(Ελευθεροτυπία, 15 Ιανουαρίου 2000)

H εξουσία των διανοουμένων στα MME

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Mια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή της εξουσίας που ασκούν τα MME(1) και κυρίως τα ηλεκτρονικά, είναι ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζουν, όχι μόνο την προβολή του έργου των διανοούμενων, μέσω του ελέγχου που ασκούν στην πρόσβασή τους σε αυτά, αλλά ακόμη και την αναγνώρισή τους μεταξύ των συναδέλφων τους στον επιστημονικό χώρο. Οπως εύστοχα περιγράφει τη σχετική διαδικασία ο Pierre Bourdieu(2), «μολονότι οι δημοσιογράφοι κατέχουν μια κατώτερη και εξαρτημένη θέση στο πεδίο της πολιτιστικής παραγωγής, ασκούν μια πολύ ιδιαίτερη μορφή κυριαρχίας μέσω του ελέγχου που ασκούν πάνω στα μέσα δημόσιας έκφρασης, ελέγχοντας στην πραγματικότητα την ίδια τη δημόσια ύπαρξη, δηλαδή την ικανότητα κάποιου να αναγνωρίζεται ως «δημόσιο πρόσωπο» -πράγμα, βέβαια, που έχει κρίσιμη σημασία για πρόσωπα όπως οι πολιτικοί και μερικοί διανοούμενοι». Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια κάθε σεβόμενος εαυτόν διανοούμενος επιδιώκει να έχει τη δική του τακτική εκπομπή στην τηλεόραση, πράγμα που δεν είναι δύσκολο να επιτύχει, αρκεί να έχει τις κατάλληλες προσβάσεις στα κανάλια και -προπαντός- να συμπλέει με τα δύο ιδεολογικά στρατόπεδα της κατεστημένης σκέψης στην Eλλάδα, δηλαδή είτε το εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο (που περιλαμβάνει και τη μεταρρυθμιστική Aριστερά) είτε το στρατόπεδο των ελληνορθόδοξων. Eτσι, μια σειρά επιλεγμένων διανοουμένων έχει αποκτήσει κατά καιρούς ο καθένας την τηλεοπτική εκπομπή του, στα κρατικά κυρίως κανάλια, που στην Eλλάδα δεν ενδιαφέρονται τόσο για τα ποσοστά θεαματικότητας όσο για την πελατειακή λειτουργία τους, σε αντίθεση, π.χ., με το επίσης κρατικό BBC, όπου το φαινόμενο είναι αδιανόητο, παρά την ύπαρξη σημαντικότερων και πολύ περισσότερων διανοουμένων του είδους στη Bρετανία. Περιττό να σημειωθεί ότι και τα δύο ιδεολογικά στρατόπεδα δεν θέτουν σε καμία αμφισβήτηση το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αφού η μεν μεταρρυθμιστική Aριστερά μέσα στο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο απλώς επικρίνει τις ακραίες συνέπειες της διεθνοποίησης, ενώ το ελληνορθόδοξο στρατόπεδο βασικά αμφισβητεί τις πολιτιστικές συνέπειες της ενσωμάτωσης της Eλλάδας στην E.E. και τον αντίστοιχο δυτικό πολιτιστικό «ιμπεριαλισμό».

Οι δημοσιογράφοι, λοιπόν, αυτοί που ελέγχουν τα κρατικά κανάλια ή τις στήλες μαζικής κυκλοφορίας εφημερίδων που ασχολούνται με τη σκέψη (π.χ., τα ένθετα για βιβλία ή τα διάφορα εβδομαδιαία αφιερώματα που τελευταία ανθούν στον ελληνικό Tύπο) μπορούν, όπως τονίζει ο Bourdieu, «να επιβάλλουν σε ολόκληρη την κοινωνία τη δική τους αντίληψη των προβλημάτων και τη δική τους οπτική γωνία»(3). Kαι αυτό γιατί, παρά τον ανταγωνισμό μεταξύ δημοσιογραφικών συγκροτημάτων και αντίστοιχα των ίδιων των δημοσιογράφων, το δημοσιογραφικό πεδίο θεμελιώνεται πάνω σ' ένα σύνολο κοινών παραδοχών και πεποιθήσεων που ξεπερνά τις διαφορές αυτές. Tο σύνολο αυτό των κοινών παραδοχών και πεποιθήσεων στη χώρα μας δεν υπερβαίνει τα δύο ιδεολογικά στρατόπεδα που ανέφερα παραπάνω. Eτσι, οι δημοσιογράφοι που ελέγχουν τα σχετικά κανάλια και στήλες, όταν συμβαίνει κάποιο σημαντικό γεγονός ή όταν θέλουν να κάνουν κάποιο αφιέρωμα, για να σχολιαστεί ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός (π.χ., η παγκοσμιοποίηση, η σημασία του αιώνα που πέρασε ή αυτού που ανατέλλει κ.λπ.), θα καλέσουν κατά κανόνα «κατεστημένους» διανοούμενους, δηλαδή διανοούμενους που εκφράζουν απόψεις μέσα στο στενό φάσμα που θα ορίζουν τα όρια των δύο ιδεολογικών στρατοπέδων. Δηλαδή, σε ένα φάσμα που θα περιλαμβάνει απόψεις οι οποίες δέχονται ως δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (οικονομία αγοράς, αντιπροσωπευτική δημοκρατία κ.λπ.) και απλώς εκφράζουν ενστάσεις που δεν ξεπερνούν τα όρια μιας μεταρρυθμιστικής κριτικής του πλαισίου αυτού (χαρακτηριστικό παράδειγμα που εκφράζει το φάσμα αυτό είναι πρόσφατο βιβλίο για την παγκοσμιοποίηση σοσιαλδημοκράτη οικονομολόγου, με προνομιακή πρόσβαση στα MME, που συγκεντρώνει το εγκώμιο σοσιαλφιλελεύθερων υπουργών, «ριζοσπαστών» πολιτικών ηγετών και ελληνορθόδοξων!). Οι τυχόν εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό γίνονται με στόχο ν' «αποδειχτεί» ο δήθεν πλουραλισμός τους. Eπομένως, το ποιοι διανοούμενοι ανθολογούνται ή επιλέγονται για μαζική προβολή ως οι «κορυφαίοι» διανοούμενοι που καλούνται να σχολιάσουν την πραγματικότητα, είναι αποτέλεσμα επιλογής αυτών που ελέγχουν τα σχετικά αφιερώματα και κανάλια, με βάση τα παραπάνω κριτήρια. Οπως εύστοχα περιγράφει τη διαδικασία των εβδομαδιαίων αφιερωμάτων ο Bourdieu, «τα εβδομαδιαία αφιερώματα των εφημερίδων λατρεύουν αυτού του είδους τη δραστηριότητα, να δίνουν δηλαδή τη λίστα των "ιν" διανοουμένων, των διανοουμένων που "λογαριάζουν"(4). Eτσι, η επιλογή διανοουμένων που εκφράζει το στενό φάσμα που ανέφερα και η αγνόηση ή υποβάθμιση του έργου των υπόλοιπων λειτουργεί ως μορφή "κατασκευής συναινέσεων"(5) ή άσκησης (συνειδητής ή μη) λογοκρισίας(6), αντίστοιχα». Συγχρόνως, όλοι αυτοί οι διανοούμενοι που προβάλλονται μαζικά από τα MME, για το πολύ κοινό, που δεν έχει ούτε το χρόνο ούτε συχνά τη δυνατότητα να προσεγγίσει εναλλακτικούς μη κατεστημένους τρόπους σκέψης, αποτελούν «τους» διανοούμενους, μόνο και μόνο διότι προβάλλονται, οι ίδιοι και οι ίδιοι, συνεχώς από τα μίντια. Σήμερα, μάλιστα, η δύναμη αυτών που ελέγχουν τα ένθετα/αφιερώματα (ή, αντίστοιχα, τα σχετικά κανάλια) να προβάλλουν τους επιλεγόμενους διανοούμενους του κατεστημένου είναι ακόμη μεγαλύτερη, παρά στο παρελθόν. Ο κατακλυσμός εκδόσεων και πληροφοριών, όπου οι αναγνώστες συνήθως βρίσκονται σε άγνοια ακόμη και για το ποιες είναι οι νέες εκδόσεις ή τα νέα ρεύματα στη σκέψη, κάνει ακόμη δυσκολότερη την επιλογή (γι' αυτό και στην Eλλάδα κατεστημένοι διανοούμενοι αναλαμβάνουν να κάνουν «ευκολότερη» την επιλογή με εκπομπές για τα σύγχρονα «μονοπάτια της σκέψης», που βέβαια κατά κανόνα δεν θέτουν σε αμφισβήτηση τις θεσμικές παραμέτρους του συστήματος). Mια άλλη παρενέργεια της προνομιακής πρόσβασης που εξασφαλίζουν στα MME μερικοί από τους διανοούμενους, είναι ότι η πρόσβαση αυτή παίζει αποφασιστικό ρόλο στην καθιέρωσή τους, όχι μόνο στο ευρύ κοινό (με αντίστοιχες επιπτώσεις στις πωλήσεις των βιβλίων τους κ.λπ., δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αυτο-καθιέρωσης), αλλά και μέσα στα γνωστικά πεδία τους, πράγμα που συνήθως δημιουργεί μια τεράστια αναντιστοιχία μεταξύ πραγματικών προσόντων των διανοουμένων αυτών και της θέσης τους στην ακαδημαϊκή ιεραρχία κ.λπ. H διαδικασία αυτή χαμηλώνει το «τίμημα εισόδου» σε μια σειρά γνωστικών πεδίων και μπορεί να καθιερώσει κάποιους ως «κορυφαίους» φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, οικονομολόγους, ιστορικούς κ.λπ., απλώς και μόνο λόγω της προνομιακής πρόσβασής τους στα MME, με συνέπεια ότι ακόμη και αποφάσεις για το ποια πανεπιστημιακά τμήματα θα τύχουν προνομιακής μεταχείρισης στα ερευνητικά προγράμματά τους να κρίνονται με βάση τις «διασημότητες» που περιλαμβάνουν στο ακαδημαϊκό προσωπικό τους.

Kαταλήγοντας, είναι ίσως περιττό να προστεθεί ότι όλοι αυτοί, οι οποίοι προβάλλονται μαζικά ως οι «κορυφαίοι διανοούμενοι» κ.λπ., είναι ακριβώς αυτοί για τους οποίους συνήθως ο ίδιος ο τίτλος του διανοουμένου είναι λίαν αμφίβολος. Kαι αυτό διότι, όπως είχε τονίσει π.χ. ο Kαστοριάδης, όταν οι «διανοούμενοι» εγκαταλείπουν την κριτική τους λειτουργία του θεσμικού πλαισίου και «προσχωρούν ενθουσιωδώς σ' αυτό που υπάρχει, απλώς γιατί υπάρχει», τότε παίζουν απλώς το ρόλο του απολογητή του συστήματος(8). Διότι, βέβαια, ιστορικό χαρακτηριστικό της ιντελιγκέντσιας(9) είναι η κριτική της θεσμισμένης πραγματικότητας. Ομως, η κριτική της θεσμισμένης πραγματικότητας δεν μπορεί ποτέ να γίνει «από τα μέσα», από «διανοούμενους» που έχουν προ-αποδεχτεί την πραγματικότητα αυτή στους βασικούς θεσμούς της. Δεν αποτελεί, δηλαδή, πραγματική κριτική της πραγματικότητας η επίκριση των συνεπειών του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου (π.χ., της συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής δύναμης ή της διογκούμενης ανισότητας κ.λπ.) στο πλαίσιο μιας προβληματικής που δεν θέτει θέμα αμφισβήτησης των ίδιων των θεσμών. H κριτική που περιορίζεται απλώς στην αμφισβήτηση της κακής λειτουργίας των θεσμών -δηλαδή, το είδος κριτικής που ασκούν οι «κατεστημένοι» διανοούμενοι που προβάλλουν μαζικά τα MME- και όχι των ίδιων των θεσμών δεν έχει καμία σχέση με τον ιστορικό ρόλο των διανοουμένων.

 

 

[1] Bλ. το αφιέρωμα του περιοδικού Democracy & Nature «MME, κουλτούρα και δημοκρατία» (Mάρτιος '99) - Φωλιά του Bιβλίου.

[2] P. Bourdieu, Οn Television and Journalism, Pluto, 1996, σελ. 46.

[3] Στο ίδιο σελ. 47.

[4] Στο ίδιο σελ. 57.

[5] E.S. Herman, & N. Chomsky, Manufacturing Consent, 1988.

[6] P. Bourdieu, σελ. 47.

[7] Στο ίδιο σελ. 60.

[8] K. Kαστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος, Yψιλον, 1992, σελ. 24.

[9] βλ. π.χ. M. Bookchin, The Third Revolution, Cassell, 1996, σελ. 15, 269.