσαλαν εξαναγκάζεται να φύγει από τη Συρία και μια σειρά «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις αρνούνται να του παράσχουν άσυλο. Ετσι, με τη φροντίδα της «εθνικιστικής» φράξιας στο ΠΑΣΟΚ ο Κούρδος ηγέτης καταλήγει στη Ελλάδα.
Η χώρα μας δεν έχει βέβαια να ωφεληθεί τίποτα από τις επιλογές των δυτικών κέντρων. Αντίθετα η στάση που τήρησε στο θέμα βλάπτει ακόμη και την οικονομική ελίτ μας, εφόσον οι πιθανότητες να αναπτύξει παραπέρα τις εξαγωγές προς τις αραβικές χώρες, (μετά την ουσιαστική κατάρρευση των εξαγωγών μας στα δυτικά κέντρα), σίγουρα θα βλαφτούν από τη συμμετοχή της στη δυτικό-Ισραηλινή σκευωρία. Γι’ αυτό και η εκσυγχρονιστική ελίτ μας, είτε ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ, ή τον Συνασπισμό δεν μπορεί να συγχωρήσει τον ρόλο που έπαιξε το μη εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ στην εμπλοκή μας και την απομυθοποίηση που προκάλεσε η υπόθεση Οτσαλαν σε σχέση με την ανεξάρτητη Ελληνική πολιτική και άλλα παραμύθια…
[1] Ν. Μουζέλης, Το Βήμα (21/02/1999).
[2] Π. Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου (Θεμέλιο, 1997). Βλ. ‘Ε’ (14/02/1998) για περαιτέρω κριτική.
[3] H. Smith, C. Morris, E. Vulliamy, The Observer (21/02/1999).
[4] Γ. Δελαστίκ, Πριν (21/02/1999).
[5] Το Βήμα (21/02/1999).
[6] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος στον Κόλπο (Εξάντας, 1991), κεφ. 7. Βλ. και David McDowall, A Modern History of the Kurds (1996).
[7] Helga Graham, The Observer (21/02/1999).