Η επάνοδος του θρησκευτικού σκοταδισμού

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Σε λίγες μέρες αναμένεται ότι το Εκκλησιαστικό ‘δημοψήφισμα’ θα δείξει ότι σχεδόν οι μισοί απο τους Ελληνες που συνηθως ασκούν το εκλογικο τους δικαίωμα θέλουν να κατοχυρώνουν την ορθοδοξία τους στις αστυνομικές ταυτότητες, πράγμα βέβαια που απλώς επιβεβαιώνει πολλές προηγούμενες δημοσκοπήσεις και  μόλις πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας[1] για το γεγονός ότι η Χουντική κουλτούρα της ‘Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών’ έγινε πια πολιτιστική κληρονομιά μας, με το 60-62% των νέων να θεωρούν σημαντικότερους θεσμούς την  θρησκεία και την πατρίδα (πάνω ακόμη και από τον έρωτα και τη φιλία!). Σήμερα όμως συγκλίνουν οι ενδείξεις ότι  ο  θρησκευτικός σκοταδισμός (που προάγεται από τους επαγγελματίες πολιτικούς μας και τα ΜΜΕ με προεξάρχοντα τα κρατικά κανάλια που σε κάθε σημαντική θρησκευτική γιορτή ξεπερνούν τα αντίστοιχα του Ιράν)  προωθείται ενεργά και από την υπερεθνική ελίτ για τους δικούς της λόγους. Πριν ένα χρόνο, για παράδειγμα, ο Τονι Μπλερ δήλωνε ότι ‘η πίστη είναι το μέλλον’ και σε εφαρμογή της αρχής αυτής η Βρετανική κυβέρνηση ενθαρρύνει σήμερα με κάθε τρόπο την εξάπλωση των θρησκευτικών σχολείων (ανεξαρτήτως δόγματος). Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο Βρετανικός λαός στρέφεται όλο και περισσότερο εναντίον του θρησκευτικού σκοταδισμού όπως δείχνει το γεγονός ότι η Εκκλησία παρουσιάζει μείωση των μελών της κατά 27% από το 1980 και σε  πρόσφατο Γκάλοπ μόνο το 38% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι πιστεύει πως ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού ενώ το 1957 το ανάλογο ποσοστό ήταν  71%![2]

Αντίστοιχα, μια από τις πρώτες δεσμεύσεις του Μπους μόλις εξελέγη Πρόεδρος (με την υποστήριξη και πανίσχυρων θρησκευτικών οργανώσεων) ήταν η  διάθεση 11 δις δολ. σε θρησκευτικά προγράμματα πρόνοιας. Παράλληλα, ήδη από το 1998 το Αμερικανικό κογκρέσο ψήφισε το Νόμο για τη Διεθνή Θρησκευτική ελευθερία και θεσμοθέτησε τη δημιουργία αντίστοιχης επιτροπής με αντιπρόσωπους σε κάθε πρεσβεία για να παρακολουθεί την εφαρμογή του στη πράξη. Χαρακτηριστική της σχετικής διαπλοκής της υπερεθνικής ελίτ είναι ότι σύμφωνα  με την Nina Shea, μέλος της επιτροπής αυτής, ‘ο κύριος στόχος μας είναι να εγκαθιδρύσουμε τη νέα φιλελεύθερη τάξη σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πρόεδρος μάλιστα του  Αμερικανικού Ινστιτούτου για τη Θρησκεία και τη Δημοκρατία ήταν ακόμη πιο σαφής: ‘Αυτό που μας κάνει να αγωνιζόμαστε για τη θρησκευτική ελευθερία σήμερα είναι το ίδιο που μας έκανε να αγωνιζόμαστε εναντίον του κομμουνισμού. Η κοινωνία δεν μπορεί να ευημερήσει όταν στηρίζεται στο ψεύδος, όπως συμβαίνει με τον αθεϊσμό και τον κομμουνισμό. Η πνευματικότητα είναι η εγγύηση  του πολιτισμού αφού αυτή και η πίστη κάνουν τον κόσμο τίμιο και χωρίς τιμιότητα δεν μπορεί να υπάρξει εμπόριο, ενώ χωρίς εμπόριο δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμός’. Η παγκόσμια επομένως αυτή εκστρατεία υπέρ του θρησκευτικού σκοταδισμού και της πνευματικότητας  συνδέεται άμεσα,  όπως υποστηρίζει Γάλλος αναλυτής,  με τα λόμπι που προσπαθούν να επιβάλλουν τις αξίες της ελεύθερης αγοράς μέσω της παγκοσμιοποίησης. Έτσι το ίδιο ινστιτούτο έχει τονίσει επανειλημμένα ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια ιερή αποστολή εμπνευσμένη από τη  Βίβλο.[3]

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ήδη έχει γεννηθεί στην Αμερική μια νέα ‘υπό-επιστήμη’ (κάτι αντίστοιχο της υποκουλτούρας, που καλλιεργεί το Χολιγουντ) της ‘βιολογίας της πίστης’ η όποια επεκτείνεται αλματωδώς ανά τον κόσμο με Αμερικανικά κεφάλαια. Οι θεράποντες της ‘επιστήμης’ αυτής, που παριστάνουν τους επιστήμονες (με το αζημίωτο βέβαια χάρη στην αφειδή επιχορήγηση θρησκευτικών οργανώσεων) χρησιμοποιούν δήθεν επιστημονικές μεθόδους για να ‘αποδείξουν’ την ανάγκη για θρησκευτική πίστη. Παράδειγμα της υποεπιστημης αυτής (που προβλήθηκε και από το Έψιλον της 12/8/2001) είναι η περίπτωση του Andrew Newberg ο οποίος (συνεχίζοντας την προηγούμενη έρευνα του James Austin με τίτλο ‘Το Ζεν και ο Εγκέφαλος’!) σε  πολύ πρόσφατο βιβλίο[4] ισχυρίζεται ότι με τη χρησιμοποίηση υψηλής τεχνολογίας εισέδυσε στον εγκέφαλο Βουδιστριών και Φραγκισκανών καλογριών σε κατάσταση αυτοσυγκέντρωσης και ‘βρήκε’ ότι οι μυστικιστικές εμπειρίες των καλογριών ήταν συνδεδεμένες με μια σειρά από παρατηρησιμα νευρολογικά περιστατικά. Με βάση αυτές τις ‘επιστημονικές’ αποδείξεις ο Newberg υποστηρίζει ότι ‘η μυστικιστική εμπειρία είναι βιολογικά και επιστημονικά πραγματική (...) η μυστικιστική εμπειρία στη ρίζα της είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη βιολογία’ και καταλήγει στο περισπούδαστο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αναζητούν τον Θεό γιατί ο εγκέφαλος τους είναι βιολογικά προγραμματισμένος για τον σκοπό αυτό.

Φυσικά, η μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες σαν τον Νewberg δεν έχει καμία σχέση με την επιστημονική μεθοδολογία, όπως δείχνει το ίδιο το γεγονός της χρησιμοποίησης ενός εντελώς μη αντιπροσωπευτικού δείγματος (βουδίστριες και φραγκισκανες καλογριές σε στιγμές θρησκευτικής έξαρσης) για να αποδείξει ότι όλοι οι άνθρωποι αναζητούν τον Θεό! Και αυτό, διότι δεν υπήρχε βέβαια ποτέ αμφιβολία ότι οι μυστικιστικές εμπειρίες είναι πολύ πραγματικές για τις καλογριές και ότι επομένως θα συνδέονται με παρατηρήσιμα νευρολογικά φαινόμενα, όπως άλλωστε ακριβώς το ίδιο πραγματικές είναι για τους σχιζοφρενείς οι παραισθήσεις και ασφαλώς θα συνδέονται με ανάλογα παρατηρησιμα νευρολογικά φαινόμενα. Όμως, ενώ δυνητικά όλοι οι άνθρωποι μπορούν να έχουν την ικανότητα για μυστικιστικές εμπειρίες ή παραισθήσεις, πολλοί άνθρωποι (και σε χώρες στον Βορρά, εκτός των ΗΠΑ, οι περισσότεροι) δεν έχουν τέτοιες εμπειρίες, Το γεγονός αυτό δείχνει ότι, αντίθετα με τους ‘επιστήμονες’ αυτούς, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι προγραμματισμένος να αναζητά τον Θεό κατά τον ίδιο τρόπο που είναι πιθανώς προγραμματισμένος  για να καταλαβαίνει τις γραμματικές δομές της γλώσσας (Τσόμσκι). Mε άλλα λόγια, ήταν πάντα θέμα  επιλογής εάν οι άνθρωποι θα αναζητήσουν τον Θεό —πράγμα που δείχνει ότι η θρησκεία  πάντα είχε να κάνει με κοινωνικούς ή ψυχολογικούς, αλλά όχι βιολογικούς, παράγοντες, ενώ βέβαια δεν ήταν ποτέ θέμα επιλογής η ικανοποίηση πραγματικών βιολογικών αναγκών (π.χ. οι ανάγκες για τροφή, νερό κ.λπ. —εκτός εάν αποφασίσουν να αυτοκτονήσουν). Διαφορετικό είναι βέβαια το θέμα αν οι άνθρωποι διαθέτουν την ικανότητα να πιστεύουν, κατι που δεν χρειάζεται καμία ‘επιστημονική’ επιβεβαίωση εφόσον υπάρχει η μαζική Ιστορική εμπειρία με τα εκατομμύρια των πιστών και τους αιματηρούς θρησκευτικούς πόλεμους μεταξύ τους για να επιβάλλει ο ένας τη πίστη του στους άλλους. Με την  ίδια λογική άλλωστε θα μπορούσε να δειχτεί ότι οι άνθρωποι έχουν και την ικανότητα να μην πιστεύουν, όπως πάλι αποδείχτηκε περίτρανα σε κορυφαίες στιγμές της Ιστορίας από ολόκληρους λαούς (Ισπανικός εμφύλιος) ή από σημαντικούς διανοούμενους που αρνιόντουσαν να δεχθούν δοξασίες που δεν βασίζονται στον Λόγο η τις εμπειρίες.

Ίσως ο καλύτερος χαρακτηρισμός για την ‘βιολογία της πίστης’ είναι αυτός του  Guy Debord, συγγραφέα της ‘κοινωνίας του θεάματος’, ότι ‘όταν η επίσημη επιστήμη έχει καταντήσει σαν το υπόλοιπο κοινωνικό θέαμα και παρα τις μοντερνες τεχνικές παρουσίασης που χρησιμοποιεί απλώς αναβιώνει τις παναρχαιες τεχνικές των τσαρλατάνων στα πανηγύρια (...) δεν είναι εκπληκτικό να βλέπει κανείς την αντίστοιχη αναβίωση του κύρους των μαντηδων, των σεκτων και του αέρα κοπανιστού του Ζεν, ή της θεολογίας των Μορμόνων. Η άγνοια, που πάντα εξυπηρέτησε καλά την εξουσία, δεν έπαυσε ποτέ να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης.΄[5]

 

 


[1] Βλ. ερευνα  Γιώργου Πιπερόπουλου, Ε’, 08/08/2001

[2] Stephen Bates, Guardian, 14/4/2001

[3] Βruno Fouchereau ‘Europe resists American religious cults’, Le Monde diplomatique, Ιούνης 2001

[4] Andrew Newberg et al, Why God Won't Go Away, (Ballantine Books, 2001).

[5] Guy Debord, Comments on the Society of the Spectacle, (Verso, 1998) σελ. 41-42