(Ελευθεροτυπία, 25 Σεπτεμβρίου 1999)

Εξουσία και ναρκωτικά: Απάντηση σε "αντιεξουσιαστές"

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τμήμα της ‘προοδευτικής‘ μυθολογίας που αναπτύσσεται, ιδιαίτερα στη χώρα μας, για τα ναρκωτικά είναι ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι απλώς ένα ‘εξουσιαστικά κατασκευασμένο πρόβλημα’. Ότι δηλαδή για διάφορους λόγους που εξυπηρετούν την (Αμερικανική) εξουσία έχει εισαχθεί η ποινικοποίηση της χρήσης. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι υποστηρικτές του μύθου αυτού δεν βλέπουν καμιά αντίφαση στο γεγονός ότι σήμερα η (Ευρωπαϊκή) εξουσία τάσσεται υπέρ της φιλελευθεροποίησης, από τμήματα της ηγεσίας του κλήρου και της...αστυνομίας μέχρι και κόμματα του κατεστημένου όπως οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι που θέτουν τώρα θέμα αναθεώρησης της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά.

Δεν θα επαναλάβω τις θέσεις που επανειλημμένα έχω υποστηρίξει από τη στήλη αυτή για το κρίσιμο αυτό κοινωνικό προβλημα.[1] Συνοπτικά, η θέση που προσπάθησα να υποστηρίξω στο παρελθόν είναι ότι η λύση δεν βρίσκεται ούτε στη ποινικοποίηση της χρήσης, που απλώς τιμωρεί τα θύματα, ούτε βέβαια στη νομιμοποίηση των ναρκωτικών, που θα συντείνει στην εξάπλωση τους. Κατά τη θέση αυτή, η σημερινή επιδημική εξάπλωση των ναρκωτικών αποτελεί ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο το οποίο μπορεί να εξηγηθεί με αναγωγή στους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που προσδιορίζουν το σημερινό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης. Οποιαδήποτε, επομένως, απόπειρα πραγματικής αντιμετώπισης του προβλήματος θα έπρεπε vα στοχεύει πρωταρχικά στην απoτρoπή της παραπέρα εξάπλωσης της κατάχρησης vαρκωτικώv και τη παράλληλη κoιvωvική ενίσχυση των εξαρτημέvωv και όχι απλώς στη καταπολέμηση των συμπτωμάτων της κατάχρησης ναρκωτικών (αύξηση εγκληματικότητας κ.λπ.). Προς τη κατεύθυνση αυτή είχα προτείνει παλαιότερα την άρση της ποινικοποίησης της χρήσης που δεν θα συνοδευόταν όμως από την νομιμοποίηση των ναρκωτικών, αλλά από τη δημιουργία κοινοτικών κέντρων, τα οποία, με στόχο την εvδυvάμωση της ατομικής αυτovoμίας των χρηστών, θα στήριζαν τα προγράμματα πρόληψης και κοινωνικού ελέγχου.

Δεδομένου δηλαδή ότι η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες και ιδιαίτερα από τα σκληρά ναρκωτικά, αλλά όχι σπάνια και από τα μαλακά, είναι αναμφισβήτητο ότι έχει κοινωνικές συνέπειες, καθώς και βραχυχρόνιες, αν όχι μακροχρόνιες, επιδράσεις στη διανοητική ικανότητα των χρηστών είναι φανερό ότι το κοινωνικό σύνολο νομιμοποιείται στον έλεγχο της χρήσης τους. Πράγμα που δεν συμβαίνει με το τσιγάρο, το αλκοόλ η με τον...καφέ, όπως εκ του πονηρού ισχυρίζονται οι προοδευτικοί ‘αντί-εξουσιαστές’. Και αυτό, διότι η μόνη συνέπεια της εξάρτησης από το τσιγάρο είναι η διακινδύνευση της ζωής του ίδιου του χρήστου, ιδιαίτερα  όταν υπάρχουν μέτρα διαχωρισμού καπνιστών και μη σε δημόσιους χώρους. Ούτε βέβαια υπάρχει σύγκριση με το αλκοόλ, παρόλο που η εξάρτηση από αυτό έχει ανάλογες κοινωνικές συνέπειες με τα ναρκωτικά, εφόσον είναι δεδομένο ότι η αναλογία αλκοολικών προς τους καταναλωτές είναι ελάχιστη σε σχέση με την αντίστοιχη αναλογία στα ναρκωτικά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι ίδιοι οι εξαρτημένοι από ναρκωτικά  σε πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο δελτίο του Βρετανικού Royal College of Psychiatry  δηλώνουν ότι είναι εναντίον της αποποινικοποίησης των ναρκωτικών, με την εξαίρεση της κάνναβης. Όπως δήλωσε ο Dr. Sahib που συνέταξε τη σχετική έκθεση, «η πλειονότητα των χρηστών πιστεύει ότι η αποποινικοποίηση των ναρκωτικών θα οδηγήσει σε αύξηση της χρήσης».[2]

Όμως, σήμερα έχει καλλιεργηθεί η ιδεολογία ανάμεσα στους νέους, ιδιαίτερα στον αντι-εξουσιαστικό χώρο, ότι αποτελεί κάποιο είδος ‘αντι-εξουσιαστικής’ στάσης ζωής η κατανάλωση ναρκωτικών, που συχνά καταλήγει σε εξάρτηση. Η πολιτική της ποινικοποίησης της χρήσης παίζει βασικό ρόλο στη ‘νομιμοποίηση’ της  βλακώδους αυτής ιδεολογίας, η οποία δεν έχει κανένα θεωρητικό ή ιστορικό στήριγμα. Έτσι, στο θεωρητικό επίπεδο, υποστηρίζεται η θέση ότι η κατασταλτική πολιτική ανάγεται στην υπέρτατη πλανητική εξουσία των ΗΠΑ (και της CIA) με στόχους: τη δημιουργία υποκατάστατου στην ‘αυτοκρατορία του κακού’ που εξαφανίστηκε με το τέλος του ψυχρού πόλεμου, τη παροχή καλύμματος (και χρηματοδότησης) για επεμβάσεις οπουδήποτε απειλούνται τα συμφέροντα των ΗΠΑ, τον έλεγχο του ‘πλεονάζοντος’ (κατά Τσόμσκι) πληθυσμού μέσω της αύξησης της καταπίεσης και της συνακόλουθης τρομοκράτησης του, τη δημιουργία δυνατότητας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ να επεκτείνει τις δραστηριότητες του μέσω της διαχείρισης του παράνομου χρήματος από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών κλπ. Αλλά, μολονότι κανένας δεν θα αμφισβητούσε ότι η κατασταλτική πολιτική έχει παίξει πράγματι κατά καιρούς τους παραπάνω ρόλους, αποτελεί κατά τη γνώμη μου απλοϊκή γενίκευση η άποψη ότι για τις άρχουσες ελίτ στις ΗΠΑ και αλλού η πολιτική καταστολής επιβάλλεται βασικά από λόγους σαν τους παραπάνω. Όπως αντίστοιχα θ αποτελούσε ανόητη συνωμοσιολογία η δικαιολόγηση της ποτοαπαγόρευσης στη διάρκεια του μεσοπόλεμου για παρόμοιους λόγους.

Είναι φανερό ότι η κατασταλτική πολιτική επιβάλλεται και από τις ανάγκες του κεφαλαίου για παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα τις οποίες αγνοούν οι προοδευτικοί ‘αντί-εξουσιαστές’. Διότι βέβαια αυτό που ανησυχεί τις άρχουσες ελίτ σε σχέση με τα ναρκωτικά δεν είναι ο αριθμός των θανάτων που προκαλούν, αλλά το γεγονός ότι, πέρα από την επιπρόσθετη επιβάρυνση στα συστήματα υγείας, επιδρούν αρνητικά στη διανοητική ικανότητα των εξαρτημένων και επομένως στη παραγωγικότητα τους. Γιαυτο και δεν σκοτίζονται εάν το τσιγάρο προκαλεί αντίστοιχη επιβάρυνση στα συστήματα υγείας και περισσότερους θανάτους. Είναι άλλωστε προφανές ότι όλα τα παραπάνω οφέλη από τη κατασταλτική πολιτική μπορούν να επιτευχθούν (και ήδη επιδιώκονται) με αλλά μέσα. Για παράδειγμα, ο πόλεμος κατά της ‘τρομοκρατίας’ παίζει σήμερα πολύ πιο σοβαρό ρόλο υποκατάστατου στην ’αυτοκρατορία του κακού’ από τον ‘πόλεμο κατά των ναρκωτικών’ και ήδη έχει οδηγήσει σε αντίστοιχες επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και αλλού. Ακόμη, η εξουσία δεν έχει έλλειψη προσχημάτων για την καταπίεση του πλεονάζοντος πληθυσμού, όπως άλλωστε συνέβαινε και πριν την εξάπλωση των ναρκωτικών. Ούτε βέβαια, η επιβίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ  εξαρτάται από τη διαχείριση του ναρκο-χρήματος’! Τα κέρδη άλλωστε από ένα νόμιμο εμπόριο των ναρκωτικών δεν θα ήταν χαμηλότερα από τα σημερινά. Εάν λοιπόν η αμερικανική ελίτ σήμερα είναι υπέρ της κατασταλτικής πολιτικής αυτό δεν οφείλεται σε κάποια συνομωσία αλλά απλώς στο γεγονός ότι κρίνει (προς το παρόν) ότι το όφελος στη παραγωγικότητα από την καταστολή, που πιστεύει ότι συγκρατεί τη παραπέρα εξάπλωση των ναρκωτικών, είναι σημαντικότερο από το προσδοκώμενο όφελος από τη νομιμοποίηση (μείωση εγκληματικότητας κ.λπ.). Αντίθετη εκτίμηση κάνουν σήμερα οι Ευρωπαϊκές ελίτ που στρέφονται  υπέρ της φιλελευθεροποίησης.

Αλλά και η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ο έλεγχος του πληθυσμού δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω της καταστολής, όπως (αφελώς ή μη) υποστηρίζουν οι ‘αντί-εξουσιαστές’, αλλά,  πολύ περισσότερο, μέσω της ίδιας της διάδοσης των ναρκωτικών από την εξουσία. Ο Μαρξ είχε παραστατικά περιγράψει στην αρθρογραφία του πως οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν καταφύγει ακόμη και σε πόλεμο με τη Κίνα για να διασφαλίσουν την εισαγωγή οπίου . Δηλαδή, ενός ‘δηλητηριώδους’, κατά τον Μάρξ, ναρκωτικού που όπως τόνιζε ήταν προηγούμενα εντελώς άγνωστο στους Κινέζους, με προφανή στόχο την  εξασφάλιση της οικονομικής εξάρτησης της απέραντης αυτής χώρας.[3] Αλλά και πρόσφατα, όπως αποκάλυψε ο Gary Webb,[4] η CIA, για να χρηματοδοτήσει τους κόντρας της Νικαράγουας, εσκεμμένα δημιούργησε μια επιδημία κοκαΐνης στα γκέτο των μαύρων του Λος Άντζελες, (πράγμα που έμμεσα επιβεβαίωσαν τρεις κυβερνητικές εκθέσεις πέρυσι) με αποτέλεσμα την αποσύνθεση της μαύρης κοινότητας.[5] Έτσι, με ένα σμπάρο η CIA πετύχαινε δυο τρυγόνια: την ‘ειρηνοποίηση’ τόσο των Νικαραγουανών (με τις  σφαίρες) όσο και των μαύρων ―που είναι κατ’ εξοχήν θύματα του νεοφιλελευθερισμού― (με τα ναρκωτικά).

Ερώτημα για τους ‘αντί-εξουσιαστές’: μήπως ο σημερινός άνεμος φιλελευθεροποίησης στο κατεστημένο της ΕΕ έχει στόχο, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο του πληθυσμού μέσω των ναρκωτικών για να περνά ευκολότερα η σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική των Σρέντερ, Κόν Μπεντιτ και κομπανία; Και είναι άσχετη με την εξάπλωση των ναρκωτικών η σημερινή απάθεια της δυτικής νεολαίας που, για παράδειγμα, ελάχιστα εξεγέρθηκε για το Νατοϊκό έγκλημα στη Γιουγκοσλαβία;

 

 


 

[1] Τ. Φωτόπουλος, Ναρκωτικά: Πέρα από τη δαιμονολογία της ποινικοποίησης  και την ‘προοδευτική’ μυθολογία της φιλελευθεροποίησης, Ελ. Τύπος, 1999

[2] Luke Harding, Guardian, 14/4/98

[3] K. Marx, Οn Colonialism & Modernization, Anchor 1969,  σελ. 340-

[4] Gary Webb, Dark Alliance: The CIA, The Contras and the Crack Cocaine Explosion, Seven Stories Press, 1998.

[5] D. Taylor, Guardian, 16/9/99.