Ελευθεροτυπία (10 Μαρτίου 2001)


Η τροφική κρίση, η γεωργία και η παγκοσμιοποίηση

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Οι κρίσεις στην αλυσίδα διατροφής διαδέχονται η μια την άλλη τα τελευταία χρόνια. Έτσι, μετά τις «τρελές αγελάδες», τις διοξίνες στα κοτόπουλα, τα αντιβιοτικά στους χοίρους και τα κοτόπουλα, τώρα προστέθηκε και ο αφθώδης πυρετός για να καταστρέψει και ο,τι είχε απομείνει από την εμπιστοσύνη του καταναλωτή σε σχέση με αυτά που τον τρέφει η αγροτική «βιομηχανία». Και αναφέρομαι εσκεμμένα σε «βιομηχανία» γιατί, όπως θα προσπαθήσω να δείξω συνοπτικά, οι απώτερες αιτίες των αλλεπάλληλων τροφικών κρίσεων αλλά και της γενικότερης κρίσης της γεωργίας είναι η εκβιομηχάνιση της στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, καθώς και η παγκοσμιοποίηση της τελευταίας, ως συνέπεια της δυναμικής της.

 

Η αγροτική εκβιομηχάνιση στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς σημαίνει μια τεράστια συγκέντρωση σε όλα τα στάδια (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση). Μια συγκέντρωση που καταλήγει αναπόφευκτα στον έλεγχο της τροφικής αλυσίδας από μια οικονομική ελίτ (πολυεθνικές που ελέγχουν τη παγκόσμια παραγωγή τροφίμων, χημικών και μηχανημάτων, σουπερμαρκετ που ελέγχουν τη διανομή κ.λπ.). Η συγκέντρωση αυτή ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της γενικότερης συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης που επιφέρει η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης πληθυσμιακής συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα. Ως συνέπεια της συγκέντρωσης αυτής, το εισοδηματικό άνοιγμα μεταξύ του 20% των πλουσιότερων στη γη και του 20% των φτωχότερων που ήταν 30 προς 1 το 1960 έφθασε το 74 προς 1 το 1997, ενώ ο αστικός πληθυσμός που πριν 25 χρόνια ήταν μόλις 38% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα φθάνει το 46% και μέχρι το 2015 υπολογίζεται να ξεπεράσει το 54%.[1] Τέλος, η συγκέντρωση αυτή συνοδεύθηκε, αλλά και διευκολύνθηκε από την παράλληλη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς που στον αγροτικό τομέα σήμαινε τριπλασιασμό του παγκόσμιου εμπορίου σε τρόφιμα μεταξύ 1965 και 1998.[2]

 

Η εκβιομηχάνιση αυτή σήμαινε ακόμη την σημαντική αύξηση της παραγωγής, εφόσον είχε συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας όσων απόμειναν στη γεωργία, αλλά και τη συνακόλουθη συμπίεση των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Ο μέσος αγρότης στη Βρετανία για παράδειγμα παράγει σήμερα τρεις φορές περισσότερα τρόφιμα από ο,τι πριν 25 χρόνια. Σύμφωνα, μάλιστα, με τους απολογητές της οικονομίας της αγοράς, ήταν ακριβώς η αγροτική εκβιομηχάνιση που έκανε δυνατό τον επισιτισμό του συνεχώς διογκούμενου παγκόσμιου πληθυσμού. Η τιμή όμως που πληρώνουμε γι’ αυτού του είδους την εκβιομηχάνιση και αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι αυτή που πληρώνουμε στο σουπερμαρκετ. Για να δούμε την πραγματική τιμή που πληρώνουμε ως κοινωνία θα πρέπει να εξετάσουμε τις συνέπειες της εκβιομηχάνισης σε σχέση με τους ίδιους τους αγρότες, το περιβάλλον και την ίδια την υγεία μας.

 

Ας αρχίσουμε με τους αγρότες. Η συγκέντρωση και η παγκοσμιοποίηση έχουν συνέπεια ότι οι πολυεθνικές και οι μεγαλοαγροτες από τη μια μεριά και τα σουπερμαρκετ από την άλλη εκτοπίζουν τους μικρούς αγρότες, μέσω της συμπίεσης των τιμών που επιβάλλει ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Συγχρόνως, η εξάρτηση του αγρότη από τις πολυεθνικές για την προμήθεια των φυτοφαρμάκων, μηχανημάτων κ.λπ. δημιουργεί άλλο ένα παράγοντα εκτόπισης των μικρό-αγροτών. Για να επιβιώσει ο αγρότης πρέπει να ελαχιστοποιεί τα έξοδα παραγωγής. Στον αγώνα αυτό, που είναι ιδιαίτερα έντονος όσο πιο απορυθμισμένες είναι οι αγορές, οι κτηνοτρόφοι, για παράδειγμα, είναι αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε μεθόδους (όσον αφορά τον τρόπο διαβίωσης και διατροφής των ζώων) που καταλήγουν σε ασθένειες, οι οποίες με τη παγκοσμιοποίηση μεταδίδονται αστραπιαία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την Κομισιον της ΕΕ, τα τελευταία δυο χρόνια ήταν από τα χειρότερα που γνωρίζουμε όσον τον αφθώδη πυρετό, με πάνω από 60 χώρες (συμπεριλαμβανόμενων πολλών που δεν είχαν κρούσματα για πολλές γενιές) να παρουσιάζουν κρούσματα ―μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Ως συνέπεια των τάσεων αυτών, το αγροτικό εισόδημα φθίνει με αποτέλεσμα την ερήμωση της υπαίθρου, που δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Το αγροτικό εισόδημα στη Βρετανία για παράδειγμα έχει πέσει στο μισό του εισοδήματος του 1970[3] ενώ η Κομισιον προβλέπει ότι μέσα σε μια γενιά θα εξαφανιστεί η μισή γεωργία στον Ευρωπαϊκό Βορρά.[4]

 

Ας έλθουμε τώρα στις συνέπειες στο περιβάλλον, φυτικό και ζωικό. Η εντατική χρήση χημικών στη καλλιέργεια έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο στη ποιότητα των τροφίμων (π.χ. άγευστα φρούτα και λαχανικά) αλλά και στο έδαφος. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι η εντατική καλλιέργεια και ιδιαίτερα τα λιπάσματα έχουν μολύνει τις υδατικές πήγες. Ακόμη, η μονοκαλλιέργεια, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της εντατικής καλλιέργειας, έχει συνέπεια ότι τον περασμένο αιώνα εξαφανίστηκε το 75% της παγκόσμιας αγροτικής ποικιλότητας[5]. Όσον αφορά τις συνέπειες της εκβιομηχάνισης σε σχέση με τα ζώα, είναι γνωστές οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης/συνωστισμού των ζώων μέσα σε κλουβιά, όπου τα γεμίζουν με αντιβιοτικά, με μοναδικό στόχο τη ταχεία ανάπτυξη για το σφαγείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της στάσης αυτής αποτελεί η μαζική σφαγή των ζώων που γίνεται σήμερα στην Ευρώπη εξαιτίας του αφθώδους πυρετού. Όπως αποκαλύφθηκε, η σφαγή αυτή δεν επιβάλλεται καν από λόγους αντιμετώπισης της ασθένειας αλλά για καθαρά οικονομικούς λόγους. Ελάχιστα από τα προσβληθέντα ζώα θα έχαναν τη ζωή τους από αυτή. Πολλά όμως θα γινόντουσαν λιγότερο παραγωγικά. Έτσι, με βάση έρευνες «κόστους-ωφελειών» ότι είναι οικονομικότερη η σφαγή από τον εμβολιασμό και με κίνητρο να διατηρήσει η κάθε χώρα το στάτους της «απαλλαγμένης από αρρώστια» περιοχής ―απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή της στο διεθνές εμπόριο― έχουμε τη σημερινή μαζική σφαγή.[6]

 

Τέλος, ας έλθουμε στις συνέπειες της αγροτικής εκβιομηχάνισης στην υγεία μας. Δεν είναι βέβαια περίεργο ότι πολλά από τα χημικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται από την μεγάλης κλίμακας μονοκαλλιέργεια καταλήγουν στα τρόφιμα και τα σώματα μας. Μια έρευνα της Αμερικανικής Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας, για παράδειγμα, βρήκε ότι το 80% των ενήλικων και το 90% των παιδιών έχουν μετρήσιμες ποσότητες εντομοκτόνων στα ούρα τους.[7] Οι καρκίνοι γενικά έχουν αυξηθεί κατά 50% τον τελευταίο μισό αιώνα (με βάση στοιχεία κατά ηλικίες) και, σύμφωνα με τον καθηγητή περιβαλλοντικής ιατρικής S. Epstein του Παν. Ιλλινοις, η αιτία είναι ότι η παγκόσμια παραγωγή συνθετικών οργανικών χημικών αυξήθηκε από το 1940 κατά 600 φορές![8] Ούτε είναι εκπληκτικό ότι στη Βρετανία οι τροφικές δηλητηριάσεις πενταπλασιάστηκαν σε λιγότερο από 20 χρόνια. Ιδιαίτερα, όταν πάρουμε υπόψη ότι η χρήση αντιβιοτικών στα ζώα, με στόχο την επιτάχυνση της ανάπτυξης τους και την αντιμετώπιση των ασθενειών που δημιουργούν οι συνθήκες διαβίωσής τους, δεκαπενταπλασιαστηκε σε 30 χρόνια και ότι σήμερα περισσότερα αντιβιοτικά χρησιμοποιούνται από τα ζώα παρά από τους ανθρώπους.[9] Αναπόφευκτα, οι ασθένειες που έχουν σχέση με τη διατροφή σκοτώνουν περισσότερους ανθρώπους στη Δύση από οποιαδήποτε άλλη αιτία.[10]

 

Είναι επομένως φανερό ότι η βαθιά αυτή κρίση είναι «συστημικη», αφορά δηλαδή το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί με τη στροφή στη καλλιέργεια βιολογικών προϊόντων, ή γενικότερα την παραδοσιακή γεωργία, όπως προτείνουν ως πανάκεια οι οικολόγοι. Μια τέτοια επιστροφή απαιτεί ριζική αποκέντρωση στην παραγωγή και την κατανάλωση, δηλαδή την αντιστροφή της συγκέντρωσης που ιστορικά επέφερε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς ―πράγμα αδύνατο μέσα στο σύστημα αυτό. Γι’ αυτό και η προσπάθεια των οικολόγων για την εξάπλωση της βιολογικής καλλιέργειας στο υπάρχον σύστημα απλώς οδηγεί σε ένα νέο κοινωνικό διχασμό, που είναι εν εξελίξει στη Δύση, όπου τα μεν προνομιούχα κοινωνικά στρώματα θα καταφεύγουν στα βιολογικά προϊόντα για να μειώσουν τις συνέπειες στην υγεία τους ενώ οι υπόλοιποι θα είναι αναγκασμένοι να καταναλώνουν τα «δεύτερα» της μαζικής αγροτικής «βιομηχανίας».

 


[1] UN Human Development Report 1999

[2] G. Monbiot, “Sins of the superstores visited on us: It is big profits not 'cheap' food to blame for the latest farming crisis,” The Guardian (1/3/2001). http://www.guardian.co.uk/politics/2001/mar/01/politicalcolumnists.georgemonbiot

[3] D. Walker, The Guardian (5/3/2001).

[4] M. Woollacott, The Guardian (2/3/2001).

[5] S. Gorelick, The Ecologist (Φεβρουάριος 2001).

[6] A.Woods, The Guardian (28/2/2001).

[7] S. Gorelick, ο.π

[8] G. Monbiot, “Purporting to be beating cancer,The Guardian (4/1/2001). http://www.guardian.co.uk/society/2001/jan/04/cancercare.health

[9] A. Browne & P. Ηarris, The Observer (25/2/2001).

[10] M. Fort, The Observer (25/2/2001).