Ελευθεροτυπία (11 Αυγούστου 2001)


Το νέο φιάσκο για το θερμοκήπιο και η παγκοσμιοποίηση

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ 

 

Ενώ η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση εντείνεται και η υπερεθνική ελίτ έχει αποδυθεί σε μια οργανωμένη επίθεση εναντίον του διογκούμενου ρεύματος εναντίον της, που δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στη βία αλλά ―κυρίως― στον αποπροσανατολισμό, οι σοσιαλδημοκράτες διανοούμενοι και πολιτικοί κάνουν ο,τι μπορούν για να μικρύνουν τις ολέθριες επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στην εργασία και το περιβάλλον, συσκοτίζοντας τη πραγματική σημασία της. Έτσι, μερικοί[1] βαφτίζοντας, όπως οι καλόγεροι του Ροίδη, «κοινωνικό κράτος» το σημερινό «ασφαλιστικό δίκτυο», δηλαδή τις συνεχώς υποβαθμιζόμενες κοινωνικές υπηρεσίες, προσποιούνται ότι το κοινωνικό κράτος τελικά επέζησε παρά την παγκοσμιοποίηση. Άλλοι[2] βλέπουν (στον ύπνο τους, όπως θα δούμε) τα πρώτα ρήγματα στη παγκοσμιοποίηση με κύριο «ρήγμα» την «ιστορική», συμφωνία της Βόννης πριν από μερικές εβδομάδες για τον περιορισμό των εκπομπών του θερμοκηπίου, η οποία μάλιστα επιτεύχθηκε από την «καλη» Ευρωπαϊκή ελίτ σε βάρος της «κακής» Αμερικανικής. Θα άξιζε λοιπόν να δούμε από κοντά τι συμφωνήθηκε στη Βόννη.

Όπως είναι γνωστό, η προσπάθεια να μειωθούν οι εκπομπές του θερμοκηπίου μέσα από μια παγκόσμια συμφωνία άρχισε τη προηγούμενη δεκαετία όταν οι ειδικοί επιστήμονες διαπίστωσαν ότι για να αποφευχθεί μια καταστροφική κλιματική μεταβολή οι εκπομπές αυτές έπρεπε να περικοπούν κατά 60-80% και ότι, ακόμη και εάν αρχίζαμε αμέσως μια τέτοια περικοπή, η θάλασσα θα συνέχιζε να υψώνεται για τουλάχιστον 100 χρόνια. Στο Ρίο, το 1992, αναλήφθηκε η πολιτική, αλλά όχι και νομική, δέσμευση απλώς να σταθεροποιηθούν οι εκπομπές αυτές στα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2000 ―πράγμα που χαρακτηριστηκε απο τους σοσιαλδημοκράτες, τους οικολογους κ.λπ. ως «ιστορικο» βήμα![3] Όπως ήταν αναμενόμενο η προσπάθεια αυτή που στηριζόταν στον...πατριωτισμό των ελίτ κατέληξε σε φιάσκο και στα μέσα της περασμένης δεκαετίας έγινε φανερό ότι οι εκπομπές θερμοκηπίου όχι μόνο δεν σταθεροποιήθηκαν στα επίπεδα του 1990 αλλά αυξήθηκαν κατά 3% περίπου.

Τότε, το 1997, συνέρχεται νέα παγκόσμια διάσκεψη στο Κιότο που κατέληξε σε νέα συμφωνία η οποία, πάλι, χαιρετίστηκε σαν «ιστορικό βήμα» από τους σοσιαλδημοκράτες και τους οικολόγους. Στη πραγματικότητα βέβαια επρόκειτο όχι μόνο για άλλο ένα φιάσκο αλλά, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, και μια καθαρή προσπάθεια να εμπορευματοποιηθεί η όλη διαδικασία έλεγχου των εκπομπών. Και αυτό διότι, όπως είναι σήμερα φανερό, η υπερεθνική ελίτ είχε από τότε διχαστεί. Ένα τμήμα που αποτελείται κυρίως από Αμερικανικές πετρελαιοβιομηχανιες πήρε απροκάλυπτα εχθρική στάση εναντίον κάθε μέτρου που θα περιόριζε τα κέρδη τους, έστω και αν οι επαπειλούμενες κλιματικές μεταβολές απειλούσαν τη ζωή και την ευημερία εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη. Ένα άλλο τμήμα όμως, που αποτελείται κυρίως από Ευρωπαϊκές πολυεθνικές στην ασφάλιση, τον τουρισμό και τις «καθαρές» τεχνολογίες, ενέκρινε τη λήψη κάποιων υποτυπωδών μέτρων για τη μείωση των εκπομπών θερμοκηπίου, με τη προϋπόθεση ότι θα ήταν δυνατή η κερδοφόρα εμπορευματοποίηση της διαδικασίας αυτής. Έτσι εγκρίθηκε η συνθήκη του Κιότο, πάλι χωρίς νομική ισχύ, πράγμα που οδήγησε σε αλλά τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεων με αποκορύφωμα την αποτυχία της Χάγης τον περασμένο Νοέμβρη. Στη συνέχεια, το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ που ήταν εχθρικό στη συμφωνία του Κιότο επέτυχε την εκλογή (με «δημοκρατικές» διαδικασίες!) του προστατευομένου της Μπους στη προεδρία των ΗΠΑ οδηγώντας στην οριστική απόσυρση από τη συνθήκη της χώρας που δημιουργεί το ένα τέταρτο του συνολικού προβλήματος. Αντίθετα, το φιλικά διακείμενο στη συνθήκη τμήμα της υπερεθνικής ελίτ προχώρησε στη συμφωνία της Βόννης που καθιέρωσε τη νομική ισχύ της συνθήκης του Κιότο (αν και χωρίς την επιβολή χρηματικών κυρώσεων για τους παραβάτες), καθώς και τη παράλληλη πλήρη εμπορευματοποίηση της διαδικασίας έλεγχου των εκπομπών θερμοκηπίου.

Η συνέπεια της εμπορευματοποίησης της διαδικασίας είναι ότι ενώ ακόμη και οι ίδιες οι διαπραγματεύσεις στη Βόννη σκόπευαν να μειώσουν τις εκπομπές μέχρι το 2010 κατά 5% περίπου σε σχέση με το 1990, τελικά, η μείωση είναι ζήτημα αν θα είναι της τάξης του 1,8% (WWF) πράγμα που σημαίνει ότι, χάρη στην «ιστορική» συμφωνία της Βόννης, τα προσεχή 100 χρόνια η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα είναι μικρότερη κατά ένα δέκατο του βαθμού Κέλσιου από την αναμενόμενη αύξηση των 6 βαθμών ―η οποία είναι η χειρότερη τα τελευταία 10,000 χρόνια![4] Εντούτοις, το χρεοκοπημένο οικολογικό κίνημα, που στη συντριπτική πλειοψηφία του δεν αμφισβητεί την οικονομία της αγοράς (οι Πράσινοι στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μετά τη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟικο έγκλημα κατά της Γιουγκοσλαβίας, τώρα συμμετέχουν στις διαδικασίες για την κατάπνιξη του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποιησης) πάλι πανηγυρίζει για τη συνθήκη της Βόννης ως «πρώτο βήμα» κ.λπ.

Ας δούμε όμως τους τρόπους με τους οποίους οι «μεγάλοι ρυπαντές» μπορούν σύμφωνα με τις συνθήκες Κιότο–Βόννης να συνεχίσουν να εκπέμπουν ανενόχλητα εκπομπές θερμοκηπίου και συγχρόνως ν’ αποκομίζουν κέρδη από τη διαδικασία. Ένας τρόπος είναι ότι μια χώρα όπως ο Καναδάς, ή η Ιαπωνία μπορούν ν’ αντισταθμίσουν σημαντικό μέρος της δέσμευσης τους να πάρουν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών θερμοκηπίου με το να... φυτεύουν δάση, πράγμα που, όπως αμφισβητούμενα υποστηρίζεται, απορροφά διοξείδιο του άνθρακα. Ένας άλλος τρόπος είναι να αναλάβει μια πολυεθνική ένα έργο (π.χ. τη μεταφορά καθαρής τεχνολογίας) σε μια χώρα του Νότου, με στόχο τη μείωση των εκπομπών θερμοκηπίου από αυτή, και να «πιστωθεί» η ίδια και η χώρα όπου έχει την έδρα της με αντίστοιχες «πιστώσεις άνθρακα» (carbon credits). Ο τρίτος και κυριότερος τρόπος είναι η αγοραπωλησία της ίδιας της ατμόσφαιρας που καθιερώνεται από τις συνθήκες αυτές. Έτσι, εάν μια χώρα έχει μεγάλες «πιστώσεις άνθρακα», όπως για παράδειγμα η Ρωσία που αναμένεται το 2010 να έχει κατώτερα επίπεδα εκπομπών σε σχέση με το 1990 (λόγω της μαζικής αποβιομηχάνισης που επέφερε ο άγριος καπιταλισμός ο οποίος αντικατέστησε το προηγούμενο καθεστώς) μπορεί να πουλήσει το... δικαίωμα της για περισσότερη μόλυνση π.χ. σε μια Γερμανική πολυεθνική, η οποία μπορεί να συνεχίσει ανενόχλητα τις δικές της εκπομπές. Ήδη ειδική αγορά γι’ αυτές τις αγοραπωλησίες σχεδιάζεται στο Σίτι του Λονδίνου ενώ οι σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες έχουν αρχίσει.Όπως αναφέρει σχετική μελέτη[5] τουλάχιστον δυο Νορβηγικές επιχειρήσεις αγόρασαν πρόσφατα χιλιάδες εκτάρια γης στην Ανατολική Αφρική, σε μια μορφή νεοαποικιοκρατίας, για να φυτέψουν δέντρα ταχείας ανάπτυξης με στόχο το κέρδος όχι απλώς από την πώληση της ξυλείας στο μέλλον αλλά, κυρίως, από τις «πιστώσεις άνθρακα» που θα προκύψουν.

Συμπερασματικά, η συμφωνία της Βόννης ήταν άλλο ένα βήμα στην παραπέρα παγκοσμιοποίηση, εμπορευματοποιώντας ακόμη και τον αέρα ―πράγμα που δεν εμποδίζει όμως τους σοσιαλδημοκράτες κ.λπ. να την γιορτάζουν ως «νίκη» κατά της παγκοσμιοποίησης!

Υ.Γ. Στο προηγούμενο άρθρο (28/7) παρελήφθησαν δυο σημαντικά εδάφια 100 περίπου λέξεων που αναφερόντουσαν στους απολογητές της παγκοσμιοποίησης καθώς και τους αντιστασιολογουντες εναντίον της (των οποίων οι ρεφορμιστικές απόψεις για το θέμα προβάλλονται μαζικά ακόμη και από τα κρατικά κανάλια) ―βλ. το πλήρες κείμενο.


 


[1] Βλ. Ν. Μουζελης, Το Βήμα (22-07-2001).

[2] Βλ. Γ. Ρωμαίος, Το Βήμα (5-08-2001).

[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης 1997), κεφ. 6.

[4] Tim Radford and Paul Brown, The Guardian (23/1/ 2001)

[5] Harald Eraker, CO2lonialism: Norwegian Tree Plantations, Carbon Credits and Land Conflicts in Uganda (Norwatch, 2000). www.fivh.no/norwatch/english