Η επανάσταση σήμερα...
ΓΙΑ ΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΜΑΖΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Ελευθεροτυπία, 2003/11/29)
Με αφορμή την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου αναπτύχθηκε πάλι η συνηθισμένη φιλολογία της παραδοσιακής Αριστεράς που αυτή τη φορά εμπλουτίστηκε και με αφιέρωμα της εφημερίδας αυτής για το μέλλον της επανάστασης. Δεδομένου ότι οι απόψεις που κατατέθηκαν εκεί, κατά τη γνώμη μου, δεν προσέφεραν τίποτα το νέο στη σχετική συζήτηση νομίζω θα άξιζε, έστω συνοπτικά όσο μας επιτρέπει ο χώρος, να καταθέσουμε μια εναλλακτική άποψη για τη σημασία της επανάστασης σήμερα. Αρχικά, θα πρέπει να ορίσουμε τι εννοούμε με τον όρο ‘επανάσταση’ γιατι προφανώς ούτε αυτό είναι ξεκάθαρο. Σύμφωνα με την έννοια που υιοθετούμε εδώ, η επανάσταση σημαίνει ‘συστημική’ αλλαγή, δηλαδή την αντικατάσταση τόσο των πολιτικών, οικονομικών και γενικότερα κοινωνικών θεσμών με νέους θεσμούς, όσο και του ‘κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος’ ―δηλαδή του συστήματος πεποιθήσεων, ιδεών και των αντιστοίχων αξιών που είναι κυρίαρχες ως πλέον ‘συνεπείς’ με τους υπάρχοντες θεσμούς― με ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα. Το χαρακτηριστικό στοιχείο επομένως μιας επανάστασης ως αντισυστημικης αλλαγής είναι ότι αφορά το σύνολο των θεσμών και των συναφών αξιών. Η συστημική αυτή αλλαγή μπορεί να γίνει είτε βίαια (π.χ. η επανάσταση του 1917) ή και ειρηνικά (π.χ. οι ‘βελούδινες επαναστάσεις’ στην Ανατ. Ευρώπη που ανάτρεψαν τον υπαρκτό σοσιαλισμό). Τέλος, όπως δίδαξε η καταστολή των εξεγέρσεων του 1848, οι «αυθόρμητες» εξεγέρσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συστημικό μετασχηματισμό. Απαιτείται η ύπαρξη εναλλακτικού κοινωνικού προτάγματος, οργανωμένου κινήματος και στρατηγικής (Ρωσική επανάσταση) ή εναλλακτικού συστήματος που εμπνέει και υποθάλπει τις αυθόρμητες εξεγέρσεις (βελούδινες επαναστάσεις).
Όμως, εάν ακόμη και αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς παραδέχονται ότι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι σήμερα ‘ώριμες’ για συστημική αλλαγή, εφόσον η πολυδιάστατη κρίση που αντιμετωπίζει η σημερινή κοινωνία (οικονομική, πολιτική, οικολογική, κοινωνική, πολιτιστική) συνεχώς εντείνεται, πού οφείλεται η απαξίωση της επανάστασης με την έννοια της συστημικης αλλαγής; Δεδομένου ότι η μαζική ανάπτυξη ενός εναλλακτικού κοινωνικού παραδείγματος που θα αμφισβητούσε το κυρίαρχο είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την συστημικη αλλαγή (η ωρίμανση των υποκειμενικών συνθηκών κατά την παραδοσιακή ορολογία της Αριστεράς) μερικοί αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς έσπευσαν να εξηγήσουν τη σημερινή απαξίωση της επανάστασης με βάση την ιστορική απαξίωση της βίας και του ολοκληρωτισμού που συνδέθηκε με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Όμως ούτε η βία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για συστημική αλλαγή (μολονότι σπάνια αποφεύγεται λόγω της στάσης των ελίτ), ούτε ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της συστημικής αλλαγής είναι αναπόφευκτος. Κατά τη γνώμη μου, είναι η κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού, στις σοβιετικές και σοσιαλδημοκρατικές του εκδοχές, που, σε συνδυασμό με την άνοδο της ιδεολογίας του μεταμοντερνισμού, που έχουν οδηγήσει στην παρακμή των αντισυστημικών κινημάτων και, αντίστοιχα, της συζήτησης για τη μεταβατική στρατηγική προς μία εναλλακτική κοινωνία, η οποία βρισκόταν ακόμα σε άνθηση πριν από 2-3 δεκαετίες.
Οι δυο κύριες στρατηγικές αντισυστημικής αλλαγής που αναπτύχθηκαν ιστορικά μετά τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς τον 19ο αιώνα ήταν, σχηματικά, αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «επανάσταση από τα επάνω» (δηλ η μέσω της επανάστασης κατάκτηση της κρατικής εξουσίας με στόχο τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό) την οποία ακολουθούσαν οι οπαδοί του κρατικιστικού σοσιαλισμού, και η ‘επανάσταση από τα κάτω’ (δηλ η μέσω της επανάστασης κατάργηση της κρατικής εξουσίας και η δημιουργία συνομοσπονδιών από κομμούνες, ή από ενώσεις εργατών) την οποία ακολουθούσαν οι οπαδοί του ελευθεριακου σοσιαλισμού. Όμως, και οι δυο αυτές στρατηγικές απέτυχαν ιστορικά. Η μεν στρατηγική της αλλαγής από τα επάνω διότι οδήγησε σε νέες ιεραρχικές δομές όταν η πρωτοπορία της εργατικής τάξης μετατράπηκε τελικά στη νέα άρχουσα ελίτ, η δε στρατηγική της επανάστασης από τα κάτω διότι δεν κατόρθωσε πουθενά να εδραιωθεί. Το μάθημα που κατά τη γνώμη μου δίδαξε η Ιστορία είναι ότι η βασική αιτία αποτυχίας των προηγούμενων προσπαθειών για συστημική αλλαγή μετά τη διάσπαση της Διεθνούς ήταν η σημαντική ανομοιογένεια στο επίπεδο συνειδητοποίησης, ή με άλλα λόγια, το γεγονός ότι όλες οι προσπάθειες αυτές έγιναν σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μία μειοψηφία του πληθυσμού αμφισβητούσε ριζικά το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Έτσι, οι επαναστάσεις από τα επάνω κατόρθωναν μεν την κατάκτηση της εξουσίας, χωρίς όμως να έχουν προηγούμενα καταφέρει να κάνουν ηγεμονικό το εναλλακτικό κοινωνικό παράδειγμα, πράγμα που οδηγούσε αναπόφευκτα σε νέες ιεραρχικές δομές, ενώ οι επαναστάσεις από τα κάτω δεν κατάφερναν καν την κατάλυση της κρατικής εξουσίας εξαιτίας της ανομοιογενούς ανάπτυξης της συνειδητοποίησης.
Επομένως, το βασικό πρόβλημα με τη συστημική αλλαγή ήταν πάντα το πώς θα μπορούσε αυτή να προέλθει από τα κάτω, από την πλειοψηφία όμως του πληθυσμού, έτσι ώστε να είναι εφικτή μία δημοκρατικά νομιμοποιημένη κατάλυση των δομών εξουσίας. Μια πρόταση που αποπειράται να δώσει λύση στο θεμελιακό αυτό πρόβλημα στρατηγικής είναι αυτή του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας[1] που ξεκινά από την προβληματική ότι η συστημική αλλαγή απαιτεί μία ρήξη με το παρελθόν που επεκτείνεται τόσο στο θεσμικό όσο και στο επίπεδο κουλτούρας, προϋποθέτει δηλαδή τη δημιουργία μιας πλειοψηφικής αντισυστημικής συνειδητοποίησης. Πράγμα που είναι δυνατό μόνο μέσω της σύνθεσης του αγώνα κατά των υπαρχουσών δομών με το παράλληλο κτίσιμο νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών από τα κάτω που θα ενδυνάμωνε τις απαραίτητες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για τη μετάβαση. Ταυτόχρονα, η εγκαθίδρυση αυτών των νέων θεσμών θα βοηθούσε άμεσα και αποφασιστικά τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης, η οποία έχει απώτερη αιτία την συγκέντρωση δύναμης σε όλες τις μορφές της. Η βασική επομένως προϋπόθεση, στη προβληματική αυτή, είναι το κτίσιμο ενός μαζικού προγραμματικού πολιτικού κινήματος που θα συνένωνε όλα τα μέλη των κοινωνικών ομάδων, τα οποία, εν δυνάμει, διαμορφώνουν ένα νέο απελευθερωτικό υποκείμενο ―ως υφιστάμενα τις συνέπειες της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης― στη βάση ενός κοινού παραδείγματος για την ισοκατανομή κάθε μορφής εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών.
[1] (βλ. Democracy & Nature, Μάρτιος 2002 και το επόμενο τεύχος ―αρ. 6― του μόλις επανεκδοθεντος περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία)