Ελευθεροτυπία (10 Φεβρουαρίου 2001)


Ποιος πληρώνει τελικά το ευρώ;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Από την πρώτη του νέου χρόνου, η δραχμή ουσιαστικά εξαφανίζεται, μέσα από γιορτές και πανηγύρια του εκσυγχρονιστικού κατεστημένου των Ευρωφρονων και με την ανοχή τουλάχιστον των Ελληνοφρονων, αλλά και των «αριστερών» οικονομολόγων που είναι λαλίστατοι για τον Αμερικανικό «ιμπεριαλισμό» κ.λπ. αλλά σιωπούν για την αρνητική σημασία του τεράστιου αυτού γεγονότος για τον Ελληνικό λαό πράγμα βέβαια όχι ανεξήγητο δεδομένων των σχέσεων πολλών από αυτούς με το εκσυγχρονιστικό κατεστημένο και τα ερευνητικά προγράμματα της ΕΕ. Συγχρόνως όμως για πρώτη φορά το λαϊκό αισθητήριο φαίνεται ότι ξεπερνά τη νάρκωση στην οποία είχε υποβληθεί από την τεχνητή και πρόσκαιρη ευημερία που είχαν δημιουργήσει οι μεταβιβάσεις από την ΕΕ. Έτσι πρόσφατη Ευρω-δημοσκόπηση έδειξε σημαντική μεταστροφή και σήμερα αυτοί που δεν επιθυμούν την αντικατάσταση της δραχμής από το Ευρω υπερτερούν (46% έναντι 39%) ενώ συγχρόνως η Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό ανικανοποίητων από τη πορεία της ΕΕ (65%).[1]

Η μεταστροφή αυτή δεν είναι βέβαια άσχετη με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι μεταβιβάσεις από την ΕΕ σταματούν οριστικά σε λίγα χρόνια και  ότι ο ρόλος τους ήταν ουσιαστικά να καλύψουν τη παράλληλη καταστροφή της παραγωγικής δομής που έφερε η ένταξη στην ΕΕ, όπως έχω προσπαθήσει να δείξω επανειλημμένα από τη στήλη αυτή.  Χαρακτηριστικά, τόσο η μεταποιητική όσο και η αγροτική παραγωγή έχουν μείνει ουσιαστικά στάσιμες σε ολόκληρη την μετά την ένταξη περίοδο αυξάνοντας με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 0,4% η πρώτη και 0,8% η δεύτερη,[2] ενώ ολόκληροι κλάδοι της βιομηχανίας μας έχουν πάθει καθίζηση (υφαντουργία, είδη ενδυμασίας, δερματουργια, έπιπλα, μεταλλικά προϊόντα, μεταφορικά κ.α). Η συνέπεια του βαλτωματος της παραγωγής καθρεφτίζεται στη συνεχή χειροτέρευση του εμπορικού ισοζυγίου. Έτσι, ο λόγος εξαγωγών προς εισαγωγές (δηλ το ποσοστό των εισαγωγών που καλύπτουμε με τις εξαγωγές μας) έπεσε σχεδόν στο μισό από τον καιρό της ένταξης μας στην ΕΟΚ (από  41% το 1981 στο 22% το 1997). Η κατάσταση μάλιστα χειροτερεύει συνεχώς τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο διότι οι εξαγωγές μας έμειναν επίσης βασικά στάσιμες μετά την ένταξη αλλά και διότι συγχρόνως κατακλύστηκαν οι ελληνικές αγορές από τα κοινοτικά προϊόντα, ακόμη και γεωργικά! Ενδεικτικά, το έλλειμμα στο αγροτικό ισοζύγιο υπερπενταπλασιαστηκε μετά την ένταξη (από 380 εκ. δολ. το 1981 σε 2,1 δις δολ. το 1997).[3]

Ακόμη, όπως ήταν αναμενόμενο, η ένταξη στην ΕΟΚ δεν οδήγησε σε καλύτερη κατανομή του εισοδήματος ούτε μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων, ούτε φυσικά μεταξύ Ελλήνων. Έτσι, ενώ το κατά κεφαλή εισόδημα της Ελλάδος ήταν το 53% του Κοινοτικού το 1980, το 1998 είχε πέσει στο 45%.[4] Παράλληλα, η Ελλάδα  έχει αποκτήσει μια από τις χειρότερες κατανομές εισοδήματος στην ΕΕ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΚΕΠΕ,[5] το φτωχότερο 30% των νοικοκυριών προσποριζεται το 8% του συνολικού εισοδήματος ενώ το πλουσιότερο 20% το 47%, ενώ άλλη μελέτη βρήκε ότι το φτωχότερο 10% του πληθυσμού εισπράττει το 2,2% του συνολικού εισοδήματος (έναντι 2,6% στην ΕΕ) και το πλουσιότερο 10% το 26,3% (έναντι 24%)! [6]

Ας δούμε όμως τα υποτιθέμενα οφέλη από το Ευρω και ποιος θα πληρώσει τις συνέπειες. Η πολιτική ελίτ διαφημίζει ότι τώρα ενισχύθηκε η θέση μας μέσα στην ΕΕ. Και αυτό, όταν μετά τη συνθήκη της Νίκαιας η Ελλάδα (μαζί με αλλες μικρές χώρες) έχασε σχεδόν το 40% των ψήφων της στο Συμβούλιο των Υπουργών τη στιγμή που ακόμη και χώρες εκτός Ευρω όπως η Βρετανία  απωλέσαν μόνο το 27% των ψήφων!

Δεύτερον, υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα αποκτά ισχυρό νόμισμα έναντι του ασθενούς νομίσματος που είχαμε μέχρι σήμερα και εισέρχεται σε μια ζώνη σταθερότητας. Αυτό όμως αποτελεί μια ανόητη υπεραπλούστευση που κρύβει τη πραγματικότητα. Η αξία του νομίσματος μιας χώρας στην οικονομία της αγοράς καθρεφτίζει την οικονομική κατάσταση της. Η δραχμή ήταν πράγματι ασθενές νόμισμα και είχε υποστεί χρόνια καθίζηση σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο με τις συνεχείς υποτιμήσεις αλλά αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ούτε ο ιδιωτικός ούτε ο δημόσιος τομέας δημιούργησαν ποτέ μια υγιά παραγωγική δομή. Η εξαφάνιση  της δραχμής, από μόνη της, δεν βελτιώνει τη παραγωγική δομή της χώρας αλλά απλώς σημαίνει  την απώλεια ακόμη και της τυπικής οικονομικής αυτονομίας καθώς και του δικαίώματος ν ασκείται οικονομική πολιτική σύμφωνα με τις δικές μας ανάγκες. Η Τράπεζα της Ελλάδος γίνεται παράρτημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), την πολιτική της οποίας βέβαια καθορίζουν οι ισχυρές οικονομικά χώρες με βάση τα δικά τους συμφέροντα. Έτσι, η οικονομική μας ελίτ δεν θα έχει πια τη δυνατότητα να αλλάζει την ισοτιμία του νομίσματος για να τονώσει τις εξαγωγές και να μειώνει τον πληθωρισμό, ούτε τη δυνατότητα άσκησης αυτόνομης νομισματικής πολιτικής. Ακόμη, με το σύμφωνο σταθερότητας, ουσιαστικά δεν θα έχει πια ούτε δυνατότητα άσκησης αυτόνομης δημοσιονομικής πολιτικής. Πράγμα που ανακαλύπτει σήμερα η Ιρλανδία η οποία βρίσκεται στο στόχαστρο της Κομισιον επειδή τόλμησε να παρεκκλίνει απο τη Κοινοτική δημοσιονομική πολιτική για να μην μειωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της.

Τρίτον, υποστηρίζεται ότι τώρα θ απολαμβάνουμε χαμηλό πληθωρισμό αφού αυτός είναι ο βασικός στόχος της ΕΚΤ που θα καθορίζει τη νομισματική πολιτική. Τι σημαίνει όμως χαμηλός πληθωρισμός στα πλαίσια της ΟΝΕ; Ακόμη και εάν η ΕΚT πετύχαινε μηδενικό πληθωρισμό (πράγμα απίθανο σήμερα) αυτό θα σήμαινε πάγωμα της σημερινής κατάστασης, με τις τιμές να έχουν ήδη πλησιάσει τις Ευρωπαϊκές και τον μέσο μισθό στην Ελλάδα να είναι περίπου ο μισός από τον μέσο Κοινοτικό.[7]  Πέρα όμως από αυτό, για να επιτευχθεί ο στόχος του χαμηλού πληθωρισμού η ελίτ μας έχει μόνο τρεις επιλογές, με δεδομένο ότι τα επιτόκια θα καθορίζονται στο εξής από την ΕΚΤ. Ή να αυξήσει τους φόρους, ή να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, ή να μειώσει τη συνολική κατανάλωση μέσω της συμπίεσης των μισθών. Αλλά η αύξηση των φόρων πάνω στις επιχειρήσεις αποκλείεται για να μη θίξει την ανταγωνιστικότητα και δημιουργήσει «αντικίνητρα». Μένει λοιπόν η αύξηση των φόρων πάνω στους μισθωτούς. Όσον αφορά τη συμπίεση των δαπανών, με δεδομένη την ανειλημμένη υποχρέωση να μειωθεί το υπέρογκο δημόσιο χρέος, βασικά, μόνο οι κοινωνικού χαρακτήρα δαπάνες μπορούν να μειωθούν που είναι όμως οι χαμηλότερες στην ΕΕ (στη μείωση άλλωστε των συνταξιοδοτικών δαπανών στοχεύουν οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό). Τέλος, όσον αφορά τους μισθούς, η συμπίεση τους επιχειρείται με την «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας και τις ιδιωτικοποιήσεις[8] καθώς με την επιβολή του κανόνα ότι θ' αυξάνονται μόνο όταν αυξάνεται η παραγωγικότητα. Πράγμα που σημαίνει εντατικότερη εργασία και ουσιαστικό «πάγωμα» της ανισότητας στη κατανομή εισοδήματος

Τέταρτον, υποστηρίζεται ότι με το Ευρω θ απολαμβάνουμε χαμηλά επιτόκια, πράγμα που υποτίθεται θα ενισχύσει τη χρηματοδότηση της παραγωγής και της κατανάλωσης και θα βοηθήσει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Όμως όλα αυτά δεν σημαίνουν από μόνα τους ισχυρότερη παραγωγική βάση. Η τόνωση της αγοράς από τα χαμηλοτοκα καταναλωτικά δάνεια απλώς θα αυξήσει τις εισαγωγές μας, ενώ η μείωση του χρέους επιχειρείται βασικά με το ξεπούλημα των δημόσιων επιχειρήσεων που θα φέρει μια (πρόσκαιρη) βελτίωση στα δημοσιοοικονομικα μεγέθη (για την οποία πανηγύριζε ο ανεκδιήγητος Υπ. Εθν. Οικονομίας!)

Με βάση τα δεδομένα αυτά δεν είναι περίεργο ότι η μεν οικονομική ελίτ έχει εναποθέσει τις ελπίδες της σήμερα στις ξένες επενδύσεις, που  είναι ομως αμελητέες,[9] η δε πολιτική μας ελίτ (και ανανήψαντες τ. Μαρξιστές!) στην εκπαίδευση.[10] Αυτοί που δεν έχουν κάπου να εναποθέσουν τις ελπίδες τους είναι οι μισθωτοί...

 



[1] Γκαρντιαν (15/1/2001).

[2] World Bank, World Development Report 2000/2001, Πιν. 11.

[3] Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο ΤτΕ (διάφορα χρόνια).

[4] Στοιχεία υπολογισθεντα με βάση τον πιν 7 του Human Development Report  2000 (ΟΗΕ).

[5] ΚΕΠΕ, Διανομή, Αναδιανομή και Φτώχεια, 2000, Εποχή (19/11/2000).

[6] Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, "ΟΝΕ, Ανταγωνιστικότητα και Διαρθρωτικές Αλλαγές, 2001", ‘Ε’ (23/1/2001).

[7] Eurostat 1998, ‘E’, (8/7/1998).

[8] Βλ.περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, (Εκδ. Ελεύθερος Τύπος) αρ. 1 (Φεβρ. 2001).

[9] Δελτίο ΣΕΒ (Δεκ. 2000).

[10] Γ. Κατηφορης, Βήμα (24/12/2000).