Παγκοσμιοποίηση και Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/03/09) 

 

Οι διαμάχες που ανέκυψαν τελευταία με αφορμή το Πόρτο Αλέγκρε σε σχέση με τον χαρακτήρα του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης τον οποίο προσπαθούν να διαμορφώσουν οργανώσεις όπως η ATTAC, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και τα συναφή ρεύματα διανοουμένων της ρεφορμιστικής Αριστεράς, σε αντιδιαστολή με τα αντισυστημικά ρεύματα αντανακλούν αντίστοιχες διαμάχες μέσα στην Αριστερά. Δύο βασικά στρατόπεδα έχουν διαμορφωθεί σήμερα στην Αριστερά όσον αφορά το πιο κρίσιμο θέμα της εποχής μας: την παγκοσμιοποίηση. Από τη μια μεριά είναι τα ρεύματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς που υποστηρίζουν ότι η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μια συνωμοσία, αν όχι ένας μύθος ή μια χίμαιρα, που είναι οπωσδήποτε αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και δεν αποτελεί άλλωστε ένα νέο ποιοτικά φαινόμενο εφόσον αντίστοιχη διεθνοποίηση υπήρχε και έναν αιώνα πριν. Από την άλλη μεριά είναι οι αντισυστημικές τάσεις που άμεσα ή έμμεσα στηρίζονται στην αντίληψη ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι ένα ποιοτικά νέο γεγονός εφόσον θεμελιώνεται σε νέες μορφές υπερεθνικής οικονομικής οργάνωσης (κυρίως τις πολυεθνικές) και αντίστοιχες μορφές υπερεθνικής πολιτικής οργάνωσης οι οποίες προοδευτικά αντικαθιστούν τα κράτη-έθνη. Για την αντισυστημική αυτή Αριστερά η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και επομένως οι διάφορες μεταρρυθμίσεις που προτείνει η ρεφορμιστική Αριστερά είναι είτε ουτοπικές είτε στοχεύουν στη δημιουργία ενός ανθρώπινου προσωπείου για την πελώρια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και τη συνακόλουθη ανισότητα που δημιουργεί η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.

Το ενδιαφέρον στοιχείο όμως αυτής της διάστασης της Αριστεράς πάνω στο θέμα δεν είναι βέβαια η ίδια η διάσπαση μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς που άλλωστε είναι πολύ παλιά. Χρονολογείται από τα πρώτα βήματα του σοσιαλιστικού κινήματος όταν δημιουργήθηκαν οι δύο βασικές συνιστώσες του, αυτές του κρατικιστικού και του ελευθεριακού σοσιαλισμού που στη συνέχεια, μετά από τη διάσπαση του κρατικιστικού σοσιαλισμού, οδήγησαν στον ορθόδοξο (αντισυστημικό) Μαρξισμό και την (ρεφορμιστική) σοσιαλδημοκρατία. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η νέα διάσπαση μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικής Αριστεράς ως προς το θέμα της παγκοσμιοποίησης ξεπερνά τα παραδοσιακά στρατόπεδα, πράγμα που αποτελεί ένδειξη της κατάρρευσης των παλιών σχημάτων. Έτσι, μολονότι σήμερα οι οπαδοί του κρατικιστικού σοσιαλισμού, τόσο του παραδοσιακού σοσιαλδημοκρατικού (που ελάχιστη έχει σχέση με την σημερινή κέντρο-«αριστερά» η οποία βλέπει την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση πράγματι ως νέο φαινόμενο και προσαρμόζεται αντίστοιχα) όσο και πολλοί Μαρξιστές βλέπουν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως αντιστρέψιμη και οπωσδήποτε δεν την θεωρούν νέο φαινόμενο, υπάρχουν και σημαντικές εξαιρέσεις που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Αντίστοιχα, μολονότι θα περίμενε κανείς στο χώρο του ελευθεριακού σοσιαλισμού που παραδοσιακά ήταν αντισυστημικός να υπάρχουν σήμερα μόνο αντισυστημικά ρεύματα ως προς την παγκοσμιοποίηση δεν λείπουν στο χώρο αυτό και οι ρεφορμιστικές φωνές όπως αυτή του Τσόμσκι που γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει γίνει σήμερα το «χαϊδεμένο παιδί» της ρεφορμιστικής Αριστεράς και των ΜΜΕ, ενώ κάποτε, όπως ο ίδιος διακήρυσσε, θα ανησυχούσε εάν πρόβαλαν τις απόψεις του τα ΜΜΕ.

Ας έλθουμε όμως στις εξαιρέσεις μέσα στην Μαρξιστική Αριστερά. Πολύ πρόσφατα, αναπτύχθηκαν δυο νέα είδη νέο-ορθόδοξων Μαρξιστικών προσεγγίσεων πάνω στο θέμα της παγκοσμιοποίησης: η προσέγγιση της «υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης»[1] και η αντίληψη της παγκοσμιοποίησης ως «αυτοκρατορίας»[2]. Σημείο εκκίνησης των «αιρετικών» αυτών προσεγγίσεων είναι η σκληρή κριτική που ασκούν κατά της ρεφορμιστικής Αριστεράς στη βάση του ότι η τελευταία όχι μόνο δεν βλέπει το προφανές γεγονός ότι οι διάφορες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή είναι πραγματικές, αλλά ακόμη χαρακτηρίζει ανόητα την παγκοσμιοποίηση ως ένα είδος ιδεολογίας, αν όχι έναν μύθο, ή χίμαιρα. Έτσι, η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης βλέπει την παγκοσμιοποίηση ως ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές, σύμφωνα με την άποψη αυτή,  ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος. Αντίστοιχα, οι Hardt και Negri υποστηρίζουν ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση δεν καθιερώνει κάποιο εδαφικό κέντρο εξουσίας ούτε στηρίζεται σε σταθερά σύνορα. Είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός εξουσίας που προοδευτικά ενσωματώνει το σύνολο του πλανητικού χώρου μέσα στα ανοικτά και συνεχώς επεκτεινόμενα σύνορα του. Πράγμα που αποκλείει τις αντιλήψεις περί «κακής» Αμερικής και της «καλής» Ευρώπης που προωθεί η ρεφορμιστική Αριστερά.

Το περίεργο όμως είναι ότι παρά τις σωστές αυτές υποθέσεις για την φύση της παγκοσμιοποίησης[3] και οι δυο αυτές προσεγγίσεις καταλήγουν σε ρεφορμιστικά συμπεράσματα. Οι Hardt και Negri μάλιστα προχωρούν ένα βήμα περισσότερο και θεωρούν την παγκοσμιοποίηση ευπρόσδεκτη, ως μια «αντικειμενική» βάση στην οποία θα μπορούσε να κτιστεί μια (ασαφής) «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση». Η θέση βέβαια αυτή δεν είναι περίεργη και βασίζεται στην ιδέα της Προόδου που, παρ’ όλες τις λεκτικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, έμμεσα υιοθετούν οι συγγραφείς. Όμως σήμερα ελάχιστοι υιοθετούν πια την ιδέα της Προόδου που συνεπάγεται επίσης την υιοθέτηση τέτοιων «προοδευτικών» συμπερασμάτων όπως το Μαρξιστικό συμπέρασμα για τον δήθεν «προοδευτικό» ρόλο της αποικιοκρατίας[4], ή το αντίστοιχο αναρχικό συμπέρασμα ότι το κράτος είναι ένα «κοινωνικά αναγκαίο κακό».[5] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι συγγραφείς καταλήγουν σε αιτήματα όπως η επιστροφή σε κάποιο είδος διεθνούς κρατισμού που θα έλεγχε την παγκοσμιοποίηση εξασφαλίζοντας την ελεύθερη κίνηση εργασίας, ένα κοινωνικό μισθό και εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα για όλους, ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές γνώσης, πληροφοριών και επικοινωνιών κ.λπ. Ούτε βέβαια είναι καθόλου περίεργο ότι αυτού του είδους η ανάλυση και τα συμπεράσματα προβάλλονται μαζικά από τα δυτικά ΜΜΕ που ελέγχει η υπερεθνική ελίτ, με τον Ομπσέρβερ και τους Τάιμς της Ν. Υόρκης να χαρακτηρίζουν την «Αυτοκρατορία» των Hardt και Negri ως το «νέο κομμουνιστικό μανιφέστο»[6] και ότι, μετά από όλη αυτή την προβολή, το βιβλίο αυτό έγινε γρήγορα μπεστ σέλλερ (αντίθετα με το πρωτότυπο Μανιφέστο που δεν εκδόθηκε από το... Harvard), όπως βέβαια και τα αντίστοιχα βιβλία της ρεφορμιστικής Αριστεράς για την παγκοσμιοποίηση, στο εξωτερικό και εδώ!

Συμπερασματικά, αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι μια νέα αντισυστημική προσέγγιση που θεωρεί ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν έχει τίποτα το «αναγκαίο» πάνω της και αποτελεί απλώς την αναπόφευκτη συνέπεια μιας αρχικής επιλογής που επιβλήθηκε στην κοινωνία από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ: την επιλογή για την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».[7] Mε αυτή την έννοια, η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κάθε άλλο παρά μπορεί να χρησιμεύσει ως η «αντικειμενική βάση» για μια νέα δημοκρατική κοινωνία η οποία, αντίθετα, προϋποθέτει τη δημιουργία νέων, πραγματικά δημοκρατικών, οικονομικών και πολιτικών δομών!


 


[1] Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class, (Blackwell, 2001)

[2] Michael Hardt and Antonio Negri, Empire, (Harvard University Press, 2001)

[3] Θέσεις που υποστήριζε από καιρό η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, βλ. π.χ. Tάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, (Καστανιώτης) κεφ. 1

[4] Βλ. πχ, Shlomo Avineri, ed., Karl Marx on Colonialism & Modernization (Anchor Books, 1969), σελ. 13.

[5] Βλ. G.P. Maximoff, ed., The Political Philosophy of Bakunin, (Free Press, 1964) σελ. 145.

[6] The Observer, 15/7/ 2001. Βλ. ακόμη, New York Times, 7/7/ 2001

[7] Βλ. Τ. Φωτόπουλος Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελληνικά Γράμματα, Μάρτιος 2002) κεφ. 1-3.