(Ελευθεροτυπία, 6 Απριλίου 2002)


Αντισημιτισμός, αντισιωνισμός και «τρομοκρατία»

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι τελευταίες επιθέσεις κατά Εβραϊκών συναγωγών και άλλων εβραϊκών στόχων στην Ευρώπη και αλλού, σε συνέχεια των «τρομοκρατικών» επιθέσεων κατά Εβραίων πολιτών στο Ισραήλ (πέρα από τις καθ’ όλα νομιμοποιημένες επιθέσεις κατά Ισραηλινών στρατιωτικών στόχων) που τον τελευταίο καιρό παρουσιάζουν μια μεγάλη έξαρση με τις επιθέσεις αυτοκτονίας να πολλαπλασιάζονται, οδηγούν πολλούς στο συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα έξαρση του αντισημιτισμού. Και δεν μιλώ βέβαια για την Σιωνιστική προπαγάνδα και τα φερέφωνα της στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που έφθασαν να χαρακτηρίσουν αντισημιτικές και τις απόψεις του υπογραφόμενου επειδή τόλμησε να επικρίνει τις κτηνωδίες του Σιωνισμού στην προσπάθεια του να ολοκληρώσει την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης[1]. Σήμερα είναι τεκμηριωμένο ότι έχει καλοστηθεϊ από τα Σιωνιστικά συμφέροντα, τα οποία αποτελούν καθοριστικό συστατικό στοιχείο της υπερεθνικής ελίτ που διαχειρίζεται την πολιτική και οικονομική παγκοσμιοποίηση, μια «βιομηχανία παραγωγής αντισημιτών»[2] για να δυσφημείται ως αντισημιτική οποιαδήποτε καταγγελία της μεγαλύτερης αδικίας σε βάρος λαού που συνέβη μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο: της απόπειρας εξανδραποδισμού του Παλαιστινιακού λαού η οποία σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Η βιομηχανία αυτή έχει τεραστία επιτυχία στο να επιβάλλει αυτολογοκρισία σε πολλούς καλοπροαίρετους που θα ήθελαν να εναντιωθούν κατά της Σιωνιστικής εθνοκάθαρσης στην Παλαιστίνη. Το κύριο μέσο που χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό είναι η άκρατη σύγχυση που εσκεμμένα δημιουργεί η Σιωνιστική προπαγάνδα όταν ταυτίζει τον αντισιωνισμό με τον αντισημιτισμό. Ο αντισημιτισμός, ο οποίος κατέληξε στην Ναζιστική κτηνωδία, δεν ήταν παρά η λογική κατάληξη πολλών εξοντωτικών διωγμών κατά των Εβραίων, από την μεσαιωνική Ισπανία μέχρι την Τσαρική Ρωσία κ.λπ., και είχε εντελώς διαφορετικά αίτια και διαφορετικό χαρακτήρα από τον αντισιωνισμό. Ο ιστορικός αυτός αντισημιτισμός ξεκινούσε είτε από ηλίθιους θρησκευτικούς λόγους και δεισιδαιμονίες είτε από το γεγονός ότι οι Εβραϊκές κοινότητες, σε αντίθεση με άλλες κοινότητες μεταναστών, δεν αφομοιωνόντουσαν ποτέ στις ευρύτερες εθνικές κοινότητες που τις φιλοξενούσαν αλλά διαφύλασσαν ως κόρη οφθαλμού την εθνικο-θρησκευτική τους ταυτότητα, με την αποθάρρυνση των μικτών γάμων, την καλλιέργεια του μύθου του περιουσίου λαού κ.λπ. Εάν σε αυτό προστεθεί ότι ένα τμήμα των Εβραϊκών αυτών κοινοτήτων συνήθως αποτελούσε και σημαντικό στοιχείο των ντόπιων ελίτ, τότε, μπορεί κανείς να εξηγήσει τον ιδιότυπο ρατσισμό που είχε δημιουργηθεί, κυρίως ανάμεσα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των χωρών που φιλοξενούσαν τις Εβραϊκές κοινότητες, δηλαδή τον αντισημιτισμό, που οδήγησε στα ιστορικά εγκλήματα κατά της Εβραϊκής φυλής. 

Όμως οι δέκτες αυτού του αντισημιτισμού ήταν μόνο θύματα και ποτέ δεν επιδίωκαν την υπονόμευση (αν όχι τον εξανδραποδισμό) άλλων πολιτιστικών ταυτοτήτων. Ακόμη μάλιστα και όταν ήταν θύτες, λόγω της κοινωνικο-οικονομικής θέσης τους στη κοινωνία, ούτε τα κίνητρα τους ήταν ρατσιστικά ούτε οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εναντίον των θυμάτων τους ήταν η ωμή βία. Αντίθετα, ο αντισιωνισμός δεν στρέφεται ποτέ αδιακρίτως κατά των Εβραίων πολιτών αλλά συγκεκριμένα εναντίον των Σιωνιστών που εκμεταλλεύθηκαν το ναζιστικό έγκλημα (και ακόμη το εκμεταλλεύονται, όπως έδειξαν πρόσφατα στελέχη της Εβραϊκής αντισιωνιστικής Αριστεράς[3]) και την παγκόσμια συμπάθεια που δημιουργήθηκε για τον Εβραϊκό λαό, ώστε να στήσουν, μέσω μιας ρατσιστικής εθνοκάθαρσης, ένα «καθαρό» Εβραϊκό κράτος σε βάρος των λαών που ζούσαν στα χώματα της Παλαιστίνης από αιώνες. Ο αντισιωνισμός δηλαδή στρέφεται όχι εναντίον θυμάτων αλλά εναντίον φρικτών θυτών που όλα αυτά τα χρόνια επιδιώκουν, με την αποφασιστική βοήθεια αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς (που για τους δικούς τους λόγους ήθελαν τον χωροφύλακα τους στη Μέση Ανατολή) να κτίσουν, χρησιμοποιώντας αδίστακτα την φυσική ή οικονομική βία το εθνικά καθαρό κράτος τους. Έτσι, μη αρκούμενοι στην καταφανή αδικία που συνιστούσε η απόφαση του ΟΗΕ του 1948 που τους παραχωρούσε 55% της γης παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν λιγότερο από το 40% του πληθυσμού, προχώρησαν όλα αυτά τα χρόνια στη μαζική εκδίωξη των Αράβων από τα εδάφη τους, έτσι ώστε σήμερα να ελέγχουν de jure σχεδόν το 90% της παλαιστινιακής γης και de facto to 100%, ενώ οι πιο «προοδευτικοί» από αυτούς απλώς δηλώνουν διατεθειμένοι να αρκεστούν «γενναιόδωρα» στο 78% αυτής της γης για να δημιουργηθεί κάποια παρωδία Παλαιστινιακού κράτους![4].

Όμως είναι αυτή η κατάφωρη αδικία που δίδαξε τους Παλαιστίνιους ότι οποιαδήποτε ειρηνική διαδικασία με βάση τη σημερινή πελώρια ανισοκατανομή δύναμης (πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής) δεν θα κατέληγε παρά σε κάποιο «ξεπούλημα» όπως αυτό του Όσλο, ή αυτό που προτείνει το σχέδιο της Σαουδαραβίας σήμερα που, στην πράξη, θα κατέληγε στην οριστική απομάκρυνση από την Παλαιστίνη των εκατομμυρίων προσφύγων-θυμάτων του Σιωνισμού που αποτελούν τα δυο τρίτα του Παλαιστινιακού λαού. Είναι η ίδια πελώρια ανισοκατανομή δύναμης, όπου τα τελειότερα οπλικά συστήματα της εγκληματικής πολεμικής τεχνολογίας των ΗΠΑ χρησιμοποιούνται ενάντια στις σφεντόνες των παιδιών και τα πιστόλια των αστυφυλάκων του Αραφάτ, που οδήγησε στην απελπισία τους Παλαιστίνιους και στη χρήση του έσχατου μέσου που διαθέτουν: την ίδια τη ζωή τους για να συμπαρασύρουν μαζί τους στο θάνατο και μερικούς από τους κατακτητές. Έστω και αν αυτές οι πράξεις, που στρέφονται αδιακρίτως εναντίον Εβραϊκών στόχων, επισύρουν την κατηγορία της «τρομοκρατίας» την οποία υιοθετούν ακόμη και πολλοί από τους «προοδευτικούς» (ακόμη και τους ελευθεριακούς), τόσο μεταξύ της Εβραϊκής Αριστεράς στο Ισραήλ και στο εξωτερικό που (εκτός από λίγες φωτεινές εξαιρέσεις όπως ο Τσόμσκι) σιωπά μπροστά στη ρατσιστική εθνοκάθαρση, όσο και της Αριστεράς γενικότερα.

Αλλά, μολονότι η χρήση βίας αδιακρίτως δεν είναι ούτε πολιτικά αλλά ούτε και ηθικά επιδοκιμαστέα, ήταν αναμενόμενο ότι η βία της υπερεθνικής ελίτ και των παραρτημάτων της αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε αυτού του είδους τη δραστηριότητα. Αναπόφευκτα, διότι είναι το μόνο μέσο που διαθέτουν λαοί όπως ο Ιρακινός ή ο Αφγανικός κατά ενός αόρατου εχθρού που τους βομβαρδίζει ανηλεώς με μια αξεπέραστη τεχνολογία, η αντίστοιχα ένας λαός όπως ο παλαιστινιακός προκειμένου να επιτύχει την εθνική του απελευθέρωση κατά ενός ορατού μεν εχθρού που διαθέτει όμως συντριπτική υπεροπλία και δεν διστάζει (όπως οι ναζιστές) να βομβαρδίζει στόχους μεταξύ αμάχων χρησιμοποιώντας F16 και να δολοφονεί παιδιά με σφεντόνες, ή νοσοκομειακούς που συλλέγουν τραυματίες. Όσο μεγαλύτερη επομένως είναι η ανισότητα στη κατανομή στρατιωτικής δύναμης μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων και όσο η κρατική βία των καταπιεστών παίρνει κτηνώδεις μορφές τόσο και η αμυντική βία των καταπιεσμένων θα παίρνει περισσότερο αποκρουστικές μορφές.

Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να ξεχνούμε το ιστορικό υπόβαθρο της βίας που ανέφερα. Διότι βέβαια είναι το ρατσιστικό έγκλημα της εθνοκαθάρσης από μέρους των Σιωνιστών που οδήγησε στο σημερινό κύκλο της αποτρόπαιας βίας. Και αυτό, διότι από την αρχή ήταν δυνατό, όπως είχαν προτείνει φωτισμένα τμήματα της Εβραϊκής Αριστεράς, να συμβιώσουν ειρηνικά Παλαιστίνιοι και Εβραίοι σε μια ομοσπονδία των λαών της περιοχής. Όμως οι Σιωνιστές προτίμησαν να ματοκυλίσουν ένα ολόκληρο λαό για να κτίσουν το μείζον Ισραήλ που τους χάρισε ο Θεός! Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, η μόνη μη ρατσιστική λύση είναι η πολυπολιτισμική συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία των λαών της περιοχής, μέσα σε κοινά σύνορα και με απεριόριστο δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στη πατρική γη τους.


 

[2] Bλ. π.χ. P. Beaumont, The Observer (17/2/2002).

[3] Norman G. Finkelstein, The Holocaust Industry (Verso 2001)

[4] Βλ. Α. Γκεζερλής, «Ποιοι θέλουν να συντρίψουν το παλαιστινιακό κίνημα;», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τ.4, Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος (Μάρτης 2002).