(Ελευθεροτυπία, 2 Ιουνίου 2001)

Τα ΑΕΙ-ΤΕΙ και η διεθνοποίηση της οικονομίας μας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η σημερινή αναταραχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τους καθηγητές και φοιτητές των ΑΕΙ και των ΤΕΙ να χωρίζονται σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα σχεδόν σε ‘ταξική’ βάση, στη πραγματικότητα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο η Ελληνική οικονομία ενσωματώνεται στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Με αυτό δεν εννοώ βέβαια την τυπική δέσμευση της Ελλάδας να συμμορφωθεί στη Διακήρυξη της Μπολωνια αλλά την ουσιαστική της υποχρέωση να διαμορφώσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα ικανοποιεί τις ανάγκες μιας διεθνοποιημένης Ελληνικής οικονομίας.

Ο βασικός στόχος της Διακήρυξης της Μπολωνια είναι η σύγκλιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη ώστε να δημιουργηθεί ένας ‘Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης’ που διασφαλίζει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής οικονομίας της αγοράς απέναντι στις ανταγωνίστριες οικονομίες του Βορειοαμερικανικού μπλοκ (NAFTA) και των χωρών της Άπω Ανατολής. Ο στόχος αυτός είναι λογική συνέπεια της παγκόσμιας ελαστικοποιησης’ της αγοράς εργασίας που επιβάλλει η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή της ουσιαστικής ενοποίησης της αγοράς εργασίας όσον αφορά την απορύθμιση της αλλά όχι και όσον αφορά τη κινητικότητα της που εμποδίζεται με κάθε τρόπο, ιδιαίτερα από τον Νότο στον Βορρά, ώστε να εξακολουθεί ο πρώτος να παρέχει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει στις πολυεθνικές του δεύτερου. Με άλλα λόγια, η σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων αποτελεί συνέπεια της ομογενοποίησης της αγοράς εργασίας που επιφέρει η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς.

Τι σημαίνει όμως για την Ελλάδα αυτή η ομογενοποιηση της εκπαίδευσης; Σημαίνει μήπως την υποβάθμιση των Πανεπιστημιακών σπουδών και ιδιαίτερα των προπτυχιακών προς όφελος των μεταπτυχιακών; Όμως, δεν είναι ο τριετής κύκλος (ο οποίος, όπως ξεκαθαρίστηκε μετά τη σύνοδο της Πράγας, δεν είναι καν υποχρεωτικός) που υποβαθμίζει το πτυχία στη χώρα μας αλλά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει παραγωγική δομή άξια του ονόματος της και αναγκαστικά οι πτυχιούχοι συνωστίζονται στις υπηρεσίες, όπου ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ τους οδηγεί σε συνεχή αύξηση των απαιτουμένων τυπικών προσόντων. Αυτή άλλωστε είναι μια πολύ συνηθισμένη διαδικασία σε χώρες στη περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπου σήμερα ζητείται ακόμη και διδακτορικό για να μπορέσει κάποιος να βρει δουλειά σε τομείς συνήθως εντελώς άσχετους με το αντικείμενο των σπουδών του. Στις Αγγλοσαξονικές χώρες όμως  μπορεί κάποιος ακόμη και σήμερα (αν και σε μικρότερο βαθμό από ο,τι 10-20 χρόνια πριν) να βρει απασχόληση με μόνο το πτυχίο ενός τριετούς κύκλου. Είναι επομένως η συγκεκριμένη παραγωγική δομή της χώρας και ο τρόπος ‘ανάπτυξης’ της που οδηγεί σε διαρκή επιμήκυνση των σπουδών και υποβάθμιση των προπτυχιακών, καθώς και στην τεραστία και διογκούμενη ανεργία μεταξύ των πτυχιούχων, και όχι η συνθήκη της Μπολώνια!

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ΤΕΙ είναι πράγματι πιο υποβαθμισμένα από τα ΑΕΙ αλλά αυτό δεν οφείλεται σε κάποιο εγγενές χαρακτηριστικό τους αλλά στον τρόπο οργάνωσης και χρηματοδότησης τους που ποτέ δεν επιδίωξε ουσιαστικά την ομογενοποιηση των δυο τομέων της τριτοβάθμιας, όπως έγινε σε άλλες χώρες. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, παρά την παραπληροφόρηση που επιχειρείται εδώ, σε πολύ πρόσφατη έρευνα ποιοτικής κατάταξης των πανεπιστήμιων της, τα ‘νέα’ Πανεπιστήμια (δηλ. τα τέως polytechnics) κατέλαβαν συχνά θέσεις εξίσου καλές (κάποτε μάλιστα καλύτερες!) σε σχέση με τα παλιά! (Guardian, 22/5/2001) Και αυτό, παρά το κρίσιμο γεγονός ότι τα νέα Πανεπιστήμια και εκεί δεν διέθεταν ποτέ τη χρηματοδότηση πολλών από τα παλιά.  Ο βασικός τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε η ομογενοποιηση των δυο τομέων ήταν η ντεφακτο ομογενοποιηση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των διδασκόντων, που άρχισε από τον καιρό της ίδρυσης τους ως polytechnics στα τέλη της δεκαετίας του ’60, πολύ πριν ν' αρχίσει η διαδικασία αξιολόγησης των τμημάτων σπουδών τους η οπόια είχε στόχο την ομογενοποιηση των πτυχίων στη τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Αντίστοιχα, δεν υπάρχει αμφιβολία για την υποβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος γενικά και των πανεπιστήμιων μας ειδικότερα σε σχέση με αυτά των χωρών του Βορρά. Η υποβάθμιση αυτή επίσης δεν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό τους αλλά άμεση συνέπεια του τρόπου ‘ανάπτυξης’ της χώρας και του συνακόλουθου  χρόνιου ελλείμματος στη χρηματοδότηση της Παιδείας και της έρευνας. Αναγκαία, επομένως, (όχι όμως και επαρκής) συνθήκη για την αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης γενικά είναι η επαρκής χρηματοδότηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου τους που απαιτεί όμως την δραστική φορολόγηση (στη πράξη και όχι στη θεωρία) των ανώτερων εισοδημάτων και των κερδών. Όμως, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο  στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς εφόσον θα λειτουργούσε ως αντικίνητρο στις επενδύσεις, ντόπιες και ξένες. Η επαρκής συνθήκη αφορά το ίδιο το περιεχόμενο των σπουδών. 

Το ερώτημα εδώ είναι ποιος και με τι κριτήρια αποφασίζει το περιεχόμενο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία η απάντηση είναι εύκολη: η ίδια η κοινωνία, δηλαδή οι χρήστες (διδακτικό προσωπικό και φοιτητές) με βάση τις κοινωνικές ανάγκες που καθορίζονται αμεσοδημοκρατικα από το σύνολο των πολιτών. Στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς όμως το περιεχόμενο των σπουδών, καθώς και το ίδιο το περιεχόμενο των κοινωνικών αναγκών, καθορίζεται ουσιαστικά από μια ελίτ. Στις Αγγλοσαξωνικες χώρες ήδη το περιεχόμενο διδασκαλίας και έρευνας καθορίζεται με βάση τις ανάγκες των ‘μπίζνες’. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το περιεχόμενο της διδασκαλίας  καθορίζεται σε ‘πελατειακή’ βάση, όπου ο ‘πελάτης’ υποτίθεται είναι ο φοιτητής που, διαλέγοντας τμήμα σπουδών, έμμεσα υπαγορεύει τον τρόπο διάθεσης των δημόσιων κονδυλίων στα Πανεπιστήμια. Στη πραγματικότητα όμως ο ‘πελάτης΄ είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς αποφασίζουν τι, πως και για ποιον θα παραχθεί και επομένως καθορίζουν τη ζήτηση διάφορων τύπων εργασίας που, με τη σειρά της, καθορίζει και τις επιλογές των φοιτητών. Και το ίδιο συμβαίνει και με την πανεπιστημιακή έρευνα όπου οι οικονομικές ελίτ είτε άμεσα (σπονσορινγκ) είτε έμμεσα (μέσω της επιρροής τους στις αποφάσεις των πολιτικών ελίτ για τη διάθεση των δημόσιων κονδυλίων) καθορίζουν το περιεχόμενο της έρευνας με βάση τις ανάγκες των ‘μπίζνες’. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ομογενοποιηση της παιδείας στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς σημαίνει ότι η διδασκαλία και έρευνα γύρω από γνωστικά αντικείμενα που δεν ικανοποιούν άμεσα αυτές τις ανάγκες περιθωριοποιούνται ή εξοστρακίζονται.

Από την άποψη αυτή αποτελούν επομένως απλά ευχολόγια οι υποτιθέμενα ριζοσπαστικές απόψεις οι οποίες, χωρίς ν' αμφισβητούν το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, θέτουν θέμα μιας παιδείας που θα προσανατολίζεται στις ανθρώπινες ανάγκες, θα παράγει ολοκληρωμένους επιστήμονες κ.λπ. Είναι φανερό ότι οι υποστηρικτές παρομοίων απόψεων δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι μια τέτοια παιδεία είναι αδύνατη στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Επομένως, ένα πραγματικά ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα, αντί να διχάζεται όπως σήμερα ως προς το ποια πτυχία ικανοποιούν καλύτερα τις ανάγκες των μπίζνες, θα έπρεπε, ενωμένο, να απαιτήσει την αναβάθμιση όλων των πανεπιστήμιων (ΑΕΙ και ΤΕΙ), μέσω διαδικασιών που θα επιβάλλουν την ομογενοποιηση του επιπέδου διδασκαλίας και έρευνας σε αυτά, με στόχο την κάλυψη των αναγκών του συνόλου των πολιτών και όχι αυτών μιας ελίτ. Πράγμα που προϋποθέτει ότι το κίνημα αυτό θα έπρεπε να είναι τμήμα ενός ευρύτερου πολιτικού κινήματος για μια πραγματικά δημοκρατική οργάνωση της πολιτείας και της οικονομίας.

 

Y.Γ. Στο περασμένο άρθρο του Σαββάτου 19 Μαίου παρελήφθη μια ολόκληρη γραμμή με αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί το νόημα του σχετικού κειμένου. Η πλήρης πρόταση είναι: «Η απώλεια αυτή της οικονομικής τους δύναμης δεν είναι συνέπεια συνωμοσιών ή κακών πολιτικών όπως αφελώς(;) υποστηρίζει η Αριστερά αλλά ανοίγματος των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων που συντελέστηκε τα τελευταία 20-25 χρόνια»