Ελευθεροτυπία (21 Σεπτεμβρίου 2002) 


Η αντιβία στη Νέα Διεθνή Τάξη

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Όπως ήταν αναμενόμενο, το ρετρό για τις περσινές βομβιστικές επιθέσεις στις ΗΠΑ κυριάρχησε στα ΜΜΕ τις προηγούμενες μέρες, παραμένοντας βέβαια πρωταρχικά στην επιφάνεια, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να εξηγηθούν τα γεγονότα αυτά που πράγματι είναι καθοριστικά. Όχι βέβαια για τους λόγους που αναφέρει η σχετική προπαγάνδα, αλλά για το γεγονός ότι σηματοδοτούν μια γενική επίθεση της υπερεθνικής ελίτ για να επιβάλλει την παγκόσμια πολιτικο-στρατιωτική ηγεμονία της, η οποία αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όμως, είναι συμπτωματικά τα περσινά γεγονότα ή μήπως αποτελούν την εκδήλωση μιας τάσης που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια;

Όπως προσπάθησα να δείξω σε προηγούμενο άρθρο,[1] υπάρχει ένας κύκλος πολιτικής βίας που χαρακτηρίζει κάθε «ετερόνομη» κοινωνία, όπου δηλαδή τα μέλη της δεν αυτοκαθορίζονται και υπάρχει ανισότητα στην κατανομή της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης, που αποτελούν τις κύριες μορφές δύναμης. Από τη μια μεριά, υπάρχει η άμεση και έμμεση πολιτική βία που ασκούν οι ελίτ για την διασφάλιση των προνομίων τους και από την άλλη η αντιβία. Η έμμεση βία παίρνει κυρίως τη μορφή της συστημικής βίας, δηλαδή της θεσμοποιημένης ασυμμετρίας στην κατανομή δύναμης και συμπτώματά της στο οικονομικό επίπεδο είναι η ανισότητα, η φτώχεια, η ανεργία και γενικότερα η οικονομική ανασφάλεια, και στο πολιτικό επίπεδο η πολιτική αλλοτρίωση, η ιδιώτευση κ.λπ. Αντίστοιχα, η αντιβία μπορεί να είναι είτε συλλογική (άμεση δράση, καταλήψεις δημόσιων κτιρίων, βίαιες διαδηλώσεις, λαϊκή τρομοκρατία) είτε ατομική (εγκλήματα κατά της περιουσίας, ατομική τρομοκρατία).

Φυσικά η πολιτική βία σε όλες τις μορφές της δεν αποτελεί νέο φαινόμενο και χαρακτήριζε πάντοτε κάθε μορφή ετερόνομης κοινωνίας. Η ασυμμετρία στην κατανομή της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης αποτελούσε πάντα τη βασική αιτία για την ανάπτυξη της πολιτικής βίας, τόσο από τη μεριά των καταπιεστών όσο και των καταπιεζόμενων. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να υποθέσει ότι υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ ανισότητας στην κατανομή της δύναμης και της πολιτικής βίας: όσο μεγαλύτερη η ανισότητα στην κατανομή δύναμης τόσο μεγαλύτερη και η πολιτική βία σε όλες τις μορφές της. Είναι ακόμη γεγονός ότι τόσο η συστημική βία όσο και η αντιβία πήραν πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις τους τελευταίους δύο περίπου αιώνες, από τότε που εγκαταστάθηκε το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμά του η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Το νέο στοιχείο όμως που μπορεί να εξηγήσει και γεγονότα όπως του περασμένου Σεπτέμβρη είναι ότι ενώ παλιότερα η δύναμη συγκεντρωνόταν στο εθνικό επίπεδο, στη Νέα Τάξη, που ανέτειλε με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια, η δύναμη συγκεντρώνεται πια στο υπερεθνικό επίπεδο, στα χέρια μιας υπερεθνικής ελίτ. Παράλληλα, η περίοδος που ανέτειλε με την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης συνοδεύθηκε με μια τεράστια αύξηση της συστημικής βίας η οποία αφορά σε όλες τις μορφές δύναμης, αφορά δηλαδή σε όλες τις διαστάσεις της Νέας Τάξης.

Για να περιοριστούμε μόνο στη συστημική βία στο οικονομικό επίπεδο, η ανισότητα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει υπερδιπλασιαστεί από τότε που άρχισε η διαδικασία παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του 1970. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ανισότητα έχει πάρει πελώριες διαστάσεις όπως δείχνει το γεγονός ότι 50 εκ. άνθρωποι στον Βορρά (Ευρώπη και Β. Αμερική) που αποτελούν μόλις το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν το ίδιο εισόδημα με το φτωχότερο 57% που είναι 2,7 δισ. άνθρωποι... Είναι φανερό επομένως ότι η «τάξη» σε έναν πλανήτη που θεμελιώνεται σε παρόμοια ανισότητα αποτελεί βασική μέριμνα των προνομιούχων που έχουν πλήρη επίγνωση ότι μόνο με τη στρατιωτική τους δύναμη μπορούν να διατηρήσουν τα προνόμια που τους εξασφαλίζει το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Ιδιαίτερα όταν είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι παρά το γεγονός ότι τον περασμένο αιώνα η παραγωγή τροφίμων αυξήθηκε πολύ ταχύτερα από την αύξηση του πληθυσμού, 800 εκ. άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση πείνας σήμερα[2]. Στην πραγματικότητα όμως οι όροι «Βορράς» και «Νότος» είναι σήμερα ελάχιστα χρήσιμοι γιατί ένας νέος Νότος έχει δημιουργηθεί μέσα στις χώρες του Βορρά, λόγω του πελώριου ανοίγματος που έχει δημιουργήσει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Στο ίδιο το παγκόσμιο κέντρο της οικονομίας της αγοράς, τις ΗΠΑ, έχει διπλασιαστεί από το 1976 ο πλούτος που κατέχει το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών, με αποτέλεσμα σήμερα να συγκεντρώνει στα χέρια του μεγαλύτερη περιουσία από τον συνολικό πλούτο του υπόλοιπου 95%.[3] Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και στην Ευρώπη και ιδίως στη Βρετανία.

Αναπόφευκτα, αυτή η πελώρια συστημική βία μπορεί να διατηρηθεί μόνο με μια αντίστοιχη αύξηση της κρατικής καταπίεσης. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι εγγενείς μηχανισμοί που χρησιμοποιούν οι ελίτ για τον έλεγχο των πληθυσμών και για να ωθούν την πλειοψηφία στην ιδιώτευση και την ατομικιστική απάθεια δεν είναι επαρκείς (κουλτούρα καταναλωτισμού, ναρκωτικά, τηλεόραση κ.λπ.). Ακόμη, δεν είναι περίεργο ότι η αντιβία παρουσιάζει αντίστοιχη έξαρση στην ίδια περίοδο, χωρίς να παίρνει όμως βασικά τη μορφή της τρομοκρατίας, παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που σημειώνονται μεταξύ Βορρά και Νότου.

Στον Βορρά, η αντιβία στις δεκαετίες του 1980 και του 1990  έπαιρνε κυρίως τη μορφή της ατομικής αντιβίας, όπως εκφραζόταν με την έκρηξη της εγκληματικότητας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα κάπου 9 εκ. άνθρωποι (ιστορικό ρεκόρ) βρίσκονται στις φυλακές από τους οποίους σχεδόν το ένα τέταρτο στις ΗΠΑ[4]. Από την άλλη μεριά, η τρομοκρατία, σε όλη την περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, φθίνει συνεχώς στον Βορρά και βασικά σήμερα αφορά τα δικαιώματα εθνικών μειονοτήτων (Ιρλανδοί, Βάσκοι). Τα τελευταία χρόνια όμως η άνθηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης οδήγησε σε μια νέα μορφή συλλογικής αντιβίας που εκδηλώνεται κυρίως μέσα από τη δραστηριότητα των αντισυστημικών ρευμάτων στο κίνημα εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες που πρόσφατα εισάχθηκαν σε όλο τον Βορρά, ακόμη και πριν από τα περσινά γεγονότα αλλά κυρίως με την αφορμή τους, έχει σχεδιαστεί για να είναι εφαρμόσιμη όχι μόνο σε σχέση με την τρομοκρατία που έχει προέλευση τον Νότο αλλά επίσης και σε σχέση με κάθε αντισυστημικό ρεύμα που θα κατέφευγε σε κάποια μορφή αντιβίας εναντίον της Νέας Τάξης.

Στον Νότο, η ένταση της συστημικής βίας που συνόδευσε την άνοδο της Νέας Τάξης, οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση της συλλογικής αντιβίας, συμπεριλαμβανομένης της λαϊκής τρομοκρατίας. Αυτή είναι η περίπτωση πολλών κινημάτων που αναδύθηκαν την τελευταία περίπου δεκαετία στη Λατινική Αμερική (π.χ. το κίνημα για την αναδιανομή της γης στη Βραζιλία) αλλά επίσης στην Ασία, σε χώρες όπως η Ινδία και τελευταία η Κίνα,[5] όπου οι διαδηλώσεις εναντίον των αποτελεσμάτων της παγκοσμιοποίησης, και κυρίως της ανεργίας, πληθύνονται τελευταία. Ακόμη, σε αντίθεση με τον Βορρά, η λαϊκή τρομοκρατία ανθεί στο Νότο, για δύο κατά τη γνώμη μου λόγους. Πρώτον, διότι οι ελίτ στον Νότο, ακόμη και σήμερα που έχουν τυπικά υιοθετήσει τα παραφερνάλια της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», χρησιμοποιούν ιδιαίτερα καταπιεστικές μεθόδους για την κατάπνιξη της αντιβίας, ωθώντας τις κοινωνικές ομάδες που αντιστέκονται στη χρησιμοποίηση τρομοκρατικών μεθόδων. Στην πραγματικότητα, η τρομοκρατία έχει σχεδόν αντικαταστήσει άλλες μορφές συλλογικής αντιβίας, όπως το αντάρτικο, που αποτελούσε παλιότερα την κύρια μορφή ένοπλου αντισυστημικού αγώνα στην περιφέρεια. Δεύτερον, διότι όταν η αντιβία στρέφεται κατά του Βορρά (ή εποίκων από τον Βορρά, όπως στην περίπτωση των Σιωνιστών του Ισραήλ), τότε η ασυμμετρία στην κατανομή της δύναμης μεταξύ καταπιεστών και καταπιεσμένων είναι τέτοια ώστε οι καταπιεζόμενοι δεν έχουν άλλη αποτελεσματική επιλογή από το να καταφύγουν στην τρομοκρατία.

Συμπερασματικά, όσο η υπερεθνική ελίτ καταφεύγει περισσότερο στη βία για τον έλεγχο των πληθυσμών, όπως δείχνει η ένταση του «πόλεμου» κατά της τρομοκρατίας που έχει εξαπολύσει σε παγκόσμιο επίπεδο, τόσο θα εντείνεται και η αντιβία συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας.

 

 


[1] «Ε» (13/7/2002).

[2] UN Conference on Trade and Development, The Least Developed Countries Report, (2002).

[3] Will Hutton, The Observer (25/2/2001).

[4] Alan Travis, The Guardian (13/2/2002).

[5] John Gittings, The Guardian (21/3/2002).