Ελευθεροτυπία (16 Νοεμβρίου 2002)
Κύπρος - Παλαιστίνη - Ιράκ: Η ηγεμονία της βίας
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Το σχέδιο Ανάν (δηλαδή το σχέδιο της υπερεθνικής ελίτ που στοχεύει στην επιβολή της Νέας Τάξης στην Ανατολική Μεσόγειο), οι αντίστοιχες «λύσεις» που συζητούνται για την Παλαιστίνη, καθώς και η «δραστική» λύση που επιχειρεί η ίδια υπερεθνική ελίτ στο Ιράκ έχουν έναν κοινό παρονομαστή: την ηγεμονία της βίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η στρατιωτική βία της Τούρκικης ελίτ, των Σιωνιστών, ή της υπερεθνικής ελίτ αντίστοιχα δημιούργησε (ή δημιουργεί) τετελεσμένα γεγονότα για την επιβολή της θέλησης των ελίτ αυτών σε βάρος των λαών. Η μόνη διαφορά μεταξύ των τριών αυτών περιπτώσεων που σήμερα βρίσκονται στο κέντρο της επικαιρότητας αφορά τον τρόπο νομιμοποίησης των τετελεσμένων γεγονότων.
Στην περίπτωση της Κύπρου και της Παλαιστίνης, η υπερεθνική ελίτ, που παίζει τον ρόλο του αμερόληπτου «τρίτου», επιτρέπει στα πελατειακά καθεστώτα που επέβαλαν την ένοπλη κυριαρχία τους να αγνοούν τις δεκάδες αποφάσεις του Ο.Η.Ε. που ζητούσαν την απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων και την επιστροφή των προσφύγων στα εδάφη από όπου ξεριζώθηκαν. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ελίτ των αδύνατων μερών (Ελληνοκυπριακή ή Παλαιστινιακή) καλούνται τώρα σε «διαπραγματεύσεις» για τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων που δημιούργησε η κτηνώδης στρατιωτική βία ―που εξαπολύθηκε με την έγκριση των δυτικών ελίτ στο παρελθόν. Στις διαπραγματεύσεις όμως αυτές υπάρχουν πάντα μερικά αδιαπραγμάτευτα στοιχεία που αποτελούν και την ουσιαστική αιτία για την αρχική χρησιμοποίηση της ένοπλης βίας από τις κυρίαρχες ελίτ. Έτσι, η επιστροφή όλων των ξεριζωμένων προσφύγων από τα εδάφη που κατέκτησαν οι κυρίαρχοι στρατοί και φυσικά η επιστροφή των εδαφών τους αποκλείεται για τους Ελληνοκύπριους ή για τους Παλαιστίνιους. Αντίθετα, θα πρέπει να δεχτούν κάποια «ρεαλιστική» λύση που θα επιτρέψει την επιστροφή μέρους μόνον των προσφύγων και των εδαφών, και την ουσιαστική μετατροπή σε προτεκτοράτων της Παλαιστίνης και της Κύπρου. Έτσι επιτυγχάνεται και ο στόχος της υπερεθνικής ελίτ να δημιουργηθούν και άλλα αλληλομισούμενα εθνοκαθαρμένα κρατίδια, σαν αυτά που δημιούργησε στη Γιουγκοσλαβία, που θα επιτρέπουν στην οικονομία της αγοράς να «κάνει τη δουλειά της» ανενόχλητα: δηλαδή τη συσσώρευση πλούτου και δύναμης στα χέρια των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων. Φυσικά δεν συζητείται καν η μοναδική πραγματική λύση που θα βασιζόταν στην συνομοσπονδία των λαών (όχι των κρατών) και θα επέτρεπε την αρμονική συμβίωση λαών με διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες, μέσα σε μια νέα πολυπολιτισμική κοινωνία όπου η πολιτική και οικονομική εξουσία θα ισοκατανεμόταν μεταξύ όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, εθνότητα και πολιτισμική ταυτότητα.
Στην περίπτωση όμως του Ιράκ, όπου διακυβεύονται άμεσα τα συμφέροντα της ίδιας της υπερεθνικής ελίτ, δεν χρειάζονται καν οι «διαπραγματεύσεις». Η θέλησή της θα επιβληθεί μόνο με τη συντριπτική στρατιωτική υπεροχή της. Και αυτό, αφού έληξε το θέατρο στο Συμβ. Ασφάλειας του Ο.Η.Ε. όπου οι «καλές» ελίτ μέσα στην υπερεθνική ελίτ (Ρωσική, Γαλλική) υποτίθεται ότι προσπαθούσαν για ένα μήνα να πείσουν τις «κακές» (Αμερικανική, Βρετανική) να δεχτούν ένα ψήφισμα που θα απέτρεπε την «αυτόματη» Αμερικανοβρετανική εισβολή εάν η Ιρακινή ελίτ δεν εφάρμοζε ασυζητητί μια σειρά εξευτελιστικών όρων που καμία κρατική ελίτ η οποία σέβεται τον εαυτό της δεν θα δεχόταν ποτέ να εφαρμόσει. Στην πραγματικότητα όμως, όπως αποκαλύπτεται από αξιόπιστες πηγές, o καυγάς είναι «για το πάπλωμα», δηλαδή για την μοιρασιά των συμβολαίων για το πετρέλαιο. Έτσι, ο λόρδος Browne, chief executive της BP, προειδοποίησε την Αμερικανική ελίτ[1] να μην αποκλείσει τις μη Αμερικανικές πετρελαιοεταιρείες από το πλιάτσικο για την μοιρασιά των Ιρακινών αποθεμάτων πετρελαίου που θα ακολουθήσει την εισβολή. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα Ιρακινά αποθέματα είναι τα μεγαλύτερα στον κόσμο μετά από αυτά της Σαουδικής Αραβίας, τα οποία σήμερα θεωρούνται επισφαλή, λόγω της πολιτικής αστάθειας του εκεί καθεστώτος που επισήμανε σε έκθεσή της στο Πεντάγωνο η Rand Corporation (που πρότεινε ακόμη και την κατοχή τους από τα Αμερικανικά στρατεύματα!)[2]. Οι φόβοι βέβαια αυτοί για την μοιρασιά των συμβολαίων δεν είναι αδικαιολόγητοι όταν, όπως δήλωσε Ρώσος αξιωματούχος το καλοκαίρι, η κυβέρνησή του πιστεύει ότι οι ΗΠΑ έχουν συνάψει συμφωνία με τον συνασπισμό της Ιρακινής αντιπολίτευσης που προωθούν σαν την διάδοχη ελίτ, ότι με τη κατάρρευση του σημερινού καθεστώτος, η νέα άρχουσα ελίτ θα ιδιωτικοποιήσει την Ιρακινή πετρελαιοβιομηχανία και θα κηρύξει άκυρα όλα τα συμβόλαια με ξένες εταιρείες (κυρίως Ρωσικές αλλά και Γαλλικές) που έχει συνάψει το Σανταμικό καθεστώς.[3] Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο δεν αποκλείεται στην αυριανή εισβολή ―την οποία υποτίθεται θα «νομιμοποιήσει» η (αναπόφευκτη) παραβίαση των όρων για τις επιθεωρήσεις των όπλων που επέβαλε το απόλυτα ελεγχόμενο από την υπερεθνική ελίτ Συμβούλιο Ασφάλειας του Ο.Η.Ε.― να πρωτοστατήσουν οι σημερινές «καλές» ελίτ ώστε να μην αποκλειστούν τελικά από το πλιάτσικο.
Η απροκάλυπτη βία στην οποία καταφεύγει σήμερα η υπερεθνική ελίτ για να επιβάλλει τη Νέα Τάξη έχει ήδη οδηγήσει σε δύο μορφές αντίδρασης. Η μία είναι η γνωστή αντίδραση της ρεφορμιστικής Αριστεράς η οποία σήμερα μέσω του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ (Π.Κ.Φ.) και των παραρτημάτων που κτίζει σε κάθε ήπειρο και χώρα χωριστά έχει ήδη οδηγήσει σε αδιέξοδο το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης. Το «κίνημα» αυτό, μετά το «καπέλωμά» του από το Π.Κ.Φ. που χρηματοδοτούν η Monde Diplomatique, το Ίδρυμα Φορντ κ.ο.κ. ήδη χάνει τον αρχικό αντικαπιταλιστικό του χαρακτήρα και μετατρέπεται ―όπως ήταν η βασική επιδίωξη των χρηματοδοτών του― σε ανώδυνο μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού που αποδέχεται ρητά την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Είναι όμως φανερό ότι όσο η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ηγεμονική και επιβάλλει την άποψή της ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλώς θέμα πολιτικής που με παρόμοιες εκδηλώσεις (οι οποίες, αντίθετα με τις μαχητικές εκδηλώσεις στο Σιάτλ και τη Γένοβα δεν αποτελούν ούτε καν ενόχληση για την υπερεθνική ελίτ) θα μπορούσε να ανατραπεί διότι δήθεν «το σύστημα βρίσκεται σε αδιέξοδο»[4] (επωδό που επαναλαμβάνει τα τελευταία 200 χρόνια από την εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς!), τόσο η υπερεθνική ελίτ θα αποθρασύνεται. Γι’ αυτό και αποτελεί σήμερα επιτακτική ανάγκη η ανάπτυξη ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος για τον 21ο αιώνα που, μετά την αποτυχία του κρατικιστικού σοσιαλισμού, μόνο κίνημα για τη δημιουργία μιας παγκοσμιοποίησης των λαών που θα θεμελιωνόταν σε μια Περιεκτική Δημοκρατία θα μπορούσε να ήταν.[5]
Εάν όμως παρόμοιο αντισυστημικό κίνημα δεν αναπτυχθεί σύντομα, ο κύκλος της βίας που διευρύνει σήμερα η υπερεθνική ελίτ θα πληρωθεί πολύ ακριβά από όλους μας. Ήδη, όπως έδειξαν οι βομβιστικές επιθέσεις στο Μπαλί, οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα (Al-Qaeda), που εκφράζουν την απελπισία των καταπιεσμένων από τη Νέα τάξη, άρχισαν να καταφεύγουν στην τυφλή αντιβία εναντίον των λαών που στηρίζουν την υπερεθνική ελίτ. Η αυριανή εισβολή στο Ιράκ είναι σίγουρο ότι θα ανοίξει έναν αποτρόπαιο κύκλο αίματος για τον οποίο αποκλειστικά υπεύθυνη θα είναι η υπερεθνική ελίτ και το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» πάνω στο οποίο θεμελιώνει την εξουσία της.