Τα «ευεργετικά» αποτελέσματα των ιδιωτικοποιήσεων

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

(Ελευθεροτυπία, 2003/10/18) 

 

 

 

Ενώ ήδη άρχισε ο προεκλογικός αγώνας για το ποιο από τα δύο κόμματα εξουσίας θα εφαρμόσει καλύτερα την ίδια ακριβώς πολιτική (ιδιωτικοποιήσεις, παραπέρα «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών, μείωση των άμεσων φόρων που ευνοεί βέβαια κατά κόρον τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, περαιτέρω πετσόκομμα των υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικής ασφάλισης) η σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνεχίζει την πολιτική ιδιωτικοποίησης των πάντων. Τώρα, πανικόβλητη από το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος, παρά τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, βγήκε εκτός έλεγχου το πρώτο εξάμηνο προχώρησε να βγάλει στο σφυρί ακόμη και τις μετοχές που της έδιναν έλεγχο στην Εθνική Τράπεζα (που γρήγορα θα περιέλθει και αυτή στο ξένο κεφάλαιο) και συνεχίζει με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, αύριο την Ολυμπιακή κ.λπ. Το «επιχείρημα» που υποστηρίζουν νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι επαγγελματίες πολιτικοί και ιδεολογικοί κομισάριοι είναι ότι οι ιδιωτικοποιήσεις ενισχύουν τις ίδιες τις επιχειρήσεις, τονώνουν τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα και αυξάνουν την παραγωγικότητα. Αλλού[1] προσπάθησα να δείξω το πόσο αβάσιμα και προπαγανδιστικά είναι τα επιχειρήματα αυτά και ότι τελικά οι ιδιωτικοποιήσεις, για χώρες ιδιαίτερα στην ημιπεριφέρεια όπως η Ελλάδα, έχουν μοναδική συνέπεια την εξασφάλιση του ελέγχου των λίγων υγιών μονάδων της οικονομίας από το ξένο κεφάλαιο (εφόσον βέβαια δεν τις αγοράζει για να τις κλείσει, όπως γίνεται συχνά!) και την εκροή στο εξωτερικό των κερδών, μερισμάτων κ.λπ. που θα μπορούσαν να δαπανηθούν για εσωτερική κατανάλωση και επενδύσεις. Εδώ θα ασχοληθώ λοιπόν με την εμπειρία που συσσωρεύτηκε στο μεταξύ για το ποιον ακριβώς ευεργετούν οι συνεχιζόμενες ιδιωτικοποιήσεις.

 

Το κύριο στοιχείο που προέκυψε και με πάταγο τους τελευταίους μήνες είναι οι συνέπειες της ιδιωτικοποίησης της παραγωγής/διανομής ηλεκτρικού που ήδη τις γεύτηκαν οι Αμερικανοί, Καναδοί, Βρετανοί, Σουηδοί, Δανοί, Ιταλοί και σύντομα, μόλις ολοκληρωθεί η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, θα γευτούμε και εμείς (ήδη με την σχεδιασμένη πώληση του τρίτου πακέτου μετοχών το Δημόσιο θα περιοριστεί στο 55% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας.) Όπως τώρα παραδέχονται πολλοί αναλυτές, τα πρόσφατα και πρωτόγνωρα σε έκταση μπλάκ άουτ οφείλονται στην απορύθμιση των αγορών, τις ιδιωτικοποιήσεις καθώς και το φαινόμενο του θερμοκηπίου φαινόμενα που όλα τους εντάθηκαν στη σημερινή καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Terry Macalister, «η απομάκρυνση από τις δημόσιες επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού μπορεί μεν να έριξε τις τιμές αλλά δημιούργησε συγχρόνως ένα βουνό αβεβαιότητας, εφόσον οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν σε νέα εργοστάσια παραγωγής ρεύματος, διότι βλέπουν τα περιθώρια κέρδους τους να συμπιέζονται, ενώ συγχρόνως κλείνουν αυτά που θεωρούν ότι δημιουργούν υπερεπάρκεια».[2] Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η ζήτηση ενέργειας αυξήθηκε κατά 30% τα περασμένα 10 χρόνια ενώ η επάρκεια του συστήματος αυξήθηκε μόνο κατά 15%. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι οι εταιρείες ηλεκτρικού κάποτε δημιουργούν τεχνητά ελλείμματα, κλείνοντας προσωρινά εργοστάσια, ώστε να εκτοξευθούν οι τιμές στα ύψη και να αυξήσουν τα κέρδη τους, όπως καταγγέλθηκε ότι συνέβη στην Καλιφόρνια πριν δύο χρόνια, με συνέπεια τα εκτεταμένα μπλάκ άουτ.[3] Ενώ δηλαδή οι δημόσιες επιχειρήσεις ηλεκτρικού φρόντιζαν να διαθέτουν πλεονάσματα ενέργειας, ακριβώς για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών, (με συνέπεια την κατά τα κριτήρια των κοντόφθαλμων οικονομολόγων «χαμηλότερη παραγωγικότητα») σήμερα, έχουν φτάσει «στο κόκκαλο», με συνέπειες που θα πληρώσουμε ακόμη χειρότερα στο μέλλον, όπως προβλέπουν οι ειδικοί. Ιδιαίτερα τώρα που η χειροτέρευση του φαινομένου του θερμοκηπίου δημιουργεί όλο και συχνότερα «ακραία καιρικά φαινόμενα» (καύσωνες, θύελλες, παγετοί κ.λπ.) που δημιουργούν μαζικές μεταβολές στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας.

 

Τα ίδια φαινόμενα επαναλαμβάνονται με τις ιδιωτικοποιήσεις σε άλλους κλάδους. Οι Βρετανικοί σιδηρόδρομοι, κατά κυβερνητική ομολογία, είναι σήμερα σε χειρότερη κατάσταση από τη κατάσταση που ήταν πριν την ιδιωτικοποίηση τους[4] και τα συνεχή πολύνεκρα σιδηροδρομικά ατυχήματα το επιβεβαιώνουν. Η ιδιωτικοποίηση του Βρετανικού φυσικού αεριού οδηγεί στη δημιουργία επικίνδυνης ανασφάλειας. Η Transco, η επιχείρηση που τώρα είναι ιδιοκτήτης και συντηρεί τις σωληνώσεις αεριού, αύξησε μεν την αποδοτικότητα της καθώς και τα κέρδη της απολύοντας 1.000 ειδικευμένους εργάτες αλλά κατόπιν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι έχει έλλειψη 1.000 ειδικευμένων για τη διατήρηση της ασφάλειας του δικτύου, παραβαίνοντας κατά συνέπεια τις συμβατικές υποχρεώσεις της.[5] Και αυτό, ενώ η εκπαίδευση νέων εργατών απαιτεί σημαντικό χρονικό διάστημα. Στο μεταξύ, εκρήξεις στους σωλήνες γκαζιού, με θύματα, ήδη σημειώθηκαν στη Σκωτία και αλλού εφόσον, όπως παραδέχεται η εταιρεία, πολλές από τις παλιές σωληνώσεις χρειάζονται αντικατάσταση που δεν είναι διατεθειμένη να κάνει, εάν δεν επιτραπεί μια σημαντική αύξηση της τιμής του αερίου (που θα πληρώσουν οι καταναλωτές!).

 

Η ιδιωτικοποίηση του νερού είχε ανάλογα «ευεργετικά» αποτελέσματα . Τα πρώτα επτά χρόνια μετά την ιδιωτικοποίηση του νερού στη Βρετανία τα κέρδη των εταιρειών αυξήθηκαν κατά 147% και όλες οι βελτιώσεις στο δίκτυο πληρώθηκαν από τους καταναλωτές που είδαν τους λογαριασμούς τους για το νερό ν' αυξάνουν κατά 36% και για τις αποχετεύσεις κατά 42% σε πραγματικές τιμές (δηλ. έχοντας αφαιρέσει τον πληθωρισμό). Παρόλα αυτά, οι εταιρείες δαπανούσαν λιγότερο από ο,τι χρειαζόταν για επενδύσεις, ή τις καθυστερούσαν αδικαιολόγητα, πράγμα που έκανε τον «ρυθμιστή» που έχει διορίσει η κυβέρνηση για την επίβλεψη των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας να επέμβει και να επιβάλλει μείωση τιμών, οδηγώντας σε αναταραχή τον κλάδο. Η ιδιωτικοποίηση του νερού στον Νότο, όπου δεν υπάρχει και η στοιχειώδης επίβλεψη που επιβάλλουν χώρες στον Βορρά, έχει ακόμη χειρότερες συνέπειες. Οι Αργεντινοί  είδαν μετά την ιδιωτικοποίηση του νερού που ανάλαβαν να εκμεταλλευθούν δυο μεγάλες Γαλλικές πολυεθνικές να διπλασιάζεται η τιμή του νερού, η οποία συνοδεύθηκε από χειροτέρευση της ποιότητας του, προκαλώντας μαζικές διαμαρτυρίες και αποχή από πληρωμή των λογαριασμών. Αντίστοιχα, οι Βολιβιανοί είδαν την τιμή του νερού να εξαπλασιάζεται με αποτέλεσμα τα κατώτερα στρώματα να καταργήσουν το ατομικό ντους και να προσφεύγουν στα δημοτικά λουτρά. Η σημερινή αιματηρή εξέγερση οφείλεται ακριβώς στις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση του εμπορίου που έχει επιβάλλει και στον λαό της Βολιβίας η υπερεθνική ελίτ και οι ντόπιοι τοποτηρητές της. Έτσι, χάρη στην απελευθέρωση των αγορών που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εταιρείες όπως οι Vivendi-Generale des eaux and Suez-Lyonnaise des eaux σήμερα ελέγχουν το 40% της παγκόσμιας αγοράς νερού, πραγματοποιώντας τεράστια κέρδη, με την καθεμία τους να ελέγχει πάνω από 110 εκ ανθρώπους, η Vivendi σε 100 χώρες και η Lyonnaise σε 130. [6]

 

Το τελευταίο κρούσμα ιδιωτικοποιήσεων σημειώνεται στην εκπαίδευση, όπου μια έμμεση και σταδιακή ιδιωτικοποίηση έχει ήδη αρχίσει. Πρώτη η Βρετανία εισήγαγε δίδακτρα στις Ανώτατες Σχολές και σήμερα την έχουν ακολουθήσει όλες οι άλλες ελίτ στην ΕΕ, εκτός από τις Σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία όπου η αντιπολίτευση δηλώνει ότι θα επιβάλλει δίδακτρα μόλις πάρει την εξουσία και …την Ελλάδα, όπου όμως η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση αφιερώνει μόνο το 3,4% του ΑΕΠ στην παιδεία, το μικρότερο από κάθε άλλη χώρα στην ΕΕ, με αποτέλεσμα την συνεχή κρίση στον χώρο της παιδείας!

 

Φυσικά, η λύση, όπως έχω αναπτύξει στο παρελθόν,[7] δεν είναι η επανακρατικοποίηση των ιδιωτικοποιηθείσων εταιρειών, με τις γραφειοκρατίες της πολιτικής ελίτ να δημιουργούν προβλήματα κοινωνικής σπατάλης και ασύδοτης περιφρόνησης του πολίτη, αλλά η «δημοτικοποίηση» των επιχειρήσεων αυτών, δηλαδή η ανάθεση του ελέγχου τους στις «εκκλησίες του δήμου» των ίδιων των πολιτών .

 

 



[1] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελλην. Γράμματα, 2002) κεφ. 6 & 9.

[2] Terry Macalister, ‘Why the lights go out’, The Guardian, 29/9/03.

[3] Paul Krugman, ‘The Power Perplex’, New York Times, 26/2/02.

[4] Tony Grayling, ‘Back on track again’, The Guardian, 8/1/02.

[5] Felicity Lawrence , ‘Running up a profit’, The Guardian, 17/5/01.

[6] Franck Poupeau,  ‘Commodifying rain’, Le Monde diplomatique, Μάης 2002.

[7] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999), κεφ. 5-6.