Η παγκόσμια χούντα και η θλιβερή Αριστερά
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Ελευθεροτυπία, 2003/05/17)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μαζικό αντιπολεμικό κίνημα, που το Σαββατοκύριακο 15-16 Φεβρουαρίου είχε συγκεντρώσει πάνω από 8 εκατομμύρια ανθρώπους σε μια παγκόσμια διαδήλωση που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί ο κόσμος, απέτυχε παταγωδώς, όχι μόνο να σταματήσει τον εγκληματικό πόλεμο, αλλά ακόμη και να ανεβάσει σημαντικά το κόστος του για την υπερεθνική ελίτ.
Το χειρότερο, δεν πέτυχε ούτε τον μινιμαλιστικό στόχο να υψώσει το επίπεδο συνειδητοποίησης πολλών από αυτούς που για πρώτη φορά κατέβαιναν στον δρόμο, πράγμα που προϋπέθετε την πολιτικοποίηση του κινήματος αυτού. Δηλαδή την προβολή συνθημάτων που δεν θα εξαντλούντο σε αιτήματα απλώς ανθρωπιστικά και φιλειρηνικά ή καθαρά «αφηρημένα» («Όχι στον πόλεμο» κ.λπ.), τα οποία δεν είχαν καμιά πρακτική σημασία για τους μη Αγγλο-Αμερικανούς διαδηλωτές εάν δεν συγκεκριμενοποιούνταν σε σαφή συνθήματα εναντίον των τοπικών κυβερνήσεων (π.χ. εναντίον της εδώ κυβέρνησης, που επέτρεπε τη χρήση της σημαντικής βάσης στη Σούδα για έναν παράνομο και επιθετικό πόλεμο).
Και αυτό, ενώ ήταν ολοφάνερο ότι μόνο μια υπερεθνική μαζική αντίσταση ενός αυξανόμενα πολιτικοποιούμενου κινήματος και όχι οι συμβολικές και φιλειρηνικές διαμαρτυρίες, όσο μαζικές και αν ήταν, θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο και ακόμη και να σταματούσε την υπερεθνική ελίτ στο μεγαλύτερο έγκλημά της μέχρι σήμερα, το οποίο, μετά την επιτυχία της, είναι αναπόφευκτο ότι θα επαναληφθεί οπουδήποτε το θεωρήσει αναγκαίο, μέχρις ότου η Νέα Διεθνής Τάξη γίνει καθολικά αδιαμφισβήτητη. Με άλλα λόγια, οι ειρηνικές και συμβολικές διαμαρτυρίες δεν μπορούν να έχουν το παραμικρό αποτέλεσμα όταν ο αντίπαλος, στην πραγματικότητα, είναι μια οιονεί παγκόσμια χούντα, με τη μορφή της υπερεθνικής ελίτ. Η χούντα αυτή, αντίθετα με μια «κανονική» στρατιωτική χούντα, ελέγχει όχι μόνο μια πρωτόγνωρη στην ανθρώπινη ιστορία πολεμική μηχανή,[1] αλλά συγκεντρώνει επίσης στα χέρια της μαζική οικονομική και πολιτική δύναμη και επιπλέον ελέγχει τα ισχυρότερα διεθνή μίντια και ερευνητικούς οργανισμούς, καθώς και χιλιάδες αναλυτές-«κομισσάριους» σε ολόκληρο τον κόσμο για να περνά τη γραμμή της.
Όμως, η παγκόσμια αυτή χούντα, που διαχειρίζεται την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την άτυπη πολιτική παγκοσμιοποίηση, θα είχε βρει αδύνατο τον έλεγχο των δισεκατομμυρίων θυμάτων της ανά τον κόσμο, εάν δεν είχε την έμμεση υποστήριξη της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Δηλαδή, της Αριστεράς που δεν αμφισβητεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», στο οποίο στηρίζεται η οικονομική και πολιτική παγκοσμιοποίηση, νομιμοποιώντας έτσι την υπερεθνική ελίτ και τη Νέα Τάξη. Η έμμεση αυτή υποστήριξη εκδηλώνεται με τον αποπροσανατολισμό των λαϊκών κινημάτων, όπως το αντιπολεμικό, όσον αφορά τις πραγματικές αιτίες των «πολέμων» της υπερεθνικής ελίτ. Πράγμα που είναι βέβαια το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ουσιαστικής υιοθέτησης από τη ρεφορμιστική Αριστερά ολόκληρης της προπαγάνδας της υπερεθνικής ελίτ για τις αιτίες των «πολέμων» αυτών. Έτσι, ο πρώτος πόλεμος στο Ιράκ έγινε για την «απελευθέρωση» του Κουβέιτ, ο δεύτερος στη Γιουγκοσλαβία για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των Κοσοβάρων, ο τρίτος στο Αφγανιστάν για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» μέσω της εξολόθρευσης των... Ταλιμπάν και σήμερα η εισβολή και κατοχή του Ιράκ, για να καταστραφούν τα όπλα μαζικής καταστροφής που... ακόμη δεν βρέθηκαν, ούτε από τις αμερικανικές ειδικές υπηρεσίες![2]
Το αποτέλεσμα, επομένως, της αντιπολεμικής δραστηριότητας της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που καλούσε σε συμβολικές διαμαρτυρίες ―με την ελπίδα ότι όσο παρατείνεται ο πόλεμος το κίνημα θα γιγαντώνεται, όπως συνέβη στην περίπτωση του Βιετνάμ― ήταν τόσο αναπόφευκτο όσο και καταστροφικό. Και αυτό, διότι η υπερεθνική ελίτ έχει μάθει καλά το μάθημα του Βιετνάμ και φροντίζει, με τη βοήθεια της νέας οπλικής τεχνολογίας, οι πόλεμοί της να είναι σχεδόν αστραπιαίοι και με μηδαμινές απώλειες από τη μεριά της. Το αποτέλεσμα των συμβολικών αυτών διαμαρτυριών είναι να διασκορπίζουν τη λαϊκή οργή και τελικά να τη μετατρέπουν σε απογοήτευση ―αναπόφευκτη συνέπεια, όταν οι λιγότερο συνειδητοποιημένοι που μετέχουν σε αυτές βλέπουν ότι οι διαμαρτυρίες αυτές δεν έχουν καμιά σημαντική συνέπεια. Έτσι, καταλήγει, οι εκδηλώσεις αυτές να περνούν σήμερα ακριβώς το μήνυμα που επιθυμεί και η υπερεθνική ελίτ,* δηλαδή ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη. Ωστόσο, η ρεφορμιστική Αριστερά είχε μέσα να χτυπήσει την παγκόσμια χούντα, εάν στόχευε στους αδύναμους κρίκους της αλυσίδας στην οποία στηρίζει τη δύναμή της: τα κατά τόπους παραρτήματά της. Παρ' όλα αυτά, δεν έκανε την παραμικρή σοβαρή προσπάθεια για να πολιτικοποιήσει το αντιπολεμικό κίνημα στρέφοντάς το κατά των τοπικών παραρτημάτων της υπερεθνικής ελίτ που όλα, όπως προσπάθησα να δείξω επανειλημμένα από τη στήλη αυτή, άμεσα ή έμμεσα, υποστήριξαν την εγκληματική εκστρατεία.
Η ευθύνη, επομένως, της ρεφορμιστικής Αριστεράς στη θλιβερή αυτή αποτυχία είναι βαριά. Ιδιαίτερα, εφόσον έπαιξε ηγεμονικό ρόλο στο αντιπολεμικό κίνημα μέσω των κατά τόπους παραρτημάτων του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, των μη κυβερνητικών οργανώσεων, των γραφειοκρατικών και εξαρτημένων από τα κόμματα εξουσίας συνδικάτων και των ρεφορμιστικών κομμάτων και οργανώσεων.[3] Εάν όμως η Αριστερά αυτή καλούσε σε μαζικές πορείες και διαδηλώσεις που αρχικά μεν θα πρόβαλλαν το παλλαϊκό αίτημα να μη γίνει ο πόλεμος και μόλις ξεκίνησε η εγκληματική εισβολή θα απαιτούσαν από τις κατά τόπους κυβερνήσεις να διακόψουν κάθε άμεση ή έμμεση βοήθεια στους εισβολείς (χρήση βάσεων, εναέριου ή θαλάσσιου χώρου κ.λπ.) ενώ, μετά την αναπόφευκτη άρνηση των κυβερνήσεων να συμμορφωθούν, οι πορείες αυτές μετατρεπόντουσαν σε αντικυβερνητικές, τότε ίσως να ήταν πολύ διαφορετική η εξέλιξη της εγκληματικής αυτής εκστρατείας, που στηρίχτηκε αποφασιστικά στην εξαπάτηση της κοινής γνώμης. Αντίθετα, η ρεφορμιστική Αριστερά συνέχισε και μετά την έναρξη της εισβολής να προβάλλει τα ίδια αντιπολεμικά αιτήματα (να σταματήσει ο πόλεμος κ.λπ.) μέχρις ότου ο κόσμος, απογοητευμένος, άρχισε να γυρίζει στο σπίτι του.
Συμπερασματικά, είναι τώρα σαφέστερο παρά ποτέ ότι τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την παγκόσμια χούντα. Και είναι σαφές, διότι τώρα αποκαλύφθηκε η μυθολογία της ρεφορμιστικής Αριστεράς για τη δήθεν ύπαρξη δύο πόλων μέσα στην υπερεθνική ελίτ, ενός νεοσυντηρητικού με βάση την αμερικανική ελίτ και ενός «προοδευτικού» με βάση τη γαλλο-γερμανική και ρωσική ελίτ. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος αντίστασης στη Νέα Τάξη είναι ο αγώνας για το χτίσιμο ενός διεθνούς δημοκρατικού αντισυστημικού κινήματος, με στόχο την αντικατάσταση του σημερινού συστήματος συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια διαφόρων ελίτ με μια δημοκρατική παγκοσμιοποίηση των λαών. Μόνον, δηλαδή, η αυτο-οργάνωση των λαών γύρω από ένα νέο μαζικό κίνημα για συστημική αλλαγή, παρόμοιο με το παλιό σοσιαλιστικό κίνημα, που αυτή τη φορά όμως, μαθαίνοντας από την εμπειρία του κινήματος αυτού, θα έχει στόχο τη δημιουργία νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών, οι οποίοι θα ελέγχονται άμεσα (όχι μέσω της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας) από τους πολίτες, θα μπορούσε να σταματήσει ο κατήφορος της ανθρωπότητας προς τη νέα βαρβαρότητα, στην οποία ωθεί η Νέα Τάξη της υπερεθνικής ελίτ και οι «πόλεμοι» που εξαπολύει για την καθολίκευση και αναπαραγωγή της.
[1] Χαρακτηριστικά, ο Gregg Easterbrook τιτλοφορεί το άρθρο του στους «New York Times», «οι ΗΠΑ ξεπέρασαν τα όρια της απλής υπερδύναμης» (27/4/03).
[2] Barton Gellman, «Frustrated, U.S. Arms Team to Leave Iraq. Task Force Unable to Find Any Weapons», «Washington Post», 11/5/03.
* Στο κείμενο που δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» είχε γραφτεί κατά λάθος «επιθυμεί και η ρεφορμιστική Αριστερά».
[3] Βλ. για παραπέρα λεπτομέρειες Τάκης Φωτόπουλος, Ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας», (Γόρδιος, Ιούνης 2003), κεφ. 5.