Η δίκη και ο πόλεμος κατά της ‘τρομοκρατίας’
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Ελευθεροτυπία, 2003/12/13)
H απόφαση του ειδικού δικαστηρίου για την 17Ν δεν αποτελούσε βέβαια έκπληξη αφού ήταν προβλεπτή από τη στιγμή που άρχισε. Εφόσον η δίκη ήταν καθαρά πολιτική είναι προφανές ότι μόνο μια άλλου είδους δικαιοσύνη, παρόμοια με αυτή της αρχαίας Ηλιαίας, θα μπορούσε να εκφράσει την λαϊκή ετυμηγορία, η οποία και μόνο είναι αρμόδια να κρίνει μια πολιτική υπόθεση. Aντίθετα, πέρα από τον ουσιαστικό αποκλεισμό του λαϊκού παράγοντα που παρέχει το σημερινό δικαιακό σύστημα, καταβλήθηκε και συστηματική προσπάθεια να εξοστρακιστεί κάθε υπόλειμμα λαϊκής ανάμιξης, είτε με τη μορφή του ορκωτού συστήματος που παραμερίστηκε με τον τρομονόμο, είτε με τη μορφή πραγματικής ενημέρωσης του κοινού που εξοβελίστηκε όταν αποκλείστηκε η τηλεόραση από τη δίκη, η οποία όμως αποτελεί την βασική αν όχι την αποκλειστική πηγή πληροφόρησης για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Έτσι, η συζήτηση περιορίστηκε στο εάν τηρήθηκαν οι τυπικές προϋποθέσεις μιας δίκαιης δικής με βάση το υπάρχον δικαιακό σύστημα. Εντούτοις, ούτε και αυτές οι προϋποθέσεις δεν ικανοποιήθηκαν, όπως τόνισαν ακόμη και οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία η οποία δεν φημίζεται ακριβώς για τον ριζοσπαστισμό της. Οι καταθέσεις κατηγορούμενων χωρίς την παρουσία δικηγόρου, οι τεκμηριωμένες καταγγελίες για σωματικά ή ψυχολογικά βασανιστήρια στην προδικασία που ούτε καν εξετάστηκαν σοβαρά από το δικαστήριο, για να μην αναφέρω την απόρριψη του ίδιου του πολιτικού χαρακτήρα της δίκης, είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα για τη μη τήρηση ακόμη και των τυπικών προϋποθέσεων μιας ‘δίκαιης’ δίκης.
Ωστόσο, ούτε η αδιαφορία ως προς την τήρηση ακόμη και των τυπικών προϋποθέσεων για μια ‘δίκαιη' διαδικασία πρέπει να εκπλήσσει. Αυτός άλλωστε είναι ο σκοπός της ειδικής αντι-’τρομοκρατικης’ νομοθεσίας που εισάγεται παντού κατ' εντολή της υπερεθνικής ελίτ. Με βάση τους τρομονόμους, ακόμη και θεμελιώδεις κατακτήσεις λαϊκών αγώνων παραμερίζονται καθημερινά, στα ίδια τα κέντρα της υπερεθνικής ελίτ που ισχυρίζονται ότι αποτελούν τα πρότυπα της ‘δημοκρατίας’, πολλώ δε μάλλον στα εξαρτημένα παραρτήματα όπως η Ελλάδα. Έτσι, τη στιγμή αυτή εκατοντάδες ‘ύποπτοι’, κατά πλειοψηφία Μουσουλμάνοι, κρατούνται στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και αλλού χωρίς να τηρούνται ούτε και οι στοιχειώδεις κανόνες δικαίου που έχει καθιερώσει η κοινοβουλευτική ‘δημοκρατία’. Αποκορύφωση αποτελεί η σημερινή εξελιγμένη μορφή Χιτλερικού στρατοπέδου συγκέντρωσης: το Γκουανταναμο.
Έτσι, όπως καταγγέλλει ο Eugene Fidell, πρώην στρατιωτικός συνήγορος υπεράσπισης και νυν πρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Στρατιωτικής Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ‘απαγάγουμε ανθρώπους που μπορεί να είναι εντελώς αθώοι, τους μεταφέρουμε στην άλλη άκρη του κόσμου με αλυσίδες και κουκούλες, τους κρατάμε σε απομόνωση για δυο χρόνια, δεν τους δίνουμε δικηγόρο (η σωστότερα, προσθέτω, δεν τους αφήνουμε να έρχονται σε επαφή με κανένα εκτός από τους δεσμοφύλακες τους) και δεν τους λέμε ούτε γιατί κατηγορούνται.’[1] Και αυτό, πέρα από τη βάναυση συμπεριφορά που αναφέρεται στην ίδια έρευνα όπου οι κρατούμενοι πετάγονται δεμένοι και κουκουλωμένοι από τα αεροπλάνα στη προσγείωση σαν σακιά, τους ξυλοδαρμούς και τις ενέσεις και τα φάρμακα που όπως καταγγέλλουν οι λίγοι που απολύθηκαν από το κολαστήριο αυτό τους αλλάζουν την προσωπικότητά τους. Όπως δήλωσε σχετικά απολυθείς κρατούμενος, ο οποίος μη αντέχοντας άλλο τα μαρτύρια είχε αποπειραθεί επανειλημμένα ν’ αυτοκτονήσει και υποβλήθηκε σε υποχρεωτικές ενέσεις και τη λήψη άγνωστων ψυχοφαρμάκων, ‘η μεγαλύτερη ζημιά είναι στο μυαλό μου. Η φυσική και διανοητική μου κατάσταση δεν είναι η σωστή. Είμαι ένα αλλαγμένο πρόσωπο’. Και αυτή την αλλαγή προσωπικότητας —κατά το Οργουελιανο πρότυπο του ‘1984’— επιδιώκει η υπερεθνική ελίτ για όσους αντιδρούν στη Νέα Τάξη. Η παρωδία δικών που ετοιμάζονται για μερικούς από τους κρατούμενους είναι χαρακτηριστική. Οι κατηγορούμενοι, οι κατηγορίες, οι δημόσιοι κατήγοροι, οι δικαστές, ακόμη και οι συνήγοροι τους επιλέγονται από το επίλεκτο μέλος της υπερεθνικής ελίτ και υφυπουργό Άμυνας των ΗΠΑ Paul Wolfowitz. Εάν καταδικαστούν μπορούν να κάνουν έφεση σε δικαστήριο διορισμένων στρατιωτικών δικαστών από τον… Wolfowitz και η τελική απόφαση που αφορά τη ζωή ή τον θάνατό τους παίρνεται πάλι από τον Wolfowitz!
Το Γκουανταναμο όμως δεν αποτελεί απλώς ακραία περίπτωση για το πώς απονέμεται η δικαιοσύνη σήμερα στο πλαίσιο του πόλεμου κατά της ‘τρομοκρατίας’[2]. Στην ουσία, αποτελεί το πρότυπο που σε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες, εφαρμόζεται στις σημερινές ‘δημοκρατίες’, οι οποίες με τους διάφορους τρομονόμους εξομοιώνουν τα πολιτικά εγκλήματα που χαρακτηρίζονται ως ‘τρομοκρατία’ με τα κοινά εγκλήματα. Έτσι, όπως πρόσφατα δήλωσε ο John Ashcroft (γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ) για σχεδόν δυο δεκαετίες, μερικοί στην Ουάσινγκτον κήρυσσαν την ηττοπάθεια και τη συνθηκολόγηση στη μάχη κατά των εγκληματιών έτσι ώστε “σε κάποια στιγμή η επικρατούσα άποψη ήταν ότι (…) είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με αυξανόμενη εγκληματικότητα (διότι) οι εγκληματίες παρακινούνται από τις περιστάσεις και απώτερες αιτίες που βρίσκονταν πέρα από τον έλεγχο μας (…) (όμως), οι ιδεολογικοί επικριτές αποδείχθηκαν ότι έκαναν λάθος (…) αποδείξαμε ότι οι σωστές ιδέες ―αυστηροί νόμοι, βαριές καταδίκες και διαρκής συνεργασία― είναι ισχυρότεροι από τους εγκληματικούς η τρομοκρατικούς πυρήνες”.
Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πόλεμου αυτού, ο οποίος βέβαια από τη φύση του δεν έχει τέλος εφόσον δεν στοχεύει στην εξάλειψη των αιτιών της συστημικής βίας και της συνακόλουθης αντιβίας, είναι η συνεχής αναζωπύρωση του κύκλου της βίας που φαίνεται θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό του αιώνα που άρχισε. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει διέξοδος από τον καταστροφικό κύκλο της βίας. Όμως η διέξοδος αυτή περνά αναγκαστικά από τη δημιουργία ενός μαζικού διεθνούς κινήματος που θ’ αποτελεί τη σύνθεση των εμπειριών των προηγούμενων κινημάτων για την εξαφάνιση της συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής και γενικότερα κοινωνικής δύναμης στα χέρια των ελίτ και τη δημιουργία μιας πραγματικής περιεκτικής δημοκρατίας.