Ελευθεροτυπία (23/03/2002) 


Τα μαθήματα της Αργεντινέζικης εξέγερσης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Όταν τον περασμένο Δεκέμβρη ξέσπασε η εξέγερση στην Αργεντινή, μερικοί στη ρεφορμιστική Αριστερά έσπευσαν να προεξοφλήσουν την κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη χώρα αυτή, ενώ άλλοι στην επαναστατική Αριστερά γιόρταζαν την Αργεντινέζικη επανάσταση. Στη πραγματικότητα βέβαια τίποτα από αυτά δεν συνέβη κάτι που δεν θα πρέπει να προξενεί καμία έκπληξη όπως θα προσπαθήσω να δείξω συνοπτικά.

Η Αργεντινή, μετά από την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1983 που στοίχισε τη ζωή 30.000 περίπου ανθρώπων, εντάχθηκε οριστικά στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εγκαταλείποντας τις προδικτατορικές Περονικές πολιτικές που βασιζόντουσαν στον κρατισμό, δηλαδή τον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, τις εθνικοποιήσεις και την ανάπτυξη που στηριζόταν στην εσωτερική αγορά και την προστατευμένη παραγωγική δομή. Το μοντέλο που εισήγαγαν τα δύο κόμματα που εναλλασσόντουσαν στην εξουσία μετά τη δικτατορία εξέφραζε τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών, της στήριξης της ανάπτυξης στην εξωτερική αγορά και το ξένο κεφάλαιο, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Παράλληλα, οι πολιτικές αυτές έδρασαν σαν μαγνήτης για την προσέλκυση κερδοσκοπικών βασικά κεφαλαίων, καθώς και κεφαλαίων για την εξαγορά των αποκρατικοποιούμενων επιχειρήσεων. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν το κλείσιμο των μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και η συρρίκνωση της βιομηχανικής ικανότητας της χώρας κατά 30%, καθώς και η συνακόλουθη μαζική αύξηση της ανεργίας (που έφθασε το 18,4%) και της φτώχειας στην οποία είναι καταδικασμένο το 38% του πληθυσμού. Παράλληλα, τα μεσαία στρώματα είδαν αρχικά τη θέση τους να βελτιώνεται, όσο το κερδοσκοπικό και δανειακό κεφάλαιο (που στη δικτατορία είχε οδηγήσει στην έκρηξη του δημ. χρέους από 8 δις δολ. σε 46 δις δολ.) εισέρρεε στη χώρα και ο πληθωρισμός συμπιεζόταν με το δέσιμο του πέσο στο δολάριο που χειροτέρευε περισσότερο την εξαγωγική ικανότητα της χώρας.

Η ανεργία οδήγησε τον Αύγουστο του 2001 σε μια πανεθνική κινητοποίηση πάνω από 100.000 οργανωμένων ανέργων οι οποίοι έκλεισαν τουλάχιστον 300 δρόμους, παραλύοντας την οικονομία.[1] Η επιτυχία του κινήματος των ανέργων οφειλόταν στο γεγονός ότι, αντίθετα με τα κάθετα οργανωμένα γραφειοκρατικά συνδικάτα που ελέγχονται από τα κόμματα εξουσίας και κάθε τόσο κάνουν κάποια απεργία για την τιμή των όπλων και κατόπιν συμβιβάζονται με βάση τους όρους των ελίτ, το κίνημα αυτό ήταν πραγματικά αυτόνομο και δρούσε με συνεπή άμεση δράση.

Ταυτόχρονα, η μεσοαστική τάξη, η οποία συρρικνωνόταν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αντιμετώπισε στο τέλος του περασμένου χρόνου το πάγωμα των καταθέσεων, που επέβαλε η ελίτ κατόπιν εντολών του ΔΝΤ για να μπορέσει να συνεχίσει την κανονική αποπληρωμή του πελώριου δημόσιου χρέους που είχε φθάσει τα 160 δις. δολ. Έτσι, προστέθηκαν και τα μεσαία στρώματα στους άνεργους, παρέχοντας το φυτίλι για την έκρηξη του Δεκέμβρη που στοίχισε τη ζωή σε 30 διαδηλωτές. Η εξέγερση στρεφόταν γενικά κατά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, όπως άλλωστε είχαν δείξει και οι εκλογές του περασμένου Οκτώβρη όταν, σε μια χώρα με υποχρεωτική ψηφοφορία, σχεδόν το 30% των ψηφοφόρων είτε απέσχον είτε έγραψαν στο ψηφοδέλτιο τη φράση «όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες». Μολονότι όμως βασικό σύνθημα των διαδηλωτών ήταν «Χωρίς Περονιστές και Ριζοσπάστες (τα δυο κόμματα εξουσίας) θα ζούσαμε όλοι καλύτερα» οι Αργεντινέζοι βρέθηκαν τελικά πάλι με τους Περονιστές στην εξουσία. Η νέα πολιτική ελίτ που αναδείχθηκε μέσα από τις πολιτικές μανούβρες του κατεστημένου, τρομαγμένη από τη μαζική λαϊκή αντίδραση, ανέπτυξε μια ρητορική έλεγχου των αγορών και του νεοφιλελευθερισμού, ενώ στην πράξη τα μέτρα που εφαρμόζει υλοποιούσαν τη γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε», με στόχο την απομάκρυνση των μεσοαστικών στρωμάτων από την εξέγερση: ηπιότεροι έλεγχοι στις καταθέσεις, υποτίμηση του πέσο και αποκοπή της πρόσδεσης στο δολάριο με παράλληλη προστασία των καταθέσεων κ.λπ. Tα μέτρα βέβαια αυτά ούτε θίγουν την ουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή τις «απελευθερωμένες» αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και την ελαστική αγορά εργασίας, ούτε άλλωστε ήταν δυνατό μία κυβέρνηση απόλυτα εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο και τις ξένες αγορές να πάρει παρόμοια μέτρα.

Το φανερό κοινωνικό μάθημα ήταν ότι δεν αρκεί ούτε η πιο βαθιά οικονομική κρίση ούτε η αυθόρμητη εξέγερση για να επιτύχουν τη ριζική κοινωνική αλλαγή. Έτσι οι Αργεντινέζοι ανακαλύπτουν τώρα το μάθημα που είχαν πάρει 150 χρόνια πριν οι σοσιαλιστές, όταν συνειδητοποιούσαν ότι η μεταβολή ενός κοινωνικού συστήματος απαιτεί ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα και δεν αρκούν οι αυθόρμητες εξεγέρσεις που εύκολα πνίγονται στο αίμα ή αποπροσανατολίζονται σε στόχους που είναι συμβατοί με την αναπαραγωγή του συστήματος. Από τότε, η ιστορία των αντισυστημικών κινημάτων και η κατάρρευση του «υπαρκτού» δίδαξαν και ένα δεύτερο κοινωνικό μάθημα που σήμερα έχει πλήρως αφομοιωθεί στη λαϊκή συνείδηση: ότι ούτε το απελευθερωτικό πρόταγμα μπορεί να γίνει «επιστήμη» με τις απόλυτες «αλήθειες» του που κατέχει η «πρωτοπορία», ούτε η οργάνωση ενός απελευθερωτικού κινήματος μπορεί να είναι ιεραρχική, εκκολάπτοντας νέες ελίτ για το μέλλον. Το μάθημα αυτό είχε σαφώς αφομοιωθεί από τους εξεγερμένους του Μάη του ’68 χθες και τους εξεγερμένους της Αργεντινής σήμερα.

Μολονότι οι σχετικές πληροφορίες είναι περιορισμένες, και τα ΜΜΕ προσπαθούν για ευνόητους λόγους να τις περιορίσουν περισσότερο, στην Αργεντινή υπάρχουν τη στιγμή αυτή τουλάχιστον 140 «συνελεύσεις γειτονιάς» από τις οποίες 70 μέσα στο ίδιο το Μπουένος Άιρες και τουλάχιστον άλλες τόσες στην υπόλοιπη χώρα[2] που συνέρχονται εβδομαδιαία και, λειτουργώντας αμεσοδημοκρατικά, συζητούν τόσο τοπικά προβλήματα (ανεργία, ιατρική περίθαλψη κ.λπ.) όσο και γενικά θέματα για την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Κάθε Κυριακή γίνεται μια «συνέλευση των γειτονιών» όπου παίρνουν μέρος πολίτες που συμμετέχουν στις γειτονικές συνελεύσεις, όχι σαν «αντιπρόσωποι» τους, εφόσον οι γειτονικές συνελεύσεις είναι αυτόνομες και βασικά απορρίπτουν την αρχή της αντιπροσώπευσης, αλλά ως απλοί πολίτες που επιθυμούν να μεταφέρουν το πνεύμα των συζητήσεων των γειτονικών συνελεύσεων, με στόχο τον συντονισμό των προτάσεων και αποφάσεων τους.

Είναι επομένως φανερό ότι η εξέγερση της Αργεντινής δημιούργησε ένα κενό εξουσίας που καλύφθηκε μεν προσωρινά, χωρίς όμως η κρίση που το δημιούργησε να έχει αποσοβηθεί. Και εδώ έρχεται η σημασία των κοινωνικών μαθημάτων από τις εμπειρίες του παρελθόντος. Η εξέγερση στην Αργεντινή, μολονότι φανερώνει την πλήρη αφομοίωση του δεύτερου μαθήματος που ανέφερα παραπάνω, δείχνει συγχρόνως ότι χάρη στη μεταμοντέρνα σημερινή «Αριστερά» έχει ξεχαστεί εντελώς το πρώτο ιστορικό μάθημα. Ότι δηλαδή είναι αδύνατη η ριζική κοινωνική αλλαγή χωρίς τη δημιουργία ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος με σαφές πρόγραμμα συστημικής αλλαγής και καθαρούς μακροπρόθεσμους στόχους για τις γενικές αρχές οργάνωσης της μελλοντικής κοινωνίας που θα πείθουν για το εφικτό της (κάτι ιδιαίτερα απαραίτητο μετά την αποτυχία του κεντρικού σχεδιασμού ως εναλλακτικού προς την οικονομία της αγοράς τρόπου οικονομικής οργάνωσης) καθώς και βραχυπρόθεσμους στόχους και στρατηγική[3]. Όπως παρατηρούσε ένας Αργεντινέζος που συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση «το θλιβερό είναι ότι ούτε η κοινοβουλευτική ούτε η επαναστατική Αριστερά και ακόμη λιγότερο οι οργανωμένοι αναρχικοί έχουν κατορθώσει να προτείνουν ένα εναλλακτικό πρόταγμα που θα έκανε ο λαός δικό του»[4] πράγμα βέβαια που δημιουργεί την πιθανότητα για κάθε ολοκληρωτική λύση στο μέλλον.


 

[1] James Petras, Monthly Review (Ιανουάριος 2002).

[2] Guido Galafassi, ‘Argentina on fire’, Democracy & Nature, Vol. 8, No. 2.

[3] βλ. T. Fotopoulos, ‘Transitional strategies and the Inclusive Democracy project’, Democracy & Nature, τομ. 8 αρ. 1 (Μάρτης 2002).

[4] ‘Argentina: first hand account’ UK indymedia (02/01/2002).

 

 

 

 

Πηγή: http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2002/3_23.htm