Πού πάει το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης;

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2002/06/29) 

 

Πριν από περίπου ένα χρόνο, αντίθετα με την ευφορία που είχαν δημιουργήσει οι μαζικές διαδηλώσεις στη Γένοβα και η μαζική προβολή που πήρε από τα ΜΜΕ το «κίνημα» της αντι-παγκοσμιοποίησης (βασικά λόγω των συγκρούσεων που οδήγησαν και στο θάνατο Ιταλού διαδηλωτή), είχα εκφράσει τις αμφιβολίες μου από τη στήλη αυτή για το μέλλον του κινήματος αυτού. Όπως έγραφα τότε, «είναι φανερό ότι το “κίνημα” της αντι-παγκοσμιοποίησης έχει φθάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Είτε δηλαδή τα αντισυστημικά ρεύματα μέσα σε αυτό θα επικρατήσουν οδηγώντας στο κτίσιμο ενός πραγματικού κινήματος με το δικό του πολιτικό «πρόταγμα», στρατηγική και βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα, είτε θα επικρατήσουν τα ρεφορμιστικά ρεύματα, όπως ακριβώς έγινε και στο οικολογικό κίνημα, οδηγώντας στη δημιουργία ενός ακόμη ανώδυνου (για την ελίτ) μεταμοντέρνου κοινωνικού κινήματος».[1] Δυστυχώς, τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τότε φαίνεται να επιβεβαιώνουν τη δυσοίωνη πρόβλεψη. Έτσι, μετά τις συγκρούσεις στο Γκέτεμποργκ και στη Γένοβα, η πολυμέτωπη επίθεση της υπερεθνικής ελίτ κατά των ριζοσπαστικών ρευμάτων μέσα στο «κίνημα» αυτό, η οποία στόχευε στην απομόνωση και περιθωριοποίησή τους ώστε να εξασφαλισθεί η επικράτηση των ρευμάτων της ρεφορμιστικής Αριστεράς, ήδη αποδίδει καρπούς, με τις εκδηλώσεις στις Βρυξέλες πρώτα, στη Σεβίλλη την περασμένη εβδομάδα για τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, και τώρα στον Καναδά επ’ ευκαιρία της συνόδου κορυφής των «7+1», να περνούν απαρατήρητες από τα δυτικά ΜΜΕ. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτό δεν οφείλεται σε κάποια συνωμοσία σιωπής των ΜΜΕ παρά το γεγονός βέβαια ότι η υπερεθνική ελίτ που ελέγχει τα κυριότερα από αυτά έκανε το παν, ακόμη και όταν οι εκδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης αποτελούσαν «πρωτοσέλιδο», να τις διαστρεβλώσει. Αντίθετα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, το γεγονός αυτό οφείλεται καθαρά στην τελική επικράτηση των ρεφορμιστικών ρευμάτων μέσα στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης σε βάρος των «αντισυστημικών» ρευμάτων, δηλαδή αυτών που σε αντίθεση με τα ρεφορμιστικά δεν πιστεύουν ότι είναι εφικτή η ανατροπή της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης μέσα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».

Η εκστρατεία περιθωριοποίησης των αντισυστημικών ρευμάτων άρχισε ήδη από το Γκέτεμποργκ και συνεχίστηκε στη Γένοβα όταν, από τη μία μεριά, τα Σουηδικά και Ιταλικά παραρτήματα της υπερεθνικής ελίτ επεδίωξαν να τρομοκρατήσουν τα ρεφορμιστικά ρεύματα και να τα απομακρύνουν από την «κόκκινη ζώνη» όπου συνεδρίαζαν οι ελίτ και, από την άλλη, οι ρεφορμιστικές οργανώσεις (ATTAC, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις κ.λπ.) καταδίκαζαν την «άμεση δράση» των αντισυστημικών ακτιβιστών. Η κήρυξη από την υπερεθνική ελίτ του διαρκούς πόλεμου κατά της τρομοκρατίας με αφορμή τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη συνέβαλε αποφασιστικά στην ενίσχυση των ρεφορμιστικών ρευμάτων μέσα στο κίνημα. Το γενικό κλίμα τρομοκρατίας που καλλιέργησε η εισαγωγή παντού της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, η παρακολούθηση του email και κάθε μορφής επικοινωνίας που εισήγαγε η μία χώρα μετά την άλλη, η δυνατότητα της χρησιμοποίησης της νομοθεσίας αυτής για την δίωξη όσων ακτιβιστών μετείχαν σε «βίαιες» εκδηλώσεις, σίγουρα επέτυχαν τον στόχο τους: να τρομοκρατήσουν τα ρεφορμιστικά ρεύματα (όχι βέβαια και τα αντισυστημικά που είχαν μακρά «συγκρουσιακή» εμπειρία) και να τα αποτρέψουν από την συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις «άμεσης δράσης» κατά των συνόδων κορυφής. Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν περισσότερο από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε που μποϋκοτάρισαν μεν τα περισσότερα αντισυστημικά ρεύματα αλλά και έδωσε την ευκαιρία στα ρεφορμιστικά ρεύματα να «κωδικοποιήσουν» τις αρχές «για ένα καλύτερο κόσμο», οι οποίες βέβαια δεν αμφισβητούν το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς αλλά μόνο τις «υπερβολές» του στις «κακές» νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Με βάση τη γραμμή του Πόρτο Αλέγκρε (που συνοργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε από «ριζοσπαστικές» οργανώσεις όπως η Monde Diplomatique, το Ίδρυμα Φορντ κ.λπ.) σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη μια γιγαντιαία προσπάθεια της ρεφορμιστικής Αριστεράς να κυριαρχήσει στο κίνημα με τα κατά τόπους Κοινωνικά Φόρα που στήνει παντού.

Έτσι, σήμερα φθάσαμε στο σημείο όπου οι διαδηλωτές, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους προέρχονται από τα ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στο «κίνημα», δεν πλησιάζουν καν την απαγορευμένη Κόκκινη Ζώνη όπου συνεδριάζουν οι ελίτ. Και αυτό έχει ιδιαίτερη συμβολική σημασία. Διότι η βασική δραστηριότητα του κινήματος αυτού ήταν η «άμεση δράση» εναντίον των συνόδων κορυφής που ουσιαστικά αμφισβητούσε τους ίδιους τους θεσμούς, τους «7+1», την ΕΕ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου κ.λπ. Η άμεση επιδίωξη των συμμετεχόντων στις εκδηλώσεις «άμεσης δράσης» ήταν να διαταράξουν, όσο το δυνατόν πιο πολύ, τις διαδικασίες αυτών των συναντήσεων και να προωθήσουν, μέσω της πρόκλησης της προσοχής των ΜΜΕ, τον σκοπό της αντι-παγκοσμιοποίησης. Σήμερα όμως οι εκδηλώσεις αυτές έχουν μετατραπεί σε ανώδυνες διαδηλώσεις αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τις συνόδους κορυφής και με βασικούς οργανωτές τα Κοινωνικά Φόρα που προβάλλουν ρεφορμιστικά αιτήματα τα οποία νομιμοποιούν τις ελίτ (μείωση των χρεών του Τρίτου Κόσμου, φόρος Τομπιν κ.λπ.). Έτσι, οι διαδηλώσεις αυτές πέρασαν από μία τακτική αμφισβήτησης και ρήξης με θεσμούς όπως ο ΠΟΕ, η ΕΕ, ή οι G8 σε μια τακτική νομιμοποίησής τους πράγμα που δεν οφείλεται βέβαια μόνο στα μέτρα ασφαλείας που υιοθέτησαν οι ελίτ!

Η επικράτηση όμως των ρεφορμιστικών ρευμάτων δεν είναι ανεξήγητη ούτε μη αναμενόμενη, ιδιαίτερα μάλιστα αν εξετάσουμε τη ταξική σύνθεση των ακτιβιστών που επανδρώνουν το «κίνημα». Μολονότι συστηματικές σχετικές έρευνες δεν έχουν υπάρξει και είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι καν εφικτές, με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες για τη σύνθεση των ακτιβιστών, μπορούμε να συναγάγουμε μερικά συμπεράσματα. Με βάση το κριτήριο του τόπου προέλευσης των συμμετεχόντων, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ των «ντόπιων», δηλ. των κατοίκων της χώρας που τους φιλοξενεί και των «περιοδευόντων ακτιβιστών». Η ταξική σύνθεση των πρώτων αντιπροσωπεύει όλες τις κοινωνικές τάξεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα ντόπια συνδικάτα μετέχουν στις εκδηλώσεις, πράγμα που αποτελεί μάλλον την εξαίρεση. Όμως, η ταξική σύνθεση των δεύτερων, που αποτελούνται κυρίως από μέλη των «νέων» κοινωνικών κινημάτων (οικολογικό, φεμινιστικό κ.λπ.), μέλη Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κ.λπ., είναι σαφώς διαφορετική. Υπάρχουν μάλιστα σχετικές μελέτες που δείχνουν ότι τα μέλη αυτών των οργανώσεων ανήκουν κυρίως στα μεσαία κοινωνικά στρώματα.[2] Γενικότερα, τα μέλη των κομμάτων και οργανώσεων που πρόσκεινται στη ρεφορμιστική Αριστερά, τόσο εξ υποκειμένου όσο και εξ αντικειμένου, ανήκουν στα μεσαία στρώματα (ελεύθεροι επαγγελματίες κ.λπ.). Εξ υποκειμένου, διότι σήμερα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα συνήθως δεν μετέχουν καν στην πολιτική διαδικασία ενώ τα μεσαία στρώματα, ακριβώς επειδή είναι βολεμένα στο σύστημα, δεν διανοούνται να θέσουν θέμα αμφισβήτησης του ίδιου του συστήματος αλλά μόνο των επί μέρους εκδηλώσεών του. Εξ αντικειμένου, διότι είναι βασικά τα μεσαία στρώματα που έχουν την οικονομική δυνατότητα και τη χρονική άνεση να παρακολουθούν τις ελίτ στα πολυτελή ταξιδάκια τους (για τα οποία πληρώνουμε εμείς οι φορολογούμενοι). Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι φοιτητές, οι άνεργοι και άλλοι από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, πολλοί από τους οποίους εμφορούνται από αντισυστημικές απόψεις, συνήθως αποτελούν τη μειοψηφία. Όχι μόνο διότι τα αστυνομικά μέτρα σταματούν πολλούς από αυτούς στα σύνορα εφόσον έχουν ήδη φακελωθεί από την Ευρο-αστυνομία αλλά και διότι δεν έχουν την αντικειμενική δυνατότητα συμμετοχής τους σε πολλαπλά ταξίδια.          

Τέλος, η επικράτηση των ρεφορμιστικών ρευμάτων αποτρέπει και τη δημιουργία σημαντικών δεσμών μεταξύ των συμμετεχόντων ακτιβιστών και των κοινοτήτων των τόπων υποδοχής, ή μεταξύ ακτιβιστών και των δικών τους τοπικών κοινοτήτων, δηλαδή, μεταξύ «στρατοσφαιρικού» ακτιβισμού και τοπικών αγώνων. Και αυτό, διότι η ρεφορμιστική Αριστερά ελάχιστα πειστικά έχει να προσφέρει στους τοπικούς αγώνες, όπως ακριβώς συνέβη πρόσφατα και με τη δική μας Αριστερά που ενώ έτρεξε στη Γένοβα και τη Σεβίλλη δεν επιχείρησε καν να οργανώσει μαζικές εκδηλώσεις εναντίον του ξεπουλήματος του ασφαλιστικού, ή της ολοκληρωτικού χαρακτήρα επιστράτευσης των ναυτεργατών, προφανώς για να μην στενοχωρήσει τους φίλους της στην κεντροαριστερά...

 


 

[2] Βλ. για περαιτέρω ανάλυση και βιβλιογραφία «The End of Traditional Antisystemic Movements», Democracy & Nature, (Νοέμβρης 2001).