Ο μύθος του τέλους της παγκοσμιοποίησης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/01/12) 

 

Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» δεν έδωσε μόνο την ευκαιρία στην υπερεθνική ελίτ να διασφαλίσει τη σταθερότητα της Νέας Τάξης (δηλαδή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης) στη περιοχή, με την επιβολή ενός απόλυτα εξαρτημένου από αυτή καθεστώτος στο Αφγανιστάν και την εγκατάσταση 13 Αμερικανικών βάσεων στη Κεντρική Ασία που περικυκλώνουν τη Κίνα και τη Ρωσία και εξασφαλίζουν τις δυτικές πηγές ενέργειας.[1] Στην πραγματικότητα, ο «πόλεμος» αυτός έχει πολλά άλλα «μέτωπα» που γίνονται σιγά-σιγά φανερά και έχουν ένα κοινό στόχο: την παραπέρα παγίωση και εξάπλωση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Το φανερό βέβαια μέτωπο είναι το πολιτικό-στρατιωτικό όπου η υπερεθνική ελίτ καταβάλλει σήμερα συστηματική προσπάθεια για να συντρίψει κάθε κίνημα αντίστασης κατά της Νέας Τάξης και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στο στόχαστρο δεν είναι μόνο οποιοδήποτε εθνικό-απελευθερωτικό κίνημα (από το Παλαιστινιακό και το Βάσκικο μέχρι αυτό του Κασμίρ) εμποδίζει τη σταθερότητα που απαιτεί η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στο ίδιο στόχαστρο βρίσκεται και οποιοδήποτε ριζοσπαστικό κίνημα αποτολμά να θέσει ‘αντισυστημικα’ αιτήματα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αντί να περιορίζεται (όπως επιδιώκουν τα ‘προοδευτικά’ τμήματα της υπερεθνικής ελίτ) να εγείρει τέτοια ‘ριζοσπαστικά’ αιτήματα όπως ο φόρος Τομπιν που υποστηρίζει η ATTAC, το πνευματικό παιδί της Monde Diplomatique! Η αντιτρομοκρατική δηλαδή νομοθεσία, που σήμερα εισάγεται παντού κατ’ εντολή της υπερεθνικής ελίτ, αποβλέπει στην "τιθάσευση" των ριζοσπαστικών τάσεων κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως ανάφερα σε προηγούμενο σημείωμα.

Πέρα όμως από το πολιτικό-στρατιωτικό μέτωπο, ο αδυσώπητος πόλεμος για την παγίωση και επέκταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο οικονομικό μέτωπο συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Έτσι, όταν η κυβέρνηση Μπους, με  αφορμή το ξέσπασμα της ύφεσης στην Αμερικανική οικονομία, (που βέβαια είχε αρχίσει πριν τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη!) άρχισε να μιλά για τον ρόλο του κράτους και να προτείνει νομοθετικά μέτρα για την τόνωση της οικονομίας, η παγκόσμια ρεφορμιστική Αριστερά και τα εδώ παραρτήματα της άρχισαν να ‘ονειρεύονται σαν τον Καραγκιόζη’ την επιστροφή στον Κευνσιανισμο και το τέλος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης![2] Γρήγορα όμως προσγειώθηκαν όταν ακόμη και σοσιαλ-φιλελεύθεροι οικονομολόγοι όπως ο Krugman[3] αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας όχι μόνο δεν πρόβλεπαν ουσιαστικά τίποτα για την βελτίωση της απελπιστικής κατάστασης των εκατομμυρίων φτωχών και άνεργων στην Αμερική αλλά αντίθετα φούσκωναν ακόμη περισσότερο το πορτοφόλι της οικονομικής ελίτ, μέσω των περικοπών των φόρων στα εισοδήματα τους και των χρηματοδοτήσεων των επιχειρήσεων  που κινδύνευαν από την ύφεση.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, η κυβέρνηση Μπους απλώς εφάρμοζε πιστά τις συνταγές της οικονομικής πολιτικής που είναι συμβατή με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, οι οποίες ελάχιστη σχέση έχουν με τον Κευνσιανισμό που εφαρμοζόταν στη περίοδο της άνθισης του σοσιαλδημοκρατικού κρατισμού, δηλαδή τα πρώτα τριάντα περίπου χρόνια μετά τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου. Ενώ δηλαδή ο σοσιαλδημοκρατικός Κευνσιανισμός προέβλεπε την ενεργό επέμβαση στη συνολική ζήτηση μέσω της αύξησης των δημοσίων (και κυρίως των κοινωνικών) δαπανών  που συνήθως χρηματοδοτούντο από τον δανεισμό, ο ‘Κευνσιανισμος-μαϊμού’ που εφαρμόζει σήμερα όχι μόνο η κυβέρνηση Μπους, αλλά και όλες οι σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις ανά τον κόσμο συμπεριλαμβανομένης της δικής μας, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Στόχος δεν είναι η τόνωση της ζήτησης αλλά η ενίσχυση της προσφοράς μέσω μέτρων που στοχεύουν να ενισχύσουν αυτούς που ελέγχουν την παραγωγή και τις επενδύσεις, δηλαδή την οικονομική ελίτ. Αυτό σημαίνει μείωση των φόρων πάνω στα εισοδήματα τους (πράγμα που συνεπάγεται συνήθως αντίστοιχη μείωση των δημόσιων δαπανών και κυρίως των κοινωνικών), ώστε να παρακινούνται να κάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζόμενους που απασχολούν καθώς και ελαστικές αγορές εργασίας,  ώστε να μειώνεται το κόστος παραγωγής, συμπίεση του πληθωρισμού και  των επιτοκίων, ώστε να απολαμβάνουν ‘φθηνότερο χρήμα’ όταν επενδύουν,  ιδιωτικοποιήσεις, ώστε να αυξάνονται οι επενδυτικές ευκαιρίες τους κλπ.   

Αυτά είναι ακριβώς τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που απαιτούν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές τις οποίες επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση και τα οποία καμία ελίτ που μετέχει στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν μπορεί ν' αποφύγει. Η νεοφιλελεύθερη δηλαδή παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε ...χίμαιρα, ούτε ‘μπόρα που θα περάσει’, όπως  βολεύει την ρεφορμιστική Αριστερά να πιστεύει. Και αυτό, διότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μεν το αποτέλεσμα της δυναμικής που τέθηκε σε κίνηση με την εγκαθίδρυση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς πριν περίπου δυο αιώνες, αλλά δεν παύει ν αποτελεί μια ‘συστημικη’ αλλαγή που επέβαλλαν οι ανάγκες των πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες ελέγχουν την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.[4] Πράγμα που σημαίνει ότι η παγκοσμιοποίηση αυτή, ως συστημικό φαινόμενο, δεν είναι αντιστρέψιμη στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς.

Όμως, υπαίτιος για την νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν είναι απλώς η ‘κακή’ Αμερική, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά,[5] εφόσον την ίδια ακριβώς πολιτική υποστηρίζουν όλα τα τμήματα και παραρτήματα της υπερεθνικής ελίτ, είτε είναι ακραιφνώς νεοφιλελεύθερα είτε σοσιαλφιλελεύθερα, όπως αυτά που εναγκαλίζονται οι αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς μας. Έτσι, ενώ η Αμερική δημιουργεί μεν δημοσιονομικά ελλείμματα, όχι βέβαια για να τονώσει τη ζήτηση όπως επέβαλλε η Κευνσιανή ορθοδοξία αλλά για να τονώσει τα επιχειρηματικά κέρδη, η Ευρώπη προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα, χειροτερεύοντας έτσι την ύφεση στην οποία έχει ήδη εισέλθει, όπως επιβάλλει  η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Όμως, η πολιτική αυτή δεν αποτελεί επιλογή για τα μέλη της ΕΕ αφού την επιβάλλουν, άμεσα ή έμμεσα, οι συμφωνίες Μάαστριχ-Άμστερνταμ και το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς και η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παράλληλα, οι ιδιωτικοποιήσεις συνεχίζονται αμείωτες, με την Βρετανική κυβέρνηση να πρωτοπορεί, προχωρώντας στην ιδιωτικοποίηση ακόμη και των σχολείων. Επιπρόσθετα,  μόλις πριν λίγες εβδομάδες, ο Μπλερ δεσμευόταν σε ομιλία του στους επιχειρηματίες ότι δεν πρόκειται να ανατρέψει ποτέ την πολιτική της ελαστικής αγοράς εργασίας, ότι δηλαδή η Βρετανία θα παραμείνει στη κορυφή των οικονομιών με τους λιγότερους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές και ότι θα αγωνιστεί για να κατακτήσει παρόμοια θέση και ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση!

Τέλος, σε διεθνές επίπεδο, δικαιολογημένα ο Krugman δήλωνε προ ημερών αναφερόμενος στα θετικά γεγονότα του χρόνου που έφυγε ότι «υπήρχε πραγματικός κίνδυνος η πανωλεθρία του Σιατλ (sic!), όπου η προσπάθεια ν' αρχίσει ένας νέος γύρος διαπραγματεύσεων κατέρρευσε εν αταξία, θα επαναλαμβανόταν φέτος. Όμως η σύσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Κατάρ τελικά κατέληξε πολύ καλά».[6] Και πράγματι, το Κατάρ απέδειξε όχι μόνο τον μύθο του τέλους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά και τη χρεοκοπία της ρεφορμιστικής Αριστεράς που έλπιζε ότι με διαδηλώσεις και ρεφορμιστικά αιτήματα θα την σταματούσε...

  

Υ.Γ.: Στο προηγούμενο άρθρο παραλείφθηκε εκ παραδρομής το ερωτηματικό από τον τίτλο. Ο σωστός τίτλος ήταν «Ευρώ: πάμε για ‘Αργεντινοποίηση;».

 


 

[1] Ian Traynor, Γκάρντιαν, 10/1/02

[2] Βλ πχ Κ. Βεργοπουλος, ‘Επιστροφή στον Κευνσιανισμο’, ‘E’, 4/10/01

[3] P. Krugman, ‘An Alternate Reality’, New York Times,  25/11/01

[4] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά-Η Προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, (Ελλην. Γράμματα, Μάρτιος 2002)

[5] Βλ. Κ. Βεργοπουλος, ‘Ιαπωνικού τύπου αδιέξοδα στην παγκόσμια οικονομία’, ‘Ε’, 30/12/01

[6] P. Krugman, Could've Been Worse, New York Times, 28/12/01