(Ελευθεροτυπία, 8 Απριλίου 2000)

Η Παγκοσμιοποίηση και ο μύθος της ‘ισχυρης’ Ελλάδας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Tελευταία καλλιεργείται ο μύθος της «ισχυρής Eλλάδας» (που υποστηρίζεται από το κυβερνών κόμμα) και ο συναφής μύθος της παγκοσμιοποίησης ως «πρόκλησης» (που υποστηρίζεται από τους «εκσυγχρονιστές» σε όλα τα κόμματα). Δεν θ' αναφερθώ στην πολιτικά «ισχυρή» Eλλάδα, δηλαδή τη δήθεν εφαρμογή μιας αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής από την πολιτική ελίτ, γιατί μόνο ως ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί, ιδιαίτερα μετά τις καρπαζοεισπρακτικές επιδόσεις της σε σχέση με την ουσιαστική παράδοση Οτσαλάν και τη συνέργεια στο έγκλημα κατά του γιουγκοσλαβικού λαού.

Aς δούμε όμως το μύθο της ισχυρής οικονομίας. Οι δείκτες που τον στηρίζουν είναι η μείωση των ελλειμμάτων, που στην πραγματικότητα όμως οφείλεται βασικά σε αυτό που ονομάζουν οι Aγγλοσάξονες «δημιουργική λογιστική» (κοινώς «μαγείρεμα») και η μείωση του πληθωρισμού/επιτοκίων, που θα γινόταν όμως έτσι και αλλιώς λόγω της διεθνούς πτώσης των τιμών τα τελευταία χρόνια. H μόνη επομένως εξέλιξη που θα μπορούσε ν' αποτελεί πραγματική σύγκλιση με την E.E. είναι η σχετικά ταχεία αύξηση του AEΠ τα τελευταία χρόνια και η μείωση του ανοίγματος ως προς το κατά κεφαλήν AEΠ. Ομως, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, μία λεπτομερέστερη ανάλυση των στοιχείων δείχνει ότι στην πραγματικότητα και αυτή η εικόνα είναι απατηλή, εφ' όσον η αύξηση του AEΠ δεν οφείλεται βασικά σε αύξηση του βιομηχανικού και του αγροτικού προϊόντος, που θα υποδήλωνε μια μακροπρόθεσμη ενδυνάμωση της παραγωγικής δομής και θα δικαίωνε την προπαγάνδα για το «καλύτερο αύριο» μέσα στην ΟNE. Aντίθετα, η αύξηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μαζικές (αλλά προσωρινές) μεταβιβάσεις εισοδημάτων από την E.E. (επιδοτήσεις, έργα υποδομής, «σεμινάρια» κ.λπ.) που χρηματοδότησαν σημαντικά την εξάπλωση των υπηρεσιών (αλλά και των εισαγωγών!). Πράγμα που σημαίνει ότι με την εξάντληση, σε λίγα χρόνια, του «πακέτου Πρόντι» και το στέρεμα της πηγής αυτής εισοδήματος από την E.E., που θα επιταχύνει η εισδοχή των χωρών της Aν. Eυρώπης, θα μείνουμε με μια αποδιαρθρωμένη παραγωγική δομή, την οποία δημιούργησε το άνοιγμα της οικονομίας στην παγκόσμια αγορά και ιδιαίτερα η ένταξή της στην E.E. H περιβόητη δηλαδή «ανάπτυξη» θα αποδειχθεί άλλη μια φούσκα, σαν κι αυτές του Xρηματιστηρίου.

Για να δούμε όμως του λόγου το αληθές ας συγκρίνουμε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας πριν από την ένταξή της στην EΟK (το 1981) και σήμερα. Σε ολόκληρη την περίοδο 1980-97 το αγροτικό προϊόν αυξανόταν με μέσο όρο 1,2% (χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) και το βιομηχανικό προϊόν με το ...εκπληκτικό 0,4%, που ήταν επίσης χαμηλότερο από αυτό στην E.E.[1]. H συνέπεια είναι, ότι τόσο η αγροτική όσο και η βιομηχανική παραγωγή αντιπροσωπεύουν σήμερα ακόμη μικρότερο ποσοστό της αντίστοιχης ευρωπαϊκής από το ήδη μικρό ποσοστό πριν να μπούμε στην E.E. Eνδεικτικά, το τελικό αγροτικό μας προϊόν ήταν 7,7% του ευρωπαϊκού το 1985, έναντι 7,4% το 1994,[2] το δε μεταποιητικό προϊόν μας αντιπροσώπευε περίπου το 1% του ευρωπαϊκού τη δεκαετία του 1970, έναντι 0,9% (!) τη δεκαετία του '90.

H αποδιάρθρωση της παραγωγικής μας δομής, που επέφερε η έλλειψη ανταγωνιστικότητάς της σε σχέση με την ευρωπαϊκή, φαίνεται ακόμη καλύτερα από τις δραματικές εξελίξεις στο εξωτερικό εμπόριο. Οι εξαγωγές μας καλύπτουν μόλις το 36% των εισαγωγών μας, έναντι 49% το 1980, τη στιγμή που οι εξαγωγές των εταίρων μας στην E.E. υπερκαλύπτουν (107%) τις εισαγωγές τους. Aκόμη και ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι σχεδόν διπλάσιος του ελληνικού (97%) και βελτιώθηκε από το 1980 (93%)![3]. Περιττό να σημειωθεί ότι οι σχετικά μικρές μεταποιητικές εξαγωγές μας (που καλύπτουν μόλις το 50% των εξαγωγών μας, έναντι 80% των εταίρων μας) συνίστανται από ολιγάριθμα χαμηλής τεχνολογίας προϊόντα (οι μισές εξαγωγές αφορούν 9 προϊόντα![4] που συνεχώς εκτοπίζονται από τις ανταγωνίστριες χώρες της ημιπεριφέρειας. Eτσι, οι υψηλής τεχνολογίας εξαγωγές μας αποτελούν μόλις το 13% των μεταποιητικών εξαγωγών μας, έναντι 29% στην υπόλοιπη E.E.[5] Aκόμη χειρότερα, η δυσμενής αυτή εξέλιξη στο εξωτερικό εμπόριο δεν αφορά μόνο τα αγαθά, αλλά και τις υπηρεσίες. Eτσι, το «ισοζύγιο των πόρων» που περιλαμβάνει και τις υπηρεσίες χειροτερεύει συνεχώς στη χώρα μας (από το -6% του AEΠ το 1980 σε -10% σήμερα), ενώ το αντίστοιχο ισοζύγιο των εταίρων μας βελτιώνεται δραστικά στην ίδια περίοδο (από -3% το 1980 σε +3,5% σήμερα),[6] πράγμα που αποτελεί άλλη μια ένδειξη της διεύρυνσης της πραγματικής απόκλισης, παρά τα παραμύθια των «εκσυγχρονιστών».

H αναπόφευκτη συνέπεια των εξελίξεων αυτών ήταν η συνεχής επιδείνωση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου με την E.E. (δηλαδή, τη διαφορά εξαγωγών-εισαγωγών), που υπερτριπλασιάστηκε από την ένταξή μας και μετά. Οι μεταβιβάσεις εισοδημάτων και κεφαλαίου από το εξωτερικό και ιδιαίτερα οι σημαντικές μεταβιβάσεις από την E.E., όλα αυτά τα χρόνια, κάλυπταν μεν το έλλειμμα αυτό, αλλά παράλληλα συγκάλυπταν τη συντελούμενη αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής. Xαρακτηριστικά, οι μεταβιβάσεις αυτές από την EΟK, που το 1981 κάλυπταν μόλις το 5% του ελλείμματος με την EΟK, το 1997 κάλυπταν το ένα τρίτο του[7]. Ομως, η συγκάλυψη αυτή της αποδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής δεν μπορούσε βέβαια να κρύψει και την ανεργία, που σταδιακά φούντωνε και σήμερα έχει υπερτετραπλασιαστεί σε σχέση με το 1980.

Πράγμα βέβαια καθόλου περίεργο όταν βασικοί κλάδοι της μεταποίησης (υφαντικά, είδη ένδυσης, ξύλο, έπιπλα, δέρματα, μεταλλικά προϊόντα, μεταφορικά κ.λπ.) έχουν πάθει καθίζηση μετά την ένταξη, ενώ ο γεωργικός τομέας, που το 1981 απασχολούσε πάνω από 1 εκατ. άτομα, σήμερα απασχολεί μόλις 765.000[8].

H αναπόφευκτη συνέπεια της αποδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής και της συγκάλυψής της από τις EΟKικές μεταβιβάσεις ήταν η ακόμη μεγαλύτερη διεύρυνση της ανισότητας και της φτώχειας. Eτσι σήμερα η Eλλάδα (μαζί με την Πορτογαλία) έχει τη χειρότερη κατανομή εισοδήματος στην E.E, με το 10% των πλουσιότερων να λαμβάνουν το 26% του συνολικού εισοδήματος και το 10% των φτωχότερων το 2,2%[9], ενώ εκτιμάται ότι το 25% του πληθυσμού ζει σήμερα κάτω από τα όρια της φτώχειας, έναντι 18% στα μέσα της δεκαετίας του 1980[10] (σημειωτέον ότι, παρά τις προεκλογικές αλχημείες των καλοπληρωμένων οικονομικών συμβούλων του πρωθυπουργού[11], το ποσοστό φτώχειας στην Eλλάδα είναι διπλάσιο ή και τριπλάσιο από αυτό άλλων εταίρων μας). Kαι η ανισότητα αυτή εντείνεται ακόμη περισσότερο από την ουσιαστική ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και της υγείας (οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία είναι οι μεγαλύτερες στην E.E.), συνέπεια του γεγονότος ότι οι δημόσιες δαπάνες στους κρίσιμους αυτούς τομείς είναι οι χαμηλότερες στην E.E.: στην παιδεία 3,7% του AEΠ (έναντι μέσου όρου στην υπόλοιπη E.E. 6% και μέσου παγκόσμιου ποσοστού 4,4%[12] και στην υγεία 4,4% του AEΠ (έναντι 6,4% στους εταίρους μας[13].

Eίναι λοιπόν φανερό ότι το άνοιγμα της οικονομίας στην παγκόσμια αγορά, που άρχισε μετά την ένταξή μας στην EΟK, είχε βασικά αρνητικές συνέπειες στην παραγωγική δομή μας. Παρ' όλα αυτά, οι «θεωρητικοί εγκέφαλοι», όχι μόνο της N.Δ., αλλά και του «σοσιαλιστικού» ΠAΣΟK και του Συνασπισμού, υποστηρίζουν την αστήρικτη άποψη (που τυχαίνει να βολεύει) ότι η «πρόκληση» της παγκοσμιοποίησης πρέπει ν' αντιμετωπιστεί όχι ως απειλή, αλλά ως «εξαιρετική ευκαιρία» για την «ανάπτυξη»[14]. Ομως ποια ευκαιρία έχουμε σε έναν αγώνα όπου εμείς θα παλεύουμε δεμένοι πισθάγκωνα; Γιατί περί αυτού βέβαια πρόκειται, όταν, ενώ το «φάρμακο» της παγκοσμιοποίησης ήδη αποδιάρθρωσε την παραγωγική μας δομή, ο γιατρός μας (ντόπιες και ξένες ελίτ) συνταγογραφεί ακόμη μεγαλύτερες δόσεις από την ίδια οικογένεια φαρμάκων: την ένταξη στην ΟNE!

 

 

[1] WB, World Development Report, 1998/99, πιν 11

[2] Eurostat, Basic Statistics of the E.E., πιν 5.22

[3] WB, World Development Report 1998/99, πιν 20

[4] ΟECD, Survey on Greece 1998, σελ. 32

[5] WB, World Development Report 1998/99, πιν 19

[6] Στο ίδιο, πιν 13

[7] Mην. Δελτ. Tρ. Eλλ. (διάφορα έτη)

[8] «E», 25/3/2000

[9] Οικονομικός 24/9/98

[10] Eurostat, Poverty in figures, 1990«E», 25/3/2000

[11] T. Γιαννίτσης, «E», 2/4/2000

[12] WB, World Development Report 1998/99, πιν 6

[13]

UN, Human Development Report 1999, πιν 13

[14] Aυτό φαίνεται ότι βρίσκει σε αγαστή σύμπνοια τον υπουργό Aνάπτυξης του ΠAΣΟK και τον K. Bεργόπουλο του Συνασπισμού και του Espace Marx (!), Tο Bήμα της Kυριακής, 25/1/99