Ελευθεροτυπία (5 Οκτωβρίου 2002) 


Η απαξίωση της αντιβίας και η δίκη της 17Ν

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Ένα βασικό συστατικό στοιχείο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που έχει εξαπολύσει η υπερεθνική ελίτ είναι η απαξίωση κάθε μορφής συστημικής βίας, δηλαδή της πολιτικής αντιβίας που στρέφεται εναντίον της αυξανόμενα ολοκληρωτικής Νέας Τάξης και των θεμελιακών συνιστωσών της: οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Στόχος του «πολέμου» αυτού δεν είναι απλώς η στρατιωτική συντριβή της αντισυστημικής βίας που επιχειρείται με την τρομοκράτηση των λαών από την γκανγκστερική υπερεθνική ελίτ και τα παρακλάδια της (και όχι απλώς την «κακή» Αμερικανική αυτοκρατορία, όπως βολικά υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά)[1] αλλά το σημαντικότερο η απαξίωση κάθε αντισυστημικού οράματος και η υποταγή όλων στη Νέα Τάξη. Στο πλαίσιο αυτό, η σημερινή συστηματική προσπάθεια από την πολιτική και «διανοητική» ελίτ στη χώρα μας να ποινικοποιήσει, με αφορμή την περίπτωση της ατομικής τρομοκρατίας της 17Ν, την πολιτική αντιβία πρέπει να ενταχθεί στην παραπάνω εκστρατεία απαξίωσης κάθε αντισυστημικής δράσης και οράματος.

Ο χαρακτήρας της επικείμενης δίκης της 17Ν δεν κρίνεται, όπως υποστηρίζουν μερικοί απολογητές του συστήματος, από τις ασυνέπειες και παλινωδίες των συγκεκριμένων φυσικών πρωταγωνιστών που αρνούνται την πολιτική ευθύνη των πράξεων τους, ή ελπίζουν σε «δίκαιη δίκη», αναγνωρίζοντας έτσι σαφώς το νομικό και δικαιικό σύστημα εναντίον του οποίου υποτίθεται ότι εμάχοντο, ή τέλος διαβάζουν... βίους αγίων. Ο χαρακτήρας της επικείμενης δίκης σαφώς καθορίζεται από το γεγονός ότι αφορά μια οργάνωση με καθαρά πολιτικά κίνητρα και στόχο το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» καθώς και τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που το διαχειρίζονται. Ανεξάρτητα επομένως από το γεγονός ότι η χρήση ατομικής βίας με στόχους αντισυστημικούς αποτελεί μια στρατηγική που, όπως προσπάθησα να δείξω από τη στήλη αυτή στο παρελθόν,[2] βρίσκεται σε πλήρη ασυμβατότητα για πολιτικούς και ηθικούς λόγους με το δημοκρατικό πρόταγμα, αναμφίβολα η δραστηριότητα αυτή αποτελεί μορφή πολιτικής βίας. Η θέση επομένως που υποστηρίζουν σήμερα οι απολογητές του συστήματος ότι η 17Ν είναι απλώς εγκληματική «μαφία», λόγω των μεθόδων που ακολούθησε και του γεγονότος ότι εστράφη εναντίον ενός «δημοκρατικού» πολιτεύματος, είναι αβάσιμη όχι μόνο πολιτικά και ιστορικά, αλλά ακόμη και νομικά ―με βάση δηλαδή τους ίδιους τους κανόνες που διέπουν μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».

  • Πολιτικά, διότι κάθε είδος συλλογικής ή ατομικής βίας που στοχεύει σαφώς σε μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης αποτελεί μορφή πολιτικής βίας, ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς με τη χρήση επιθετικής βίας, και ιδιαίτερα της στρατηγικής της ατομικής τρομοκρατίας, ως μέσου για την συστημική αλλαγή. Η αναγνώριση του πολιτικού χαρακτήρα της βίας αυτής δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση των πολιτικών σε σχέση με τους ποινικούς κρατούμενους, εφόσον για την αντισυστημική Αριστερά, οι πράξεις που θεωρούνται εγκλήματα στο σημερινό δικαιικό σύστημα έχουν κατ’ αρχήν κοινωνικές γενεσιουργές αιτίες που ανάγονται άμεσα ή έμμεσα στο ίδιο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Η μόνη πρακτική σημασία της διάκρισης αυτής είναι ότι για τα πολιτικά εγκλήματα υπάρχει ένας επιπρόσθετος λόγος που απαιτεί την εκδίκαση τους από ορκωτά δικαστήρια. Οι πολυποίκιλες εξαρτήσεις των επαγγελματιών δικαστών από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που διαχειρίζονται το σύστημα είναι γνωστές και δεν εξαλείφονται με την καθιέρωση της περίφημης ισοβιότητας, η οποία απλώς εξασφαλίζει τη μη απόλυση των δικαστικών όχι όμως και την εξέλιξη της καριέρας τους, τα έμμεσα ωφελήματα που μπορεί να έχουν από τις ελίτ κ.λπ. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι πρώτο μέλημα του κάθε τρομονόμου είναι η κατάργηση της αρμοδιότητας των ορκωτών δικαστηρίων πάνω στα πολιτικά εγκλήματα που οι ελίτ χαρακτηρίζουν τρομοκρατικά. 

  • Ιστορικά, διότι, από τότε που γεννήθηκε η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», η απόπειρα ανατροπής της, είτε προερχόταν από την ολοκληρωτική δεξιά είτε από την αντισυστημική Αριστερά, πάντα χαρακτηριζόταν πολιτική πράξη. Γι’ αυτό άλλωστε και η δίκη της Απριλιανής Χούντας χαρακτηρίστηκε πολιτική. Σήμερα όμως η ολοκληρωτική Νέα Τάξη που εγκαθιδρύεται από την υπερεθνική ελίτ κελεύει ότι η μεν δράση της αντισυστημικής Αριστεράς αποτελεί έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου ενώ τα εγκλήματα των Πινοσέτ, Σαρόν κ.λπ. (για να μην αναφέρω τα ακόμη μεγαλύτερα εγκλήματα των Κλίντον, Μπους, Μπλερ κ.α.) είναι πολιτικά, ή δεν είναι καν εγκλήματα!

  • Αλλά ακόμη και νομικά είναι πράγματι αστεία η προσπάθεια των νομικών απολογητών του συστήματος, είτε ανήκουν στη δεξιά είτε στη ρεφορμιστική Αριστερά, να από-πολιτικοποιήσουν την αντισυστημική βία με το δήθεν επιχείρημα ότι «όλες οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι, διεπράχθησαν μέσα στο πλαίσιο μιας ελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πολιτικές».[3] Προφανώς, για τους επαγγελματίες πολιτικούς-νομομαθείς αυτούς, ο Συνταγματικός νομοθέτης αναφέρεται μόνο σε δικτατορίες όταν μιλά για πολιτικά εγκλήματα! Εξίσου αστεία είναι η προσπάθεια ακαδημαϊκών απολογητών της πολιτικής ελίτ να περιορίσουν την έννοια του πολιτικού κρατούμενου σε όσους «διώκονται για τις ιδέες τους και τις προθέσεις αυτές και μόνον»,[4] ποινικοποιώντας έτσι (όπως ακριβώς κελεύει η Νέα Τάξη) ακόμη και τους Παλαιστίνιους βομβιστές αυτοκτονίας των οποίων οι πράξεις θα πρέπει να θεωρηθούν, σύμφωνα με την άποψη αυτή, όχι καθαρά πολιτικά εγκλήματα αλλά «μεικτά εγκλήματα» (πολιτικά αλλά και του κοινού ποινικού δικαίου)!

Φυσικά, τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι το κύριο θέμα για την αντισυστημική Αριστερά είναι η παραβίαση των νομικών δικαιωμάτων των κρατούμενων, την οποία επιβεβαιώνουν ακόμη και ρεφορμιστικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία ―δηλαδή οι οργανώσεις που έχουν φουντώσει στη Νέα Τάξη, με την άμεση ή έμμεση υποστήριξη των «προοδευτικών» τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ. Εάν επομένως για τη ρεφορμιστική Αριστερά (ΣΥΝ, Δίκτυο για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα κ.λπ.) ο γενικότερος αγώνας για την προστασία των δικαιωμάτων εύλογα αποτελεί βασικό στόχο, σίγουρα ο αγώνας αυτός δεν έχει σχέση με τους θεμελιακούς στόχους της Δημοκρατικής αντισυστημικής Αριστεράς ―χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι τον απορρίπτει. Κατά τη Δημοκρατική αντισυστημική άποψη, τα ατομικά δικαιώματα σε μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», ακόμη και αν έχουν κερδηθεί με λαϊκούς αγώνες, δεν παύουν να αποτελούν αντιστρέψιμες παραχωρήσεις ενός συστήματος το οποίο διαιωνίζει το χωρισμό της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία και συνεπάγεται την ανισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Ο θεμελιακός επομένως στόχος ενός αντισυστημικού αγώνα δεν μπορεί να είναι η αμυντική προάσπιση κάποιων δικαιωμάτων αλλά ο αγώνας για την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας που θεσμοθετεί τις προϋποθέσεις για την ισοκατανομή δύναμης ―εκτός βέβαια αν δεχθούμε τις πρωτόγονες απόψεις «διανοητών»[5] του κατεστημένου ότι ήδη φτάσαμε σε μια τέτοια κοινωνία και δεν το καταλάβαμε! Δηλαδή, τις προϋποθέσεις για την ατομική και κοινωνική αυτονομία, την ελευθερία με την θετική έννοια του όρου που συνδέεται με τον αυτοκαθορισμό, σε αντίθεση με τη φιλελεύθερη «αρνητική» έννοια της ελευθερίας, την οποία εκφράζει η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και τα συναφή ατομικά δικαιώματα.[6]

Όμως, στη Νέα Τάξη, είναι τέτοια η καθίζηση των αντισυστημικών αγώνων και οραμάτων, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού, ώστε η ρεφορμιστική Αριστερά σήμερα περιορίζεται απλώς στην προάσπιση δικαιωμάτων που καθημερινά φαλκιδεύονται από τη Νέα Τάξη. Αλλά ενώ η Αριστερά αυτή στη Δύση, σε συνέπεια με τις θέσεις της, δεν μιλά πια για αντισυστημικούς αγώνες, στη χώρα μας, η αντίστοιχη Αριστερά βαφτίζει ως «αντικαπιταλιστικούς» ακόμη και τους αμυντικούς αγώνες για τα δικαιώματα, «ξεχνώντας» βολικά ότι παρόμοιοι αγώνες στο παρελθόν όχι μόνο δεν επέτυχαν πουθενά να επιφέρουν συστημική αλλαγή αλλά ούτε καν βοήθησαν στη διαδικασία συνειδητοποίησης για παρόμοια αλλαγή και, αντίθετα, δημιούργησαν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για την ολοκληρωτική Νέα Τάξη που ξεδιπλώνεται σήμερα.


 


 

[1] Βλ. π.χ. Κ. Βεργόπουλος, «Ε» (27/9/2002).

[3] Βλ. συνέντευξη Λυκουρέζου στην «Ε» (9/9/2002). Βλ επίσης Γ-Α. Μαγκακης, Ε’ (17/9/2002).

[4] Βλ. π.χ. Κ. Τσουκαλάς, Το Βήμα (29/9/2002).

[5] Βλ. Π. Ζ. Ελευθεριαδης, Το Βήμα (29/9/2002).

[6] Βλ. για παραπέρα ανάλυση, Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, (Καστανιώτης,1999) κεφ 5, 6 & 9.