Ελευθεροτυπία (2 Νοεμβρίου 2002)
Ποιος είναι τελικά τρομοκράτης;
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η σφαγή των Τσετσένων «τρομοκρατών» στη Μόσχα, με την ευλογία των ΜΜΕ που ελέγχει η υπερεθνική ελίτ, επανέφερε στην επικαιρότητα το θέμα της τρομοκρατίας και του ορισμού της. Το κρίσιμο ερώτημα που τέθηκε για άλλη μια φορά είναι: ποιος είναι τρομοκράτης;
Οι Τσετσένοι που χρησιμοποίησαν ελάχιστη βία εναντίον αμάχων, ή μήπως τρομοκράτες είναι η ρωσική ελίτ, που δεν δίστασε να προκαλέσει εκατόμβη μεταξύ αμάχων δήθεν για να τους σώσει αλλά στην πραγματικότητα για χάρη της εξασφάλισης της κυριαρχίας της πάνω σε ένα λαό, ο οποίος για χρόνια τώρα βλέπει την κτηνώδη βία της που έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή 80.000 Τσετσένων (οι περισσότεροι άμαχοι) και την ισοπέδωση της χώρας τους; Αλλά και πέρα από τη διαφορά στόχων, ακόμη και ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν τα δύο μέρη, με ποια λογική είναι τρομοκράτες οι Τσετσένοι και όχι η ρωσική ελίτ, που δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει δολοφονικά χημικά εναντίον συμπολιτών της; Ή αντίστοιχα, με ποια λογική η ηγέτιδα ελίτ μέσα στην υπερεθνική ελίτ, η αμερικανική, όχι μόνο διαθέτει πελώριες ποσότητες βιοχημικών όπλων αλλά ετοιμάζει και νέα είδη παρόμοιων όπλων προς χρήση κατά των λαϊκών κινημάτων[1] και συνάμα διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να καταστρέφει κάθε ελίτ (και σημαντικό τμήμα του λαού της, δηλαδή αμάχων) που θα τολμούσε να αποθηκεύσει παρόμοια όπλα (π.χ. Ιράκ); Φυσικά, η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί στα ερωτήματα αυτά εκφράζεται με τη λογική της βίας και της δύναμης. Αυτοί που έχουν τη δύναμη μπορούν να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε είδος ωμής βίας για την υποστήριξη της ολιγαρχικής συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια τους εναντίον των αντιτιθέμενων στην «Τάξη» που οι ίδιοι έχουν επιβάλει.
Όμως εάν η παραπάνω στάση των ελίτ δεν είναι βέβαια περίεργη, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να απονομιμοποιήσουν κάθε μορφή αντιβίας εναντίον της ανοιχτής ή συγκεκαλυμμένης βίας τους (δηλαδή της κρατικής ή συστημικής βίας αντίστοιχα) δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη στάση της ρεφορμιστικής Αριστεράς, όπως θα προσπαθήσω να δείξω συνοπτικά. Έτσι, μετά τα γεγονότα της 11 Σεπτέμβρη, η εκστρατεία των ελίτ για την πάταξη κάθε μορφής αντιβίας στη βία τους πήρε μορφές πρωτόγνωρες. Όχι μόνο στο επίπεδο καταστολής, με την εξαπόλυση ενός διαρκούς πολέμου κατά της τρομοκρατίας ανά τον κόσμο, αλλά, το κυριότερο, με την ιδεολογική εκστρατεία για ν' απονομιμοποιήσουν κάθε μορφή αντιβίας στη βία τους, είτε η αντιβία αυτή παίρνει τη μορφή ατομικής τρομοκρατίας, είτε ακόμη και τη μορφή λαϊκής τρομοκρατίας που θεμελιώνεται σε μαζικά λαϊκά κινήματα εθνικοαπελευθερωτικού (Τσετσενία, Παλαιστίνη κ.λπ.) ή ευρύτερα αντισυστημικού χαρακτήρα. Έτσι, κάθε μορφή αντιβίας χαρακτηρίζεται συλλήβδην τρομοκρατική, αρκεί να έχει θύματα και μεταξύ των αμάχων. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον εδώ και περίπου 70 χρόνια, που ο φασιστικός ’ξονας εισήγαγε πειραματικά στην Ισπανία τους εσκεμμένους μαζικούς βομβαρδισμούς εναντίον αμάχων προς τρομοκράτησή τους, η μορφή αυτή πολέμου έχει γενικευθεί.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η υπερεθνική ελίτ ορίζει ανάλογα το τι είναι τρομοκρατία. Το εγχειρίδιο για παράδειγμα του αμερικανικού στρατού ορίζει την τρομοκρατία ως την εσκεμμένη χρήση βίας ή απειλή βίας εναντίον αμάχων που επιδιώκει την επίτευξη πολιτικών, θρησκευτικών ή ιδεολογικών στόχων.[2] Έτσι, η αντιβία των Αλγερινών παλιότερα κατά των αποικιοκρατών ή των Τσετσένων και των Παλαιστινίων κατά των κατοχικών δυνάμεων σήμερα, η οποία έχει θύματα και ανάμεσα στους αμάχους πολίτες (των οποίων ο αριθμός είναι πολλοστημόριο των δικών τους αμάχων θυμάτων από τη «νόμιμη» κρατική βία) χαρακτηρίζεται τρομοκρατία και οι λαοί, που άμεσα ή έμμεσα στηρίζουν αυτή τη μορφή αγώνα, υπόκεινται στα μαζικά κτηνώδη αντίποινα των κυρίαρχών τους. Εκείνο που όμως είναι πράγματι περίεργο είναι ότι παρόμοιοι ορισμοί της τρομοκρατίας υιοθετούνται από τη ρεφορμιστική Αριστερά, δηλαδή την Αριστερά, η οποία δεν θέτει θέμα αντικατάστασης του σημερινού θεσμικού πλαισίου (οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») για τη διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, πολιτική, οικολογική, κοινωνική).
Είναι η ίδια Αριστερά, που στο κρίσιμο θέμα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης δεν θέτει θέμα ανατροπής της οικονομίας της αγοράς για να δημιουργηθεί μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση των λαών, αλλά απλώς μιλά για μεταρρυθμίσεις μέσα στο σύστημα της αγοράς, με στόχο μια «ανθρώπινη» καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που προφανώς θα ελέγχουν οι σοσιαλφιλελεύθεροι της κεντροαριστεράς μαζί με τους συνοδοιπόρους τους στη ρεφορμιστική Αριστερά.
Στο θέμα της τρομοκρατίας, η ρεφορμιστική Αριστερά συνήθως παίρνει τη σαφή θέση ότι η δραστηριότητα οργανώσεων, όπως η 17Ν, δεν είναι μόνον επικριτέα από πολιτική και ηθική άποψη, αλλά και ότι δεν αποτελεί καθαρά πολιτικό έγκλημα. Ακόμη, αγκυλωμένη στα ιδεολογικά σχήματα της παραδοσιακής Αριστεράς, αδυνατεί να αντιληφθεί ότι οι παλιές διαφοροποιήσεις μεταξύ ένοπλης προπαγάνδας, τρομοκρατίας, εξέγερσης, επανάστασης κ.λπ. αδυνατούν να καλύψουν τις νέες μορφές αγώνα (π.χ. τις επιθέσεις αυτοκτονίας) στις οποίες αναγκάζεται να καταφύγει σήμερα ένα λαϊκό κίνημα μπροστά στην ανυπέρβλητη κρατική βία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι μια απόπειρα να δοθεί ορισμός στην τρομοκρατία από την Αριστερά που εκφράζει την προβληματική αυτή, κατέληξε να συμφωνήσει με το αμερικανικό Πεντάγωνο! Έτσι, η απόπειρα αυτή, αγνοώντας επιδεικτικά τις προσπάθειες από την πλευρά της αντισυστημικής Αριστεράς να διατυπωθεί ένα εναλλακτικό θεωρητικό πλαίσιο που ξεπερνά τους ορισμούς των ελίτ[3], συμπεραίνει με τη θρασύτητα της ημιμάθειας (ή της εσκεμμένης αγνόησης εναλλακτικών απόψεων) ότι η αντισυστημική Αριστερά (η άκρα Αριστερά όπως την αποκαλεί) «αρνείται να σκεφθεί την τρομοκρατία. Απόδειξη ―και μάλιστα ισχυρή― αποτελεί το γεγονός ότι δεν διαθέτει ορισμό για το φαινόμενο, ούτε προσπαθεί να διατυπώσει κάποιον»[4]. Στη συνέχεια, η τρομοκρατία, σε αγαστή σύμπνοια με τα αμερικανικά στρατιωτικά εγχειρίδια, ορίζεται ως «κάθε βία ή απειλή βίας που ασκείται επί αμάχων με σκοπό την παραγωγή ιδεολογικών αποτελεσμάτων» ―ορισμό που κάλλιστα μπορεί να περιλάβει όχι μόνο την επίθεση της 11 Σεπτέμβρη αλλά ακόμη και τις επιθέσεις αυτοκτονίας των Παλαιστινίων και φυσικά και την τσετσένικη επιχείρηση στη Μόσχα, εφόσον βέβαια οι δραστηριότητες αυτές, από μόνες τους, δεν μπορούν να επιτύχουν πολιτικές, αλλά μόνον ιδεολογικές αλλαγές.
Είναι όμως φανερό ότι παρόμοιοι ορισμοί έμμεσα υιοθετούν τη λογική των ελίτ για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, εφόσον αποκόπτουν την αντιβία από το ιστορικό υπόβαθρο και τα αίτιά της, κρίνοντας τις μορφές πάλης με αποκλειστικό κριτήριο τα χρησιμοποιούμενα μέσα, ανεξάρτητα μάλιστα από το εάν η πάλη αυτή θεμελιώνεται πάνω σε ένα μαζικό κίνημα που έχει απελευθερωτικούς στόχους.
ΥΓ.: Κάποτε, όταν οι μυστικές υπηρεσίες ή άλλοι ενδιαφερόμενοι ήθελαν να προξενήσουν τη μέγιστη δυνατή ζημιά εναντίον «ενοχλητικών φωνών» έκαιγαν τα γραφεία των φορέων τους. Σήμερα, «καίνε» τα ηλεκτρονικά αρχεία τους με ιούς, όπως πρόσφατα κατήγγειλε και ο Τσόμσκι, που έχει πληροφορίες ότι σε αυτή την παράνομη και ανήθικη τακτική έχουν καταφύγει οι Σιωνιστές για να σιγήσουν τις φωνές που αντιτίθενται στα εγκλήματά τους στην Παλαιστίνη. Θύμα είναι προφανώς και ο υπογράφων (αποδείξεις φυσικά δεν υπάρχουν) που για μήνες μετά τη δημοσίευση δύο άρθρων του την άνοιξη στη στήλη αυτή σχετικά με τη σφαγή στην Τζενίν έπαιρνε καθημερινά δεκάδες μηνύματα με ιούς, που οδήγησαν τελικά στην ολοκληρωτική κατάρρευση του υπολογιστού του και την ανάγκη να σβηστούν όλα τα αρχεία σε αυτόν, από τα οποία, με σημαντικό κόστος, τελικά σώθηκαν τα περισσότερα, αλλά όχι όλα και ιδιαίτερα η αλληλογραφία. Οι αλληλογραφούντες με τη στήλη επομένως θα πρέπει να συγχωρήσουν την τυχόν μη απάντηση στα μηνύματά τους που φυσικά δεν είναι εσκεμμένη. Όσον αφορά στους τρομοκράτες, δεν πρόκειται βέβαια να επιτύχουν στους στόχους τους.
[1] Jullan Borger, The Guardian (29/10/2002).
[2] Βλ. Wolfgang Haug «Α Crime Against Humanity», Democracy & Nature, Vol. 8, No. 2 (July 2002), pp. 301-317. abstract
[3] Βλ. για παράδειγμα τον ορισμό που επιχείρησα να δώσω στο άρθρο «The global "war" of the transnational elit» Democracy & Nature, Vol. 8, No. 2 (Ιούλης 2002), και «Ε» (13/07/2002). Στο άρθρο αυτό, «Η τρομοκρατία ως πολιτική βία», η τρομοκρατία ορίστηκε ως «η συνέχιση της βίας με άλλα μέσα»