(Ελευθεροτυπία, 1 Ιουλίου 2000)

Εκσυγχρονισμός,  Ελληνοορθοδοξία και Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η χρονια και εντεινόμενη με την ένταξη στην ΟΝΕ διαμάχη μεταξύ ‘Ελληνοφρόνων’ και ‘Ευρωφρονων’, στην οποία έχω αναφερθεί παλιότερα από τη στήλη αυτή,[1] αποκορυφώθηκε την περασμένη βδομάδα με το ‘επίτευγμα’ των εκσυγχρονιστών να μας εντάξουν στην ΟΝΕ και τη παράλληλη μαζική αντιπαράθεση των ελληνορθόδοξων με αφορμή το θέμα των ταυτοτήτων. Στη πραγματικότητα όμως η διαμάχη αυτή δεν αφορά την ίδια την ένταξη αλλά μόνο το πολιτιστικό της περιεχόμενο και ιδιαίτερα  τη διαφύλαξη της ορθοδοξίας, με την οποία η Ελληνορθόδοξη πτέρυγα της ελίτ ταυτίζει τον Ελληνισμό. Πράγμα που έκανε σαφές ο προκαθήμενος της Εκκλησίας, που παίζει σήμερα τον ρόλο του ηγέτη των Ελληνορθόδοξων, όταν στους λόγους του δεν παρέλειψε να εγκωμιάσει την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς γενικά και την ΕΕ/ΟΝΕ ειδικότερα (μείον τις πολιτιστικές τους επιπτώσεις). Ουσιαστικά δηλαδή η διαμάχη αυτή αφορά τη σύγκρουση μεταξύ δυο πτερύγων της ελίτ ως προς το εάν θα μπούμε στην ΟΝΕ ως εξευρωπαϊσμένοι η ως Ελληνορθόδοξοι. Η διαμάχη μάλιστα αυτή  διαπερνά όλα τα κόμματα αφού ακόμα και το ΚΚΕ τάσσεται μεν εναντίον των εκσυγχρονιστών για την ένταξη αλλά χωρίς να παίρνει καθαρή στάση εναντίον των Ελληνορθόδοξων.

Η διαμάχη αυτή έχει πάρει ανάλογες διαστάσεις μεταξύ των διανοούμενων στα δυο στρατόπεδα όπου εκσυγχρονιστές και Ελληνορθόδοξοι συναγωνίζονται για τον τίτλο του ‘προοδευτικού’. Έτσι, οι μεν ‘προοδευτικοί’ εκσυγχρονιστές[2]  ταυτίζουν τη νεωτερικότητα και τον Διαφωτισμό με την οικονομική και πολιτική ολιγαρχία που επικρατεί σήμερα στη Δύση, ‘ξεχνώντας’ ότι ο Διαφωτισμός και η νεωτερικότητα δεν γέννησαν μόνο την παρωδία της πολιτικής και οικονομικής ‘δημοκρατίας’ που χαρακτηρίζει την σημερινή αντιπροσωπευτική δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς αντίστοιχα αλλά συνέχισαν και την παράδοση της άμεσης δημοκρατίας που γεννήθηκε σε αυτό τον τόπο (όπως έδειξαν οι μορφές λαϊκής οργάνωσης σε κάθε μεγάλη επανάσταση μετά τον Διαφωτισμό) ενώ παράλληλα δημιούργησαν τη σοσιαλιστική παράδοση. Αντίστοιχα, οι ‘προοδευτικοί’ Ελληνορθόδοξοι αποδίδουν τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση στον Διαφωτισμό, την επιστήμη και τη τεχνολογία ταυτίζοντας, στην εποχή της γενετικής επανάστασης, τον Ελληνισμό με τον ανορθολογισμό της ορθοδοξίας και τον Βυζαντινό σκοταδισμό![3]

Η ένταξη της χώρας στην ΕΕ/ΟΝΕ, που αποτελεί τμήμα της ένταξης στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, έχει αναμφισβήτητες αρνητικές συνέπειες στη κουλτούρα, η οποια συνίσταται από στοιχεία που εκδηλώνουν την ετερονομία του λαού, όπως η θρησκεία, αλλά και από αυτονομιστικά στοιχεία της δημιουργικότητας του,  όπως η γλώσσα, οι καλλιτεχνικές  δημιουργίες, η λαϊκή μουσική κ.λπ. Ειναι δε δυστυχώς αυτά ακριβώς  τα αυτονομιστικά στοιχεία που κινδυνεύουν από τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και όχι η πίστη σε κάποιο θρησκευτικό ανορθολογισμό, ορθόδοξο η μη. Και αυτό, διότι βασική συνέπεια της διεθνοποίησης είναι η πολιτιστική ομογενοποίηση που επιφέρει η κατάκτηση της βιομηχανίας του θεάματος (κινηματογράφος, βίντεο, δίσκοι κλπ) από τις πολυεθνικές, η επικράτηση της Αγγλικής γλώσσας στη πληροφορική (διαδικτυο) κλπ. Αντίθετα, ούτε το ‘διευθυντήριο των Βρυξελλών’ ούτε το Αμερικανικό κογκρέσο έχουν κανένα  λόγο να παρεμβάλουν εμπόδια στη θρησκεία που έχει το ευεργετικό (για τις ελίτ) αποτέλεσμα ότι  ναρκώνει τις αντιδράσεις από την διόγκωση της ανισότητας που επιφέρει η διεθνοποίηση της οικονομίας.

Όμως, εάν οι θέσεις των εκσυγχρονιστών και των ελληνορθόδοξων ήταν οι αναμενόμενες δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτές της Αριστεράς η οποία δεν βρήκε τη δύναμη να οργανώσει ούτε ένα αντί-συλλαλητήριο για να διαδηλώσει την αντίθεση της τόσο στην ΟΝΕ και την ΕΕ που μαζικά προπαγανδίζουν  οι εκσυγχρονιστές (στους οποίους περιλαμβάνεται και ο Συνασπισμός), όσο και στον Βυζαντινό σκοταδισμό που καλλιεργούν η Εκκλησία, οι Ελληνορθόδοξοι ‘διανοούμενοι’ και οι εγκάθετοι όλων αυτών στα ΜΜΕ. Αντίθετα, το ΚΚΕ πήρε μεν θέση εναντίον και των δυο στρατοπέδων η οποια ομως σαφώς κλίνει υπέρ του ελληνορθόδοξου-- σε συνέχεια συμμαχιών του με στελέχη  των  Ελληνορθόδοξων--  ενώ πολλοί από τους συνήθως λαλίστατους  ‘διανοούμενους’ της υπόλοιπης Αριστεράς είτε απέφυγαν συστηματικά να πάρουν οποιαδήποτε δημόσια θέση στο θέμα, είτε όταν πήραν θέση ετάχθησαν υπέρ παρόμοιων συμμαχιών «στο βαθμό που οι (θρησκευόμενοι) αποφασίσουν να παίξουν το ρόλο όχι των πυλώνων της κρατικής εξουσίας, αλλά των υποστηριχτών των λαϊκών κοινωνικών αγώνων»[4]

Το θέμα λοιπόν που γεννάται είναι γιατί η αριστερά μας και ιδιαίτερα το ΚΚΕ θυμήθηκαν τον τεχνητό διαχωρισμό του λαού τώρα που η διαμάχη μεταξύ των δυο στρατοπέδων δίνει για πρώτη φορά την ευκαιρία να χτυπηθεί ο θρησκευτικός ανορθολογισμός ο οποίος έχει φουντώσει στη χώρα μας και δεν διαμαρτυρήθηκαν τόσο καιρό για τη μαζική πλύση εγκέφαλου που στόχευε στην τεχνητή ενοποίηση του λαού στη βάση του θρησκευτικού ανορθολογισμού, με την κυβέρνηση να οργανωνει υποδοχες αρχηγου κρατους για εικονες, τους υπουργους να συναγωνιζονται ποιος θα σηκωσει τα εικονισματα στις θρησκευτικες γιορτές και τα κρατικα καναλια να αφιερώνουν τεράστια αναλογία των προγραμμάτων της για θρησκευτική κατήχηση και τη διάδοση των  ελληνορθόδοξων απόψεων.

Η θέση που υποστήριξε το ΚΚΕ σχετικά είναι ότι η βάση της όλης διαμάχης δεν έχει να κάνει  με τα πραγματικά προβλήματα του λαού και αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό του, ενώ στελέχη του κόμματος που ανέλαβαν να θεωρητικοποιήσουν τη θέση αυτή διακηρύσσουν ότι «η σημερινή (και η χτεσινή και η αυριανή) ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία «θρησκευτική», δηλαδή μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί, και δεν μπορεί παρά να κυριαρχεί (όσο είναι καπιταλιστική) , η θρησκευτική συνείδηση» κάνοντας αναφορά και σε συνωμοσίες εξ ΗΠΑ για «τον πλήρη έλεγχο της πνευματικής ζωής» στην οποία περιλαμβάνουν και την ελληνορθόδοξη παράδοση.[5] Όμως, χρειάζεται μεγάλη δόση συνομωσιολογιας για να δεχθούμε ότι όταν το Κογκρέσο επιβάλλει ισονομία των θρησκειών έχει άλλους στόχους εκτός από  τον ‘ελεύθερο ανταγωνισμό’ όσον αφορά το θρησκευτικό αφιόνισμα-- πράγμα βέβαια που αντίκειται στις μονοπωλιακές διαθέσεις της ορθοδοξίας, ή του καθολικισμού κοκ που ευλογα αντιδρούν.

Έτσι, κατάντησε να αποτελεί αποπροσανατολισμό του λαού από τα προβλήματα του η διαμάχη για τις ταυτότητες και να μην αποτελεί ακόμη χειρότερο αποπροσανατολισμό η καλλιέργεια και προβολή του θρησκευτικού ανορθολογισμού στην οποία επί χρονια επιδίδονται  οι Ελληνορθόδοξοι με τη κρίσιμη βοήθεια των εκσυγχρονιστών και την ανοχή της Αριστεράς. Το γεγονός ότι η ίδια η θρησκεία καλλιεργεί την υποταγή στις βασικές αποφάσεις των οικονομικών και πολιτικών ελίτ είναι προφανώς άσχετο με τον λαϊκό αποπροσανατολισμό για την Αριστερά μας που δεν εχει προβλημα να διαχωρίσει τη θρησκεια από τη γενικότερη ιδεολογία, εαν δεν την βλεπει και θετικά ως στοιχειο της εθνικής μας κουλτουρας κατα της Νέας Τάξης, τη στιγμή, μάλιστα, που ο ανορθολογισμός στις διάφορες μορφές του  αποτελεί το βασικό στήριγμα της Νέας αυτης Τάξης![6]

Όμως οι θέσεις αυτές της Αριστεράς δεν είναι τόσο περίεργες όσο φαίνονται. Αποτελεί συνήθη θέση της παραδοσιακής αριστεράς ότι η αλλαγή στις ιδέες, τις αξίες και γενικότερα το ‘εποικοδόμημα’ που περιλαμβάνει και τη θρησκεία θα έλθει μόνο μετά την  κατάληψη της κρατικής εξουσίας και την αλλαγή της οικονομικής υποδομής. Γι αυτό και ο Έλληνας αριστερός, ακόμη και αν είναι επαναστάτης, μπορεί να  φοράει σταυρουδάκια και να ορκίζει τους συναγωνιστές του στην εκκλησία (Άρης Βελουχιώτης), να είναι ρατσιστής έναντι των τσιγγάνων, των Αλβανών κ.α, να είναι πατριάρχης σε σχέση με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και να εναποθέτει τη λύση όλων αυτών των προβλημάτων στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία! Αντίθετα, η θέση που υποστηρίζεται σήμερα από μια νέα αναδυόμενη ριζοσπαστική αριστερά  είναι ότι οι ιδέες και οι αξίες δεν αλλάζουν παρά ‘από κάτω’, σε αλληλεπίδραση με την σταδιακή αλλαγή των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών, στο πλαίσιο ενός ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος για συστημικη αλλαγή, δηλαδή για την αντικατάσταση της σημερινής παρωδίας πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας με μια πραγματική (περιεκτική) δημοκρατία. [7]



[1] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, (Καστανιώτης, 1997) κεφ 11

[2] βλ. π.χ. Δ. Δημητράκος, Το Βήμα της Κυριακής, 25/6/00

[3] βλ. π.χ. Άρδην, Δεκέμβρης ’97, Ιούνης-Σεπτέμβρης ’98 κλπ

[4] βλ. Γ. Ρούσση, ‘Ε’,  9/6/00.

[5] Βλ. Αρθρογραφία Θ. Παπαρήγα, Ριζοσπάστης, 20/6/00 & 25/6/00

[6] βλ. για παραπέρα ανάλυση Τ. Φωτόπουλος, Θρησκεία, Αυτονομία, Δημοκρατία, Ελ. Τύπος, 2000

[7] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, (Καστανιώτης, 1999), κεφ 7