Ελευθεροτυπία (2 Δεκεμβρίου 2000)


Το εργασιακό και η συγκάλυψη της ανεργίας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση, μετά τη νίκη της στις τελευταίες εκλογές και με την παθητική «για την τιμή των όπλων» αντίσταση των γραφειοκρατικών συνδικάτων, προχωρά ακάθεκτη στην «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, έχοντας μάλιστα το θράσος να την παρουσιάζει (με τη συμπαράσταση των «εκσυγχρονιστών» σε όλα τα κόμματα), ότι στοχεύει στη μείωση της ανεργίας! Στη πραγματικότητα, ο στόχος της Κεντροαριστεράς εδώ και στο εξωτερικό είναι η συγκάλυψη της ανεργίας, όπως άλλωστε κάνει φανερό η διεθνής εμπειρία.

Όπως είναι γνωστό, οι αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, δεν έχουν ακόμη συνέλθει από την οικονομική κρίση που σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, που δεν ήταν αποτέλεσμα της κρίσης του πετρελαίου, όπως συνήθως λέγεται, αλλά της βασικής αντίφασης που δημιουργούσε η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η παράλληλη συνεχής επέκταση του κρατισμού[1]. Έτσι, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αντίφαση αυτή, οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλφιλελεύθεροι (δηλ. τα «σοσιαλιστικά» κόμματα με νεοφιλελεύθερη πολιτική) έθεσαν σε κίνηση μια διαδικασία συρρίκνωσης του οικονομικού ρόλου του κράτους και παράλληλης απελευθέρωσης και απορύθμισης των αγορών, που οδήγησε σε τεράστια επέκταση της ανοιχτής ανεργίας. Η ανεργία στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (στην «ομάδα των 7») υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε 20 χρόνια (από ένα μέσο 3,4% το 1973 σε 8% το 1994).

Όμως, αυτή η ανοικτή μαζική ανεργία σηματοδοτούσε απλώς τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς από την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, όπου επικρατούσαν συνθήκες σχετικά πλήρους απασχόλησης, σε μια νέα περίοδο μαζικής χαμηλόμισθης εργασίας και υποαπασχόλησης. Η εξέλιξη αυτή ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα τόσο της απελευθέρωσης των αγορών εργασίας όσο και μιας συστηματικής προσπάθειας από τις πολιτικές ελίτ να μειώσουν την ανοιχτή ανεργία (με διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα για τους άνεργους κ.λπ.), η οποία επιφέρει ένα υψηλό πολιτικό κόστος και εκθέτει ανεπανόρθωτα το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, χάρη στις «ελαστικές αγορές εργασίας», το ποσοστό ανεργίας στους «7» μειώθηκε σήμερα περίπου στο 7%. Μόνο στα τελευταία 4 χρόνια, η ανεργία στην ΕΕ μειώθηκε κατά περίπου 22,5% (από 10,7% στις αρχές του 1997 σε 8, 4% σήμερα). Άλλο βέβαια το γεγονός ότι το 80% των νέων προσλήψεων κατά την τελευταία πενταετία αφορά δουλειές προσωρινής η μερικής απασχόλησης όπου σήμερα απασχολούνται το 27% των μισθωτών των χωρών της ΕΕ!

Οι ΗΠΑ προηγήθηκαν και εδώ με το «θαύμα» της μείωσης της ανεργίας, από 9,5% το 1983 σε 4% σήμερα. Τα στοιχεία όμως αυτά συγκαλύπτουν το γεγονός ότι ενώ πριν από 25 χρόνια η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων που απολύονταν έβρισκε δουλειά με αποδοχές εξίσου υψηλές όσο και οι αποδοχές της προηγούμενης δουλειάς τους, σήμερα μόνο το 35% των απολυόμενων από θέσεις πλήρους απασχόλησης καταλήγει σε εξίσου ή καλύτερα αμειβόμενες δουλειές, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη καθήλωση για πάνω από 20 χρόνια των πραγματικών μισθών και τη μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια από την κρίση του 1930[2].

Αντίστοιχα στη Βρετανία, η επίσημη ανεργία είναι 1,6 περίπου εκ. (5,4%) αλλά, αν συνυπολογιστούν οι γυναίκες και οι εργαζόμενοι σε «αναγκαστική» μερική απασχόληση (διότι αδυνατούν να βρουν πλήρη απασχόληση), η πραγματική ανεργία ανέρχεται σε 4 εκ., δηλ. το 13,7%.[3] Η ευέλικτη αγορά εργασίας που εισήγαγε ο Θατσερισμός και συνεχίζουν οι σοσιαλφιλελεύθεροι του Μπλέρ σημαίνει ότι οι περισσότερες νέες δουλειές είναι σε χαμηλόμισθη μερική απασχόληση, ή σε περιστασιακές και προσωρινές (με βραχύχρονα συμβόλαια) δουλειές. Ήδη άλλωστε από το 1993 τα δυο τρίτα των Βρετανικών θέσεων εργασίας δεν ήταν σε «σταθερές» δουλειές με επιδόματα, διακοπές κ.λπ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι Βρετανοί σήμερα εργάζονται περισσότερο από όλους μέσα στην ΕΕ, με το 30% των ανδρών σε πλήρη απασχόληση να εργάζονται πάνω από 48 ώρες τη βδομάδα. Όπως τονίζει ο καθηγητής στο Παν. του Λανκαστερ S.Fleetwood, «οι εργάτες σήμερα μπορούν να έχουν είτε μια ανασφαλή κακοπληρωμένη και γεμάτη στρες δουλειά, ή καθόλου δουλειά».[4] Το επιθυμητό (για τους εργοδότες) αποτέλεσμα είναι ότι παρά τη σημαντική μείωση της ανεργίας δεν αυξήθηκε αντίστοιχα το κόστος εργασίας και ο πληθωρισμός, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.[5]

Τέλος, στη Γαλλία, οι θέσεις εργασίας που δημιούργησε το νέο εργασιακό μοντέλο του Ζοσπέν —στο οποίο βασικά στηρίχτηκαν και οι δικοί μας σοσιαλφιλελεύθεροι— που συνδύασε την «ελαστική» εργασία με το 35ωρο (μοντέλο για το οποίο πανηγύριζαν, ως δήθεν απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό, οι δικές μας «προοδευτικές» δυνάμεις «της Αριστεράς και της Οικολογίας»[6]) αφορούν στη συντριπτική τους πλειοψηφία θέσεις χαμηλόμισθης μερικής, ή βραχυχρόνιας, απασχόλησης, με ταυτόχρονη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και περιορισμούς στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έχει διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία (από 7,8% σε 15,6%).

Έτσι, ο άκρατος ανταγωνισμός που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση και η συνακόλουθη ελαστικοποίηση της εργασίας σημαίνει για τους περισσότερους πολύ περισσότερη χαμηλόμισθη δουλειά (υπερωρίες, πολυθεσία κ.λπ.) και στρες. Σύμφωνα με σχετική μελέτη, τα τελευταία 20 χρόνια, παρά τη μείωση των ωρών εργασίας, μειώνεται συγχρόνως και ο χρόνος ανάπαυσης: στις ΗΠΑ κατά 140 ώρες το χρόνο και στη Βρετανία κατά 7 ώρες την εβδομάδα[7]. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η τελευταία Έκθεση (2000) του ILO (ΟΗΕ) βρήκε ότι το στρες έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, εξαιτίας της ελαστικότητας της αγοράς εργασίας, η οποία, με την ευκολία των απολύσεων και τα βραχυχρόνια συμβόλαια που έχει εισαγάγει, ενίσχυσε δραστικά τις απαιτήσεις των εργοδοτών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα αλλά και την ανασφάλεια των εργαζόμενων.

Στην Ελλάδα, η ανεργία διπλασιάστηκε από το 1984 μέχρι το 1997 (από 3,6% σε 7%) και από τότε, χάρη στις προσπάθειες του «νέου» σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ, αυξήθηκε ακόμη 60%, ξεπερνώντας σήμερα το 11% και φθάνοντας το 41% στους νέους 15-19 ετών! Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τι εργατικό κόστος μειωνόταν δραστικά όλη τη προηγούμενη δεκαετία,[8] ενώ τα κέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις πολλαπλασιαζόντουσαν. Η αιτία δεν είναι βέβαια οι μετανάστες από τα κράτη του τ. «υπαρκτού», όπως άμεσα ή έμμεσα διακηρύσσουν οι ελίτ καλλιεργώντας τη ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Οι μετανάστες καταλαμβάνουν ανειδίκευτες θέσεις εργασίας και βασικά ανταγωνίζονται τους δικούς μας απόφοιτους του δημοτικού, όπου όμως η ανεργία μειώνεται ενώ, αντίθετα, φουντώνει στους απόφοιτους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.[9] Δηλαδή, οι μετανάστες ουσιαστικά παίζουν τον ρόλο της φτηνής αύξησης της παραγωγής (και της παραγωγικότητας) και της παράλληλης —σωτήριας για τους εργοδότες— συμπίεσης των μισθών.

Η αιτία της ανεργίας είναι η χρόνια έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων και το παράλληλο στέρεμα των παραδοσιακών πηγών συγκάλυψης της ανεργίας, δηλαδή της μετανάστευσης και της επέκτασης του δημόσιου τομέα. Έτσι, οι σοσιαλφιλελεύθεροι, στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που παίρνουν ως δεδομένο, δεν έχουν παρά να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Ευρωπαίων συνάδελφων τους, δηλαδή να συγκαλύψουν την ανεργία με την επέκταση της μερικής απασχόλησης (που στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλή αφού φτάνει μόνο το 6%, έναντι 17% στην ΕΕ)[10] και γενικότερα των μορφών «ελαστικής» απασχόλησης. Η αναμενόμενη συνέπεια είναι ότι στα προσεχή χρόνια, με τη βοήθεια και του πρόσκαιρου «μπουμ» από την Ολυμπιάδα και τα έργα υποδομής που χρηματοδοτεί η ΕΕ, θα υπάρξει κάποια μείωση της ανεργίας, αλλά και θα φουντώσει παραπέρα η φτώχια (στην οποία ήδη είναι καταδικασμένο το 20% του λαού) και η ανισότητα, ενώ θα εντατικοποιηθεί ακόμη περισσότερο η εργασία και η ανασφάλεια .

 


[1] Βλ. για παραπέρα ανάλυση, Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999), κεφ. 1.

[2] Louis Uchitelle και N.R. Kleinfield, International Herald Tribune (6 Mαρτίου1996).

[3] Industrial Society/The Guardian (13/10/2000).

[4] The Guardian (13/9/1999).

[5] R. Marris, The Observer (23/5/1999).

[6] Βλ. π.χ. Κ. Βεργόπουλος, Ελευθεροτυπία (19/10/1997).

[7] J. Vidal, The Guardian (28/8/2000).

[8] OECD Survey on Greece 1998, Πιν. 3.

[9] Βλ. έρευνα του ΕΚΚΕ, Ελευθεροτυπία (19/3/2000).

[10] Έκθεση Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ 2000.