Η κρίση της «πολιτικής» και η Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/06/15) 

 

Τα αποτελέσματα των γαλλικών βουλευτικών εκλογών επιβεβαίωσαν για μια ακόμη φορά την βαθιά κρίση, όχι απλώς της κεντροαριστεράς  και των συνοδοιπόρων της (οικολογικά κόμματα κ.λπ.), αλλά της ίδιας της «πολιτικής» με την σημερινή έννοια. Η αποχή αναδεικνύεται σχεδόν παντού όπου η ψήφος είναι ακόμη προαιρετική ως το πρώτο κόμμα, ενώ πρόσφατη έρευνα Βρετανού ακαδημαϊκού έδειξε ότι, με εξαίρεση μερικές Σκανδιναβικές χώρες, η αποχή παρουσιάζει σημαντική αύξηση σε όλες τις μητροπολιτικές χώρες τα τελευταία 40 χρόνια.[1] Η τάση αυτή αναδεικνύει το βάθος της κρίσης της «πολιτικής», ή καλύτερα αυτού που περνά ως πολιτική σε μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», δηλαδή την εναλλαγή επαγγελματιών πολιτικών στην εξουσία με στόχο την διαχείριση της. Εάν μάλιστα επιχειρήσει κανείς μια λεπτομερέστερη ανάλυση της αποχής θα διαπιστώσει ότι ανθεί κυρίως μεταξύ των νέων καθώς και των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων που είναι τα κατεξοχήν θύματα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.

Έτσι, η εκλογική διαδικασία έχει πια καταντήσει στις περισσότερες χώρες σε μια δραστηριότητα των βολεμένων κοινωνικών στρωμάτων που ψηφίζουν με βάση την κατά καιρούς  αξιοπιστία του ενός ή του αλλού κόμματος εξουσίας  σε σχέση με την προστασία και βελτίωση των προνομίων τους (καταπολέμηση εγκληματικότητας, φορολογικές διευκολύνσεις κ.λπ.). Κατά κανόνα, τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία ανήκουν είτε στην κεντροδεξιά είτε στην κεντροαριστερά παράταξη και οι πολιτικές που εφαρμόζουν όταν έρχονται στην εξουσία έχουν ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους, ιδιαίτερα όσον αφορά στα φτωχότερα στρώματα. Γι’ αυτό και τα στρώματα αυτά συνήθως είτε αγνοούν την εκλογική διαδικασία ως φάρσα, είτε καταλήγουν να υποστηρίζουν κόμματα έξω από την πολιτική ελίτ, στο χώρο της λαϊκίστικης ακροδεξιάς. Αντίστοιχα, οι νέοι που αντιμετωπίζουν πιο έντονα το πρόβλημα της απασχόλησης και της σχετικής ανασφάλειας που δημιουργούν οι ελαστικές αγορές εργασίας, και όπως είναι φυσικό ανησυχούν περισσότερο για την προϊούσα οικολογική καταστροφή,  παλιότερα μεν στρεφόντουσαν στα νέα κοινωνικά κινήματα και κυρίως τα οικολογικά αλλά, μετά την ενσωμάτωση των τελευταίων στην καθεστηκυία τάξη, στρέφονται όλο και περισσότερο στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης.

Τα ρεύματα όμως που μετέχουν στις εκδηλώσεις εναντίον της παγκοσμιοποίησης δεν αποτελούν καν κίνημα λόγω της βαθιάς ετερογένειας τους, η οποία δίνει μεν μαζικό χαρακτήρα στις εκδηλώσεις του αλλά και δεν επιτρέπει την μετεξέλιξη του σε ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα. Σχηματικά, οι τάσεις που συμμετέχουν στο κίνημα αυτό ανήκουν βασικά στους δυο πόλους της Αριστεράς με την  ευρεία έννοια. Από τη  μια μεριά είναι η τάση της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η οποία υποστηρίζει ότι η αποτυχία του «υπαρκτού» απέδειξε τον ουτοπικό αλλά και απολυταρχικό χαρακτήρα κάθε απόπειρας συνολικής αλλαγής της κοινωνίας και καταλήγει με το εμβριθές συμπέρασμα ότι ο  σημερινός ρόλος της Αριστεράς είναι η απλή διαχείριση της εξουσίας[2] (κάτι που για τον Καστοριάδη της στερεί ακόμη και το δικαίωμα στον τίτλο της Αριστεράς). Στην ίδια προβληματική, η σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλώς ένα μοντέλο, ένας τρόπος διαχείρισης που επιβάλλουν οι ΗΠΑ, και επομένως είναι κάλλιστα δυνατή μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση κάτω από την πίεση  της «καλής» ΕΕ και του κινήματος αντι-παγκοσμιοποίησης.[3] Η ρεφορμιστική αυτή Αριστερά εκφράζεται σήμερα στο πολιτικό επίπεδο  με τα Κοινωνικά Φόρα που στήνει σε όλο τον κόσμο, με βάση τις προδιαγραφές του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε (ΠΑ) τον Φεβρουάριο, όπως εκφράστηκαν στην Διακήρυξη των Κινημάτων του ΠΑ. Η Διακήρυξη αυτή, στηριζόμενη στην προβληματική που βλέπει τον νεοφιλελευθερισμό ως είδος πολιτικής διαχείρισης, δεν θέτει καν θέμα αμφισβήτησης της οικονομίας της αγοράς ή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και τα αιτήματα που περιλαμβάνει συμποσούνται απλώς στον στόχο για μια σοσιαλδημοκρατική διαχείριση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αντίθετα, για πολλούς στην αντισυστημική τάση, η αποτυχία του «υπαρκτού» απέδειξε απλώς τα όρια της πολιτικής με την έννοια της επιβολής «από τα πάνω» ενός νέου τρόπου κοινωνικής οργάνωσης , δηλ. απλώς ανέδειξε την αποτυχία της κρατικιστικής Αριστεράς. Ακόμη, για τους περισσότερους ακτιβιστές που κινούνται στον ίδιο χώρο, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι θέμα «κακής» πολιτικής αλλά συστημικό φαινόμενο που αναφέρεται στην ίδια την οικονομική δομή που έχει δημιουργηθεί σήμερα και κυρίως τις ανοικτές και ελεύθερες αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και τις ελαστικές αγορές εργασίας που είναι τα συστατικά στοιχεία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Για τους ίδιους, η παγκοσμιοποίηση αυτή μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι.[4] Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν η ρεφορμιστική Αριστερά ερχόταν ποτέ στην εξουσία, στο σημερινό πλαίσιο των ανοικτών και ελεύθερων αγορών (που δεν αμφισβητεί), θα ήταν αδύνατο να εισάγει την σοσιαλδημοκρατική-οικολογική διαχείριση που ευαγγελίζεται. Έτσι, το μόνο που θα μπορούσε να επιτύχει θα ήταν κάποιες ανώδυνες για το σύστημα αλλαγές που θα έδιναν ένα ανθρώπινο προσωπείο στην παγκοσμιοποίηση. Πράγμα που αποτελεί και στόχο των ίδιων των «προοδευτικών» ελίτ που χρηματοδότησαν το Κοινωνικό Φόρουμ στο Πόρτο Αλεγκρε (Monde Diplomatique, Ίδρυμα Φορντ κ.λπ.), οι οποίες επιδιώκουν απλώς την συντριβή της αντισυστημικής τάσης  και την  δημιουργία μιας ελεγχόμενης από αυτές αντιπολίτευσης.

Είναι λοιπόν φανερό ότι οι διαφορές μεταξύ των δυο τάσεων είναι αγεφύρωτες πράγμα που αποκλείει  την οποιαδήποτε σύνθεση τους (διαλεκτική ή μη). Η ίδια η συνύπαρξη των τάσεων αυτών στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης είναι δυνατή μόνο στη βάση ενός ελάχιστου κοινού προγράμματος που θα έχει στόχο απλώς την συρρίκνωση των «υπερβολών» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (μείωση της φτώχιας, των Χρεών του Τρίτου Κόσμου, φόρος Τομπιν, υπεράσπιση των ατομικών ελευθεριών κ.λπ.) και όχι στην αντικατάσταση της ίδιας της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης με μια παγκοσμιοποίηση των λαών έξω από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Η περίφημη «ενότητα στη διαφορά» και πολυμορφία (που κατά την ρεφορμιστική Αριστερά αποτελούν την δύναμη του κινήματος  της αντι-παγκοσμιοποίησης) είναι σημαντικές επομένως μόνο σε σχέση με τον ελάχιστο στόχο της οργάνωσης μαζικών διαδηλώσεων κατά της παγκοσμιοποίησης γενικά, αλλά οπωσδήποτε δεν έχουν σχέση με την δημιουργία αντισυστημικής συνείδησης, η οποία προϋποθέτει πρόγραμμα με απώτερους και άμεσους στόχους που θα βασίζονται σε μια αντισυστημική λογική.

Συμπερασματικά,  η ανάπτυξη ενός κοινού κινήματος που θα συνθέτει τις δυο τάσεις είναι αδύνατη.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατη η συνεργασία των τάσεων αυτών κατά περίσταση π.χ. στην οργάνωση  μαζικών διαδηλώσεων όπως αυτές που σχεδιάζονται για την σύνοδο κορυφής της ΕΕ στη Θεσσαλονίκη το 2003, με την προϋπόθεση βέβαια ότι τα ρεύματα που θα συμμετέχουν θα προβάλλουν το καθένα την δική του προβληματική και αιτήματα. Εκείνο που είναι σίγουρα αδύνατο με βάση την παραπάνω προβληματική είναι η συμμετοχή της αντισυστημικής τάσης σε οργανωτικά σχήματα όπως τα Κοινωνικά Φόρα που οργανώνει η ρεφορμιστική Αριστερά και η συνυπογραφή μιας κοινής πολιτικής πλατφόρμας. Και αυτό, διότι παρόμοια πλατφόρμα αναγκαστικά θα εκφράζει τις θέσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς που όχι μόνο δεν αμφισβητεί τις συστημικές βάσεις της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης αλλά ούτε καν αμφισβητεί την ίδια την ΕΕ που αντίθετα την βλέπει ως «προοδευτικό πόλο» έναντι της ηγεμονίας των ΗΠΑ! Οι διαδηλώσεις άλλωστε και η πάλη κατά του συστήματος γενικότερα (εφόσον  δεν περιορίζονται βέβαια στις συνόδους κορυφής αλλά αναπτύσσονται και στο τοπικό επίπεδο κατά των ντόπιων ελίτ που αποτελούν τους εντολοδόχους της υπερεθνικής ελίτ) είναι μόνο το ένα σκέλος μιας αντισυστημικής στρατηγικής[5]. Το άλλο σκέλος είναι η δημιουργία εναλλακτικών θεσμών που θα αμφισβητούν στη  πράξη το σημερινό θεσμικό πλαίσιο, όπως ήδη έχει αρχίσει να γίνεται αλλού. Το κρίσιμο πρόβλημα σήμερα είναι ότι τα εναλλακτικά αυτά πειράματα γίνονται ακόμη αποσπασματικά και έξω από ένα αντισυστημικό κίνημα που θα είχε άμεσο στόχο την ανάπτυξη της αντισυστημικής συνείδησης και απώτερο στόχο την δημιουργία μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας.


 


 

[1] Paul Whiteley, Guardian, 1/5/2002

[2] Βλ πχ για θεωρητικοποίηση αυτής της θέσης στα παρ’ημιν, Α. Ζαχαρέας, Αυγή, 3/3/2002 και «Ε», 11/6/2002[2]

[3] Βλ. Γιάννη Γ. Μαύρο, «Ε», 4/4/2002 και αρθρογραφία Κ. Βεργόπουλου

[4] Βλ για ανάλυση της θέσης αυτής Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, Ελλην. Γράμματα, 2002

[5] βλ T Fotopoulos, ‘Transitional Strategies and the inclusive democracy project’, Democracy & Nature, Μάρτης 2002