Ελευθεροτυπία (8 Φεβρουαρίου 2003)
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2003/2_8.htm
ΟΗΕ: Το «άλλοθι» της ρεφορμιστικής Αριστεράς
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η κωμικοτραγική παράσταση στον ΟΗΕ για τον επικείμενο πόλεμο σύντομα ολοκληρώνεται, μετά την προχθεσινή παρουσίαση των «ατράνταχτων» στοιχείων από τον Κόλιν Πάουελ στο Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ). Η τελευταία πράξη θα παιχτεί μετά από μία εβδομάδα περίπου, όταν, εκτός μιας απρόοπτης, «εκούσιας» ή πραξικοπηματικής, αλλαγής καθεστώτος στο Ιράκ, το ΣΑ πιθανότατα θα υπερψηφίσει αμερικανοβρετανικό σχέδιο ψηφίσματος, που ουσιαστικά θα θέτει τελεσίγραφο στο Ιράκ (όπως ακριβώς έγινε και στον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο[1]). Φυσικά, η υπερεθνική ελίτ, στη μάλλον απίθανη περίπτωση που δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει την ψήφο του ΣΑ, απλώς θα αναγκαστεί να θέσει μονομερώς ανάλογο τελεσίγραφο (όπως ακριβώς έκανε στον ΝΑΤΟϊκό πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας) για να επιτύχει τον στόχο της. Δηλαδή, την αντικατάσταση του σημερινού καθεστώτος με ένα εξίσου αυταρχικό, αλλά «πελατειακό» καθεστώς ― παρόμοιο με αυτό που ήδη εγκατέστησε στο Αφγανιστάν ― και τον συνακόλουθο έλεγχο των πετρελαιοπηγών.
Θα είχε ενδιαφέρον όμως να δούμε πώς ακριβώς εξασφαλίζονται οι αποφάσεις που επιθυμεί η υπερεθνική ελίτ στον ΟΗΕ. Σήμερα στο ΣΑ μετέχουν τα εξής 15 κράτη-μέλη: τα μόνιμα μέλη (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Κίνα, Ρωσία) και τα μη μόνιμα μέλη (Βουλγαρία, Ισπανία, Χιλή, Αγκόλα, Καμερούν, Γουινέα, Μεξικό, Πακιστάν, Γερμανία και Συρία). Οι αποφάσεις, όπως είναι γνωστό, παίρνονται με φανερή ψηφοφορία, όπου απαιτείται απλή πλειοψηφία των μελών, προϋποτιθέμενου όμως ότι δεν θα ασκήσει βέτο κάποιο από τα μόνιμα μέλη. Είναι λοιπόν φανερό ότι η υπερεθνική ελίτ δεν θα φέρει σχέδιο ψηφίσματος στο ΣΑ εάν δεν έχει εξασφαλίσει την υπερψήφισή του και ο λόγος που δεν το έχει ήδη κάνει είναι, εκτός από την ανάγκη να συμπληρωθούν οι στρατιωτικές προετοιμασίες, να «πεισθούν» κάποια σημαντικά τμήματα της κοινής γνώμης, κυρίως των χωρών στον Βορρά, για την αναγκαιότητα του πολέμου, εφόσον οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μαζική αντίθεση σε αυτόν.
Παρά τις σημερινές εντυπώσεις, ελάχιστοι αμφιβάλλουν ότι η εξασφάλιση της ανοχής της γαλλικής και της γερμανικής ελίτ είναι σχεδόν εξασφαλισμένη. Ο μύθος άλλωστε της «καλής» ευρωπαϊκής ελίτ σε σχέση με την «κακή» αμερικανική ήδη σχεδόν κατέρρευσε με την επιστολή των «οκτώ» και θα καταρρεύσει εντελώς όταν οι γαλλογερμανικές ελίτ, με την πιθανή αποχή τους από την ψηφοφορία, ανάψουν το πράσινο φως στον στρατιωτικό βραχίονα της υπερεθνικής ελίτ για την εισβολή και κατοχή του Ιράκ. Ο λόγος είναι βέβαια, όπως προσπάθησα να δείξω στο προηγούμενο άρθρο, ότι οι γαλλογερμανικές ελίτ αποτελούν επίλεκτα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ και εξίσου επιθυμούν τον απόλυτο έλεγχο των πετρελαιοπηγών. Διαφέρουν από τα άλλα μέλη μόνον ως προς την ακολουθητέα τακτική, εξαιτίας της εσωτερικής πίεσης από τα εκλογικά τους σώματα, αλλά και διότι βρίσκουν ωφέλιμο (τουλάχιστον για ένα διάστημα) τον ρόλο του «καλού αστυνομικού» (σε σχέση με τον κακό σερίφη), ώστε να διατηρήσουν το μερίδιό τους στην πολυπληθή αραβική αγορά, χωρίς όμως να διακινδυνεύσουν το μερίδιό τους στην ακόμη σημαντικότερη αμερικανική αγορά.
Λίγο δυσκολότερο για την υπερεθνική ελίτ είναι το πρόβλημα της εξασφάλισης των ψήφων της κινεζικής και ιδιαίτερα της ρωσικής ελίτ. Όμως, η κινεζική ελίτ, στο τελευταίο συνέδριο του ΚΚΚ τον Νοέμβριο του 2002, εγκατέλειψε ακόμη και το πρόσχημα ότι αποτελεί την πρωτοπορία της εργατικής τάξης, στην προσπάθειά της να ενσωματώσει την κινεζική οικονομία στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Είναι λοιπόν φανερό ότι η επίσκεψη του Αμερικανού υφυπουργού Εξωτερικών James Kelly τον περασμένο μήνα, ο οποίος «υπενθύμισε» στην κινεζική ελίτ ότι «τα μακροπρόθεσμα κέρδη από τη βελτίωση των εμπορικών σχέσεων με την Αμερική είναι πιο σημαντικά από τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη»[2] (εννοώντας «παρεκκλίσεις» στο θέμα του Ιράκ), έσπειρε σπόρο σε γόνιμο έδαφος. Όσον αφορά τη ρωσική ελίτ, οι ανησυχίες της ότι τα πολύ σημαντικά συμβόλαια για την εκμετάλλευση του ιρακινού πετρελαίου κινδύνευαν από τη μεταπολεμική κατοχή των πετρελαιοπηγών από την υπερεθνική ελίτ φαίνεται ότι καθησυχάστηκαν από τις επανειλημμένες δημόσιες διαβεβαιώσεις των Μπους και Μπλερ ότι θα σεβαστούν τα ρωσικά συμφέροντα. Παράλληλα, σε άλλο ένα αντάλλαγμα για τη ρωσική ψήφο ανοχής, η υπερεθνική ελίτ μόλις συμφώνησε να βάλει στη μαύρη λίστα τρεις αντάρτικες οργανώσεις των Τσετσένων.[3]
Η εξασφάλιση της ψήφου των μη μόνιμων μελών του ΣΑ παρουσιάζει ακόμη μικρότερα προβλήματα για την υπερεθνική ελίτ. Τόσο η Ισπανία όσο και το Μεξικό βρίσκονται σε μια πορεία αυξανόμενης εξάρτησης από τις Ε.Ε. και NAFTA αντίστοιχα (85% των εξαγωγών του Μεξικού, για παράδειγμα, κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ). Παράλληλα, η ισπανική ελίτ μόλις απέκτησε πρόσβαση στις πελώριες αμερικανικές κατασκοπευτικές δορυφορικές δυνατότητες, πράγμα που ελπίζει θα τη βοηθήσει σημαντικά στον αγώνα της κατά των Βάσκων «τρομοκρατών». Για τα άλλα μέλη του ΣΑ που προέρχονται από τον Νότο (εκτός από τη Συρία που είναι η μόνη χώρα η οποία αναμένεται να ψηφίσει εναντίον ενός πολέμου στο γειτονικό της Ιράκ) ισχύει το «μάθημα της Υεμένης». Όταν η Υεμένη, η οποία το 1990 ήταν μέλος του ΣΑ τη στιγμή που η υπερεθνική ελίτ πίεζε για την υπερψήφιση του πρώτου πολέμου της στον Κόλπο, αντιστάθηκε και ψήφισε αρνητικά, η τότε αμερικανική κυβέρνηση χαρακτήρισε την ψήφο αυτή ως «το πιο ακριβό όχι στην Ιστορία».[4] Οι ΗΠΑ διέκοψαν κάθε βοήθεια στην Υεμένη μερικές μέρες μετά την ψηφοφορία και την καταδίκασαν σε στάτους κράτους-παρία. Είναι λοιπόν φανερό ότι η «ίση ψήφος» δεν εξασφαλίζει πολιτική ισότητα (παρά τα φληναφήματα της ΠΑΣΟΚικής κυβέρνησης για την «ισότητα» της Ελλάδος στην Ε.Ε.) όταν υπάρχει οικονομική ανισότητα, όπως στην περίπτωση της Υεμένης, της οποίας το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 2% του αμερικανικού! Στην πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση έχει μετατρέψει τον ΟΗΕ, ακόμη περισσότερο από το παρελθόν, σε αντιπρόσωπο του διεθνούς κεφαλαίου αντί των εθνών. Το 1999, ο Ανάν είχε δηλώσει στο Business-Humanitarian Forum ότι «η επιχειρηματική κοινότητα γίνεται γρήγορα ένας από τους πιο σημαντικούς συμμάχους του ΟΗΕ». Δύο μήνες αργότερα το Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΟΗΕ δέχτηκε 50.000 δολ. από 11 πολυεθνικές, σε αντάλλαγμα προνομιακής πρόσβασης στα γραφεία του![5]
Σήμερα η υπερεθνική ελίτ ακολουθεί την ίδια επιτυχημένη πολιτική του «καρότου και μαστιγίου». Στην Αγκόλα,[6] όπου η αμερικανική ελίτ αποτελεί τον μεγαλύτερο επενδυτή, εφόσον εισάγει το 1/6 του πετρελαίου της από αυτήν, μόλις προσφέρθηκε επιπρόσθετη βοήθεια 4,1 εκατ. δολ. Στο αυταρχικό καθεστώς του «προέδρου» Lansana Conte στη Γουινέα, που κυβερνά για 19 χρόνια χάρη στην ετήσια αμερικανική βοήθεια ύψους 50 εκατ. δολ., προ ημερών οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν έμμεση βοήθεια 2,1 εκατ. δολ. για την περίθαλψη των προσφύγων από τη Λιβερία. Στο Πακιστάν, η αμερικανική ελίτ μόλις πρόσφατα πρόσφερε γενναιόδωρο δάνειο και υποσχέθηκε χαλαρότερους περιορισμούς στους μετανάστες από τη χώρα αυτή. Στη βουλγαρική ελίτ, που αγωνιά να εισέλθει στο ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν ταχεία επικύρωση της συνθήκης ένταξης. Η Χιλή δεν θα διακινδύνευε να διαταράξει τη μόλις συναφθείσα, μετά από πολύχρονες διαπραγματεύσεις, συμφωνία για την απελευθέρωση του εμπορίου με τις ΗΠΑ. Τέλος, η υπερεθνική ελίτ βοήθησε πρόσφατα το Καμερούν στη δικαστική διαφορά του με τη Νιγηρία για τη διεκδίκηση πετρελαιοπαραγωγού περιοχής στα σύνορα των δύο χωρών.
Το σημαντικότερο όμως συμπέρασμα από τα παραπάνω δεν είναι η μεθοδολογία με την οποία η υπερεθνική ελίτ ελέγχει τον ΟΗΕ ή, όταν δεν μπορεί να τον ελέγξει, τον αγνοεί. Ακόμη σημαντικότερη είναι η διαπίστωση ότι η ρεφορμιστική Αριστερά και οι σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης της ΠΑΣΟΚικής) επικαλούνται τόσον καιρό την έγκριση από τον ΟΗΕ, ως αναγκαίο όρο για να συζητήσουν την περίπτωση χρήσης βίας και σύντομα μπορεί να χρησιμοποιήσουν την έγκριση αυτή ως άλλοθι για να επιδοκιμάσουν το μακελειό, ενώ έχουν πλήρη γνώση για το πώς παίρνονται σήμερα οι αποφάσεις στο ΣΑ...