(Ελευθεροτυπία, 11 Σεπτεμβρίου 1999)

Η Αθήνα πληρώνει την τιμή της Ελληνικής ‘ανάπτυξης’

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Δεν είχαμε σχεδόν προλάβει να συνέλθουμε από το σοκ του καταστροφικού σεισμού στη γείτονα για το οποίο μιλούσαμε στο προηγούμενο αρθρο[1], όταν ο σεισμός στην Αθήνα ήλθε να επιβεβαιώσει και έμπρακτα την υπόθεση που κάναμε για τα αίτια των μαζικών καταστροφών που προκαλούν παρόμοιοι σεισμοί. Οι ομοιότητες μεταξύ των δυο περιπτώσεων είναι τόσο εμφανείς ώστε οι υποτιθέμενες διαφορές ωχριούν μπροστά τους. Και αυτό αφορά ιδιαίτερα την βασικότερη διαφορά ότι στη Τουρκία θρηνούν χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες ενώ στην Αθήνα  εκατοντάδες. Στη πραγματικότητα όμως η διαφορά αυτή είναι φαινομενική. Σύμφωνα με τον επιστημονικό συνεργάτη της Guardian,[2] ο σεισμός του 5,9 ήταν σχετικά ήπιος και πιθανότατα εξαπέλυσε καταστροφική ενέργεια που ήταν 2.000 φορές μικρότερη από τον σεισμό στη Τουρκία. Δεδομένου ότι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του Τούρκικου σεισμού ήταν παρόντα στην Αθήνα (πελώρια πυκνοκατοίκηση, εκατομμύρια άνθρωποι στοιβαγμένοι σε πολυκατοικίες, κτίσιμο σε ακατάλληλα για σεισμογενείς περιοχές εδάφη, κακές κατασκευές, ιδιαίτερα στις φτωχές περιοχές κ.λπ.) μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί ποιες θα ήταν οι συνέπειες σε ανθρώπινες ζωές αν ο σεισμός στην Αθήνα ήταν ανάλογης έντασης με αυτόν στην Κωνσταντινούπολη.

Γιατί όμως όλες αυτές οι ομοιότητες μεταξύ Αθηνάς και Κωνσταντινούπολης όσον αφορά τις συνέπειες των αντιστοιχών σεισμών; Όπως είχα προσπαθήσει να υποστηρίξω στο προηγούμενο άρθρο, η βασική αιτία της μαζικής καταστροφής στη Τουρκία ήταν ο τεράστιος βαθμός ανισομέρειας που χαρακτηρίζει την οικονομική ανάπτυξη της γείτονας χώρας που οδήγησε στη δημιουργία μιας τερατούπολης, η οποία έκανε εύκολο το καταστροφικό έργο του σεισμού. Όμως, η ανισομερής ανάπτυξη δεν αποτελεί βέβαια προνόμιο της Τουρκίας, ούτε καν της Ελλάδος. Η ανισομέρεια αποτελεί θεμελιακό χαρακτηριστικό μιας ανάπτυξης που γίνεται βασικά χωρίς κοινωνικό σχεδιασμό και αφήνεται στις άναρχες δυνάμεις της αγοράς.  Σε χώρες όμως όπου η οικονομική δομή τους δεν αναπτύχθηκε ιστορικά μέσα από μια αυτόχθονη και εσωστρεφή διαδικασία, όπως στα καπιταλιστικά κέντρα,  αλλά αντίθετα καθορίστηκε από τον τρόπο με τον οποίο  οι χώρες αυτές ενσωματώθηκαν στη παγκόσμια οικονομία της αγοράς, η αναπτυξιακή διαδικασία παίρνει μια ειδική μορφή που χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικά υψηλότερο βαθμό ανισομέρειας.[3] Η ανισομέρεια αυτή αναφέρεται όχι μόνο σε διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά τομείς, κλάδους, προϊόντα, ή ακόμη και στάδια παραγωγής, αλλά και σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης κατά γεωγραφικές περιφέρειες.

Έτσι, αυτού του είδους η ‘ανάπτυξη’ οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό γεωγραφικής συγκέντρωσης και αντίστοιχα περιφερειακών ανισοτήτων στο εσωτερικό των περιφερειακών και ημι-περιφερειακών χωρών, σε σχέση με αυτό των μητροπολιτικών. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η πρωτεύουσα συγκέντρωνε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και ιδιαίτερα την διοικητική υποδομή που προσέλκυαν,  ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το 73% των βιομηχανικών μονάδων και το 49% της δευτερογενούς απασχόλησης.[4] Ανάλογη ήταν και η συγκέντρωση των υπηρεσιών στην πρωτεύουσα για να εξυπηρετήσουν όχι μόνο τον κρατικό Λεβιάθαν αλλά και τον συγκεντρωμένο ιδιωτικό τομέα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η περιοχή του λεκανοπέδιου γρήγορα συγκέντρωσε τον πληθυσμό σχεδόν της μισής χώρας αφού οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη απορροφητικότητα εργασίας στη μεταπολεμική περίοδο ήταν οι κατασκευές και οι υπηρεσίες κλάδοι των οποίων η ανάπτυξη  συγκεντρωνόταν βασικά στη περιοχή αυτή. Μέσα σε 30 χρόνια η αναλογία του Αθηναϊκού στον συνολικό πληθυσμό σχεδόν διπλασιάστηκε, από 18% το 1951 σε 31% το 1981. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ήδη το 1981 η πυκνοκατοίκηση στη περιφέρεια πρωτεύουσας, που αυξήθηκε κατά 63% σε 20 μόλις χρόνια (1961-81), ήταν σχεδόν εκατονταπλάσια από τη μέση πυκνοκατοίκηση της χώρας![5]

Φυσικά, η τεραστία αυτή συγκέντρωση δεν οφείλεται μόνο στους παραπάνω στενά οικονομικούς παράγοντες αλλά και σε άλλους παράγοντες οι οποίοι όμως έμμεσα ανάγονται συνήθως σε οικονομικούς. Τέτοιοι παράγοντες που λειτούργησαν ως πόλοι έλξης ήταν οι καλύτερες δυνατότητες υγειονομικής περίθαλψης, εκπαίδευσης κ.λπ. που παρουσίαζε η πρωτεύουσα. Για παράδειγμα, στην Αθήνα αντιστοιχούσε ένας γιατρός σε 215 κατοίκους στις αρχές της περασμένης δεκαετίας έναντι ενός γιατρού σε 14.000 κατοίκους στην υπόλοιπη χωρα.[5] Ανάλογα ισχύουν για την σημασία του πολιτιστικού παράγοντα. Δεδομένου ότι η οικονομία της αγοράς λειτουργεί με βάση τους νόμους της ζήτησης και της προσφοράς η συγκέντρωση ενός τεράστιου πληθυσμού στην πρωτεύουσα λειτουργούσε σαν ‘κράχτης’ για να προσελκύει κάθε είδους πολιτιστική δραστηριότητα στο κέντρο, ερημώνοντας πολιτιστικά την υπόλοιπη χώρα και δημιουργώντας άλλο ένα κίνητρο φυγής από την  ύπαιθρο, ιδιαίτερα, χώρα.

Η αδυναμία, επομένως, της μεταπολεμικής ανάπτυξης να δημιουργήσει συνθήκες πλήρους απασχόλησης κατά αποκεντρωτικό τρόπο οδήγησε στη συγκέντρωση του πλεονάζοντος πληθυσμού, (που δεν μπόρεσε να βρει διέξοδο στη μετανάστευση), κατ’ αρχήν, στην περιοχή του λεκανοπέδιου και, δευτερευόντως, στη  Θεσσαλονίκη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 1981 το 66% του αστικού πληθυσμού συνωστιζόταν σε δυο πόλεις: την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκέντρωση αυτή είναι η μεγαλύτερη στη Δυτική Ευρώπη εφόσον η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη περιφερειακή ανισότητα από όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και αυτές της ημιπεριφέρειας (Πορτογαλία, Ισπανία, Νότια Ιταλία).[6]

Όμως, αυτή την συγκέντρωση δεν την έδωσε ο Θεός ούτε υπήρχε πάντα. Στις αρχές του αιώνα  (το 1907) οι 14 μεγαλύτερες πόλεις συγκέντρωναν μόλις το 17% του συνολικού πληθυσμού.[7] Όταν όμως άρχισε η σταδιακή ενσωμάτωση της χώρας στην οικονομία της αγοράς την περίοδο του μεσοπόλεμου, τότε που η μικρασιατική καταστροφή πρόσφερε το φθηνό εργατικό δυναμικό και οι προστατευτικοί δεσμοί το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο για κάποια επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής[8], η συγκέντρωση στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα διπλασιάζεται με αποτέλεσμα ότι ενώ το 1920 ο αστικός πληθυσμός ήταν μόνο 23% του συνόλου, το 1961 ξεπερνά το 43%.[9] H ‘απογείωση’ όμως της συγκέντρωσης στην πρωτεύουσα συμβαίνει από τη δεκαετία του 1960 και μετά, όταν ολοκληρώνεται η ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνή οικονομία της αγοράς με την σύνδεση και αργότερα την έναρξη της στην ΕΟΚ. Ενδεικτικά, το 1961 στο σύνολο της χώρας υπήρχαν 64 περίπου κάτοικοι  ανά τ.χμ., ενώ στην περιοχή πρωτεύουσας υπήρχαν 4.339 κάτοικοι. Μέχρι το 1981 οι κάτοικοι ανά τ.χμ. στο σύνολο της χώρας έφθαναν τους 74, ενώ στη περιοχή του λεκανοπέδιου τους 7.090. Μέσα δηλαδή σε μια εικοσαετία είχε αυξηθεί η πυκνοκατοίκηση στη πρωτεύουσα κατά περίπου 64%![10]

Οι αιτίες γνωστές. Όσο η χώρα ενσωματωνόταν περισσότερο στην οικονομία της αγοράς αυτό σήμαινε μια παραπέρα ‘αγοραιοποίηση’, δηλαδή όλο και λιγότερους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στην αναπτυξιακή διαδικασία για χάρη της ‘ανάπτυξης’. Ο ανταγωνισμός, που καθορίζει την δυναμική της οικονομίας της αγοράς, φρόντιζε ώστε η οικονομική δραστηριότητα και αντίστοιχα ο ενεργός πληθυσμός της χώρας να συγκεντρώνονται στην περιοχή με τα μεγαλύτερα εχέγγυα οικονομικής ‘αποτελεσματικότητας’ και συνακόλουθα κερδοφορίας. Αυτό σήμαινε όλο και περισσότερες πολυκατοικίες για να στεγάσει το 31% του πληθυσμού που συνωθείτο σε μια έκταση που μόλις κατελάμβανε το 0,3% της συνολικής έκτασης της χώρας. Αυτό επίσης σήμαινε τη δημιουργία διάφορων φαύλων κύκλων (κτίσιμο σε ακατάλληλα εδάφη, κακές κατασκευές που ικανοποιούσαν τις ανάγκες εύκολου κέρδους μερικών, αλλά και στέγασης ή απασχόλησης πολλών άλλων) που δυνητικά αύξαναν τη καταστρεπτικότητα φυσικών φαινομένων όπως οι σεισμοί, πλημμύρες κ.λπ. Μόνο η τύχη έσωσε αυτή τη φορά τους Αθηναίους από το να πληρώσουν μια ακόμη μεγαλύτερη τιμή για το ‘οικονομικό θαύμα’ της ‘ανάπτυξης’. Και, φυσικά, εκείνοι που πληρώνουν περισσότερο την ‘ανάπτυξη’, είτε στην Αθήνα είτε στην Κωνσταντινούπολη, είναι τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα τα οποία παίρνουν και το μικρότερο μερίδιο από αυτή...

 


 

[2] Tim Radford, Guardian, 8/9/99

[3] βλ. για παραπέρα ανάλυση. T. Φωτόπουλος, Eξαρτημένη Aνάπτυξη, Eξάντας, 1985 & 1987 κεφ. ΣΤ

[4] OECD, Regional Problems and Policy in Greece, 1981

[5] Στατιστική. Επετηρίδα της Ελλάδος 1987, ΙΙ:6

[6] A. Williams, Southern Europe Transformed, Harper & Row,1984, p. 214

[7] Eξαρτημένη Aνάπτυξη,σελ 311

[8] Μιχ. Ψαλιδοπουλος, Η Κρίση του 1929 και οι Ελληνες Οικονομολόγοι, 1989, κεφ. Τρίτο

[9] Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος 1987, II : 5

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[10] Στο ίδιο, ΙΙ: 6