Ελευθεροτυπία (13 Ιουλίου 2002) 


Η τρομοκρατία ως πολιτική βία

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Όπως έχω γράψει επανειλημμένα από τη στήλη αυτή, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» που εξαπέλυσε η υπερεθνική ελίτ με αφορμή τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη δεν έχει μόνο στόχο την κατάπνιξη κάθε ένοπλης αντίστασης εναντίον της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της πολιτικής της έκφρασης στη Νέα Διεθνή Τάξη. Εξίσου βασικός στόχος της εκστρατείας αυτής είναι η συντριβή των ριζοσπαστικών ρευμάτων κατά της Νέας Τάξης στο Βορρά, που σε μεγάλο βαθμό παίρνουν τη μορφή των αντισυστημικών ρευμάτων μέσα στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία που εισήχθει παντού (και φυσικά και από το «δικό μας» παράρτημα της υπερεθνικής ελίτ) καθώς και η άλωση των «μυστικών μας υπηρεσιών» (που είχε συντελεστεί ήδη από τον εμφύλιο), ελάχιστη έχουν επομένως σχέση με την 17Ν —αντίθετα με τα υποστηριζόμενα.[1] Έτσι, μετά τον τρομονόμο, ετοιμάζεται συμπληρωματικό, «αντιτρομοκρατικό πακέτο» που θα ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο τις νέες διατάξεις της Ε.Ε. για την τρομοκρατία.

Όμως ο ορισμός της τρομοκρατίας που υιοθέτησε η ΕΕ, όπως και κάθε παρόμοιος ορισμός που σκαρώνουν οι εκάστοτε ελίτ για να συντρίψουν την αντίσταση εναντίον τους, ξεκινά από τη μία άκρη του κύκλου πολιτικής βίας. Και αυτό διότι βέβαια η τρομοκρατία, παρά το γεγονός ότι είναι κατ' αρχήν πολιτικά αλλά και ηθικά απορριπτέα σαν μορφή αντιβίας,[2] δεν παύει να είναι μια μορφή πολιτικής βίας. Ένας χρήσιμος ορισμός της τρομοκρατίας είναι αυτός που έδωσε ο Johan Galtung[3], ο οποίος ξεκινώντας από τον κλασικό ορισμό του Κλάουζεβιτς για τον πόλεμο ως την «συνέχιση της πολιτικής με αλλά μέσα», όρισε παρόμοια την τρομοκρατία ως την «συνέχιση της βίας με άλλα μέσα». Ο ορισμός αυτός είναι ιδιαίτερα χρήσιμος διότι ρητά υποθέτει ότι η πολιτική βία, είτε πηγάζει από τις ελίτ που ελέγχουν ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, είτε ξεκινά «από κάτω», συνήθως ως αντίδραση στην πρώτη, είναι πάντα ένας κύκλος και είναι αδιανόητος ο διαχωρισμός της μιας μορφής βίας από την άλλη.

Όπως όμως ανέφερα, η πολιτική βία που πηγάζει από τις ελίτ οι οποίες ελέγχουν ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα δεν είναι μόνο άμεση με την μορφή των πολέμων και της κρατικής καταπίεσης. Ακόμη πιο σημαντική είναι η έμμεση βία που ο Galtung ονομάζει «δομική» βία, ή καλύτερα θα ονομάζαμε «συστημική» βία εφόσον βασίζεται στο ίδιο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Η συστημική βία αναφέρεται επομένως στη θεσμοποίηση καταστάσεων που εξασφαλίζουν την ασύμμετρη κατανομή δύναμης μεταξύ των πολιτών, είτε πρόκειται για οικονομική, είτε για πολιτική, ή ευρύτερα για κοινωνική δύναμη. Έτσι, στο οικονομικό επίπεδο, ο εγγενής έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών από μια μειονότητα ο οποίος θεσμοποιείται από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς οδηγεί σε μορφές έμμεσης οικονομικής βίας που εκφράζονται με την ανασφάλεια και τη φτώχεια στην οποία οδηγεί πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η ανεργία, η μερική απασχόληση κ.λπ. Αντίστοιχα, στο πολιτικό επίπεδο, η θεσμοποίηση του ελέγχου της πολιτικής διαδικασίας από μια μειονότητα που εξασφαλίζεται για παράδειγμα από το σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» οδηγεί σε μορφές έμμεσης πολιτικής βίας που οδηγούν στην πολιτική αλλοτρίωση και απάθεια την πλειοψηφία του πληθυσμού. Με βάση λοιπόν αυτές τις διακρίσεις θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι φαινόμενα όπως η οικονομική ανασφάλεια και η πολιτική αλλοτρίωση, καθώς και οι διάφορες μορφές διακρίσεων με βάση το φύλο, τη φυλή, την πολιτιστική ταυτότητα κ.λπ., είναι απλώς μορφές συστημικής βίας που απορρέουν από τη θέσμιση της συγκέντρωσης εξουσίας/δύναμης σε κάθε μορφή της, δηλαδή τη θεσμοποίηση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας.

Η αντιβία εναντίον της συστημικής βίας μπορεί να είναι είτε συλλογική είτε ατομική. Η συλλογική αντιβία μπορεί να πάρει τη μορφή της άμεσης δράσης, βίαιων διαδηλώσεων που μπορεί να αποκορυφωθούν σε εξέγερση ή ακόμη και επανάσταση και τέλος ―σε ακραίες περιπτώσεις― τη μορφή της λαϊκής τρομοκρατίας. Από την άλλη μεριά, η ατομική αντιβία μπορεί να πάρει τη μορφή των εγκλημάτων κατά της περιουσίας (ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές αυτοκίνητων κ.λπ.) ακόμη και τη μορφή φυσικής βίας εναντίον μελών των ελίτ και των οργάνων τους  ―όπως συμβαίνει στη περίπτωση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται από άτομα ή ομάδες που δεν έχουν οργανικούς δεσμούς με λαϊκά κινήματα και επομένως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως λαϊκή τρομοκρατία. Η συλλογική αντιβία όταν παίρνει μαζικές διαστάσεις μπορεί να οδηγήσει είτε σε άμεση κρατική καταπίεση είτε, σε ακραίες περιπτώσεις, στην κρατική τρομοκρατία δηλαδή τη βία εναντίον πολιτών η οποία αναλαμβάνεται απευθείας από τον κρατικό μηχανισμό και δεν υπόκειται σε νομικές διαδικασίες (π.χ. οι δολοφονίες που οργανώνονται από το κράτος του Ισραήλ, από κάποια Λατινοαμερικάνικα καθεστώτα, από τη CIA κ.λπ.). Αντίστοιχα, η ατομική αντιβία αντιμετωπίζεται με αυστηρότερη νομοθεσία και αντίστοιχη αύξηση του πληθυσμού των φυλακών.

Υπάρχουν λοιπόν δυο είδη τρομοκρατίας, πέρα από την ατομική αντιβία: η κρατική τρομοκρατία και η λαϊκή τρομοκρατία που μπορεί να ορισθεί ως η βία η οποία στρέφεται κατ’ αρχήν εναντίον μελών των πολιτικών και οικονομικών ελίτ και των οργάνων τους και κατ’ εξαίρεση κατά των πολιτών που υποστηρίζουν τις ελίτ αυτές (π.χ. οι Παλαιστινιακές ένοπλες οργανώσεις). Η λαϊκή τρομοκρατία σχεδιάζεται από οργανώσεις που συνιστούν τη στρατιωτική πτέρυγα λαϊκών κινημάτων με στόχο την πάλη κατά της συστημικής βίας και της κρατικής καταπίεσης και τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία αυτή είναι επομένως μια ακραία μορφή αντιβίας που αμφισβητεί άμεσα το μονοπώλιο βίας των ελίτ (γι' αυτό και όλες οι ελίτ έχουν συστρατευθεί σήμερα στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»). Το αμφισβητούμενο θέμα όμως είναι εάν μπορούμε να κατατάξουμε στις μορφές λαϊκής τρομοκρατίας και τις δραστηριότητες των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ευρώπη της δεκαετίας του ’70 (στις οποίες ανήκει και η 17Ν). Αναμφίβολα, η μορφή αυτή τρομοκρατίας ανήκει στην πολιτική βία με κύριο στόχο την πάλη κατά της συστημικής βίας. Το γεγονός όμως ότι οι οργανώσεις αυτές δεν συνδέονται οργανικά με λαϊκά κινήματα τους δίνει λιγότερο τον χαρακτήρα λαϊκής τρομοκρατίας και περισσότερο τον χαρακτήρα ελιτίστικων οργανώσεων οι οποίες ελπίζουν ότι μέσω των πράξεων τους θα δημιουργήσουν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες που θα «αναγκάσουν» τους καταπιεσμένους να ξεσηκωθούν σε αντισυστημικό αγώνα κατά των καταπιεστών —ελπίδα που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε από την πράξη.

Συμπερασματικά, η απώτερη αιτία του κύκλου της πολιτικής βίας είναι η μη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας, δηλαδή η οργάνωση της με βάση θεσμούς οι οποίοι αντί να στοχεύουν στην εξασφάλιση της ισοκατανομής της εξουσίας σε όλες τις μορφές της μεταξύ των πολιτών (όπως θα συνέβαινε σε μια Περιεκτική Δημοκρατία[4]) στοχεύουν στην αναπαραγωγή ενός πρότυπου ασύμμετρης κατανομής εξουσίας/δύναμης το οποίο έχει καθιερωθεί ιστορικά από κάποιες προνομιούχες κοινωνικές ομάδες. Η θεσμική αυτή συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης αφενός οδηγεί στην κρατική βία για να προστατεύσει τα προνόμια αυτών που κυρίως ωφελούνται από τη συγκέντρωση αυτή και αφετέρου στην αντιβία που στρέφεται τόσο κατά της συστημικής βίας όσο και κατά της άμεσης κρατικής βίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ιστορικά τόσο η κρατική καταπίεση όσο και η αντιβία άνθισαν ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους δυο αιώνες, δηλαδή στην περίοδο καθιέρωσης της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», που όχι μόνο θεσμοποίησαν τη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης αντίστοιχα (συστημική βία) αλλά και διευκόλυναν την ανάπτυξη της αντιβίας  ―μερικές μορφές της οποίας, κάτω από την πίεση λαϊκών αγώνων, νομιμοποιήθηκαν. Γι' αυτό και ο βασικός στόχος κάθε αυταρχικού συστήματος, όπως αυτό που καθιερώνει η Νέα Διεθνής Τάξη και ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», είναι ο δραστικός περιορισμός κάθε μορφής αντιβίας. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η προσωρινή καταστολή και η μακροχρόνια παραπέρα ένταση του κύκλου της βίας.


 

[1] Βλ. π.χ. Γ. Βότσης, «Ε» (8/7/2002) και Π. Ρηγοπούλου, «Ε» (9/7/2002).

[2] Βλ. για παραπέρα ανάλυση T. Fotopoulos, «The Global 'war' of the transnational elite», Democracy & Nature, Vol. 8, No. 2 (Ιούλιος 2002).

[3] Johan Galtung, «On the causes ot terrorism and their removal», IFDA Dossier 66 (Ιούλιος/Αύγουστος 1988), σελ. 29-42.

[4] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999).