Ελευθεροτυπία (03 Μαϊου 2003)
Ο μύθος του νέου ιμπεριαλισμού
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ένας νέος μύθος, που διαδίδεται τελευταία από τη ρεφορμιστική Αριστερά, σε σχέση ιδιαίτερα με τη ληστρική εισβολή της υπερεθνικής ελίτ στο Ιράκ, είναι αυτός του νέου ιμπεριαλισμού. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, η εισβολή και (αυξανόμενα ναζιστική) κατοχή του Ιράκ αντιπροσωπεύει ένα νέο τύπο ιμπεριαλισμού, που επιβάλλεται μεν στρατιωτικά όπως και οι παλιοί, χωρίς όμως να στοχεύει όπως εκείνοι σε μια τυπική αποικιοκρατία αλλά στην επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και κάποιας μορφής αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», κατά τα αμερικανικά πρότυπα. Οι οπαδοί της άποψης αυτής, ξεκινώντας από μια θεμελιακά εσφαλμένη αντίληψη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που τη θεωρούν απλώς θέμα «πολιτικής» και όχι συστημικό φαινόμενο, αδυνατούν ν' αντιληφθούν ότι τόσο η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όσο και το πολιτικό της συμπλήρωμα, η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που διαχειρίζεται μια άτυπη υπερεθνική ελίτ μέσω των διεθνών οικονομικών οργανισμών (ΠΟΕ, ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα κ.λπ.) και των αντίστοιχων πολιτικών οργάνων (NAFTA, Ε.Ε., G7+1, Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ) αλλά και στρατιωτικών (ΝΑΤΟ, αμερικανοβρετανικά επιτελεία).
Η υπερεθνική αυτή ελίτ δεν έχει συγκεκριμένο εδαφικό κέντρο σε κάποιο έθνος-κράτος, ακόμη και του μεγέθους και της δύναμης των ΗΠΑ, παρά το ότι η αμερικανική ελίτ (λόγω κυρίως της στρατιωτικής της δύναμης, που ούτε καν την πλησιάζει, ούτε υπάρχει περίπτωση να την πλησιάσει σε οποιοδήποτε προβλεπτό μέλλον, κάποια από τις άλλες ελίτ-μέλη της υπερεθνικής ελίτ)[1] ασκεί ντε φάκτο ηγετικό ρόλο μέσα στην ελίτ αυτή. Τόσο επομένως οι πολιτικές που υλοποιούν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όσο και οι διάφορες μορφές αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που εισάγονται παντού δεν είναι πολιτικές απλώς της αμερικανικής ελίτ αλλά ολόκληρης της υπερεθνικής ελίτ και των παραρτημάτων της που, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, σύσσωμη υποστήριξε άμεσα ή έμμεσα τη ληστρική επιδρομή, παρά τις απατηλές δημόσιες διακηρύξεις κάποιων από τα μέλη της. Γι' αυτό και η προβληματική του νέου ιμπεριαλισμού ή των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων όχι μόνον είναι αναχρονιστική και παραπέμπει σε προηγούμενο στάδιο της οικονομίας της αγοράς που δεν έχει σχέση με τη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή της, αλλά και καταλήγει σε ρεφορμιστικά συμπεράσματα ότι είναι δήθεν δυνατή η δημιουργία κάποιου αντίπαλου πόλου στον αμερικανικό «ιμπεριαλισμό».
Φυσικά, η υπερεθνική ελίτ, όπως και οι εθνικές ελίτ, δεν είναι ένα μονολιθικό σώμα και υπάρχουν σημαντικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της, που έγιναν φανερές όχι μόνο με το θέμα της εισβολής και του μεταπολεμικού ελέγχου του Ιράκ αλλά και προηγούμενα με τη συνθήκη του Κιότο κ.λπ. Εν τούτοις, δεδομένου ότι οι διαιρέσεις αυτές δεν αναφέρονται στον κοινό στόχο της προστασίας της σταθερότητας του καθολικού θεσμικού πλαισίου (καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») δεν πρόκειται ποτέ να οδηγήσουν σε ανοιχτή σύγκρουση, όπως συνέβαινε με τους παλιούς ιμπεριαλισμούς. Ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθεί υπόψη ότι η σημερινή αναδιοργάνωση της κρατικής ιρακινής εταιρείας πετρελαίου στα πρότυπα των αμερικανικών εταιρειών και με διευθυντή Αμερικανό που θα την εκπροσωπεί και στον OPEC[2] θα καταφέρει καίριο πλήγμα στον οργανισμό αυτό και θα επιτρέψει τον ουσιαστικό έλεγχο της τιμής του πετρελαίου προς όφελος ολόκληρης της υπερεθνικής ελίτ (και όχι μόνο της αμερικανικής) στο μέλλον.
Η ανυπαρξία πραγματικών αντιθέσεων μεταξύ των μελών της υπερεθνικής ελίτ δεν θεμελιώνεται μόνο στη στάση που πήραν στους προηγούμενους πολέμους (πόλεμος στον Κόλπο, στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και κατά της «τρομοκρατίας»)[3] αλλά και στη στάση τους σε σχέση με την εισβολή. Έτσι, παρά το γεγονός ότι εκατομμύρια πολιτών σε όλο τον κόσμο διαδήλωσαν μαζικά την αντίθεσή τους στον πόλεμο, σύσσωμη η υπερεθνική ελίτ πέρασε στο Σ.Α. το ψήφισμα 1441, που άνοιξε τον δρόμο για την εισβολή. Στη συνέχεια, η γαλλική ελίτ του Σιράκ, που πριν την εισβολή δήλωνε ότι η Γαλλία δεν θα δεχτεί ποτέ μια μη εγκεκριμένη από τον ΟΗΕ επίθεση, μόλις άρχισε η εισβολή έσπευσε να δηλώσει ότι δεν έχει καμία αντίρρηση για τη χρήση του γαλλικού εναέριου χώρου από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά και ευχήθηκε «γρήγορη επιτυχία» στις ΗΠΑ, ενώ με το τέλος της εισβολής πανηγύριζε για τη «νίκη της δημοκρατίας» και δήλωνε πρόθυμη να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων (μέσω του ΟΗΕ) την παράνομη επίθεση, αρκεί να μετείχαν και γαλλικές επιχειρήσεις στην ανοικοδόμηση του ερειπωμένου Ιράκ. Αντίστοιχα, ο «Πράσινος» Γιόσκα Φίσερ (με τον οποίο συνεργάζονται οι δικοί μας «Οικολόγοι-Πράσινοι» που δηλώνουν «ριζοσπάστες»), όταν τις πρώτες μέρες φούντωνε η αντίσταση του ιρακινού λαού στην κτηνώδη επίθεση, δήλωνε ότι η κυβέρνησή του ήλπιζε ειλικρινά στην ταχεία κατάρρευση της αντίστασης και την επικράτηση της δημοκρατίας! Παρόμοια, η ρωσική ελίτ, διά στόματος Πούτιν, δήλωνε ότι «για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους» επιθυμούσε μια αποφασιστική νίκη των ΗΠΑ στο Ιράκ. Φυσικά, ούτε μία από αυτές τις ελίτ, που κατά τη ρεφορμιστική Αριστερά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον «πόλο αντίστασης» στις ΗΠΑ, δεν τόλμησε να δεχτεί την πρόταση της Ινδονησίας για έκτακτη σύγκληση του Συμβ. Ασφαλείας και καταδίκη των εισβολέων.
Τα περισσότερα όμως μέλη της υπερεθνικής ελίτ και των παραρτημάτων της τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της εισβολής, από τη Βρετανία μέχρι την Ισπανία και την Ιταλία και από την Ιαπωνία που υποσχέθηκε και οικονομική συνδρομή, μέχρι την Αυστραλία, τη Δανία και την Ολλανδία ―πέρα βέβαια από τις πεινασμένες ελίτ του τ. σοβιετικού μπλοκ (όπως τα τ. Κ.Κ. της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Αλβανίας κ.λπ.) που συναγωνιζόντουσαν ποια θα προσφέρει μεγαλύτερη υλική βοήθεια στους εισβολείς! Το ίδιο ίσχυε και για τους «προοδευτικούς» κομπάρσους της υπερεθνικής ελίτ. Από την «προοδευτική» νέα ηγεσία της Νότιας Κορέας που πρόσφερε και στρατιωτική βοήθεια, μέχρι τη δική μας ΠΑΣΟΚική κυβέρνηση που, αντίθετα με τις κομματικές δηλώσεις για εσωτερική κατανάλωση, παρείχε πλήρη υποστήριξη στους εισβολείς, κυρίως διαθέτοντας τη σημαντική βάση στη Σούδα για έναν καθαρά παράνομο και επιθετικό σκοπό ―για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι, αντίθετα με το τουρκικό Κοινοβούλιο που τόλμησε να στραφεί κατά της πολιτικής ελίτ του πάνω στο θέμα, οι Έλληνες επαγγελματίες πολιτικοί των κομμάτων εξουσίας, που διακρίνονται για τα παχιά τους λόγια, ούτε διανοήθηκαν κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα, η Βραζιλία του «προοδευτικού» Λούλα απλώς μουρμούρισε κάποιους ενδοιασμούς, ενώ ο «σοσιαλιστής» πρόεδρος της Χιλής επανέφερε στην τάξη τον πρεσβευτή του στον ΟΗΕ, που μίλησε για καταδίκη της επιδρομής ενώ έπρεπε απλώς να εκφράσει τη «λύπη» του γι' αυτήν!
Και φυσικά δεν γίνεται λόγος για την παντοειδή υποστήριξη που παρείχαν τα διεφθαρμένα αραβικά πελατειακά καθεστώτα. Με τον Μουμπάρακ να δίνει κάθε ελευθερία διέλευσης από το Σουέζ στο αμερικανικό ναυτικό και από τον εναέριο χώρο της Αιγύπτου στην USAF, ενώ η αστυνομία του διέλυε βίαια τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις, τη Σαουδική Αραβία να μην έχει καμία αντίρρηση για την πτήση αμερικανικών πυραύλων πάνω από τη χώρα καθ' οδόν προς το Ιράκ, την Ιορδανία να παρέχει βάσεις για τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ, αλλά ακόμη και το Ιράν να συνεργάζεται σε επιχειρήσεις αφγανικού τύπου της CIA.
Συμπερασματικά, παρά τα παραμύθια της ρεφορμιστικής Αριστεράς, είναι πια φανερό ότι οι λαοί δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα από τις ελίτ τους για να σταματήσουν τη Νέα Τάξη, κάτι που μόνον η αυτο-οργάνωση σε ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα μπορεί να επιτύχει. Πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή είναι, τα κατά τόπους αντιπολεμικά κινήματα να απαιτήσουν, με μαχητική άμεση δράση και όχι συμβολικές διαμαρτυρίες, την άμεση εκδίωξη των στρατιωτικών βάσεων της υπερεθνικής ελίτ από το έδαφός τους (όπως προτείνουν κάποια ρεύματα ακόμη και μέσα στο γενικά ρεφορμιστικό Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ),[4] που σήμερα χρησιμοποιούνται για ορμητήρια στην κατάπνιξη κάθε λαϊκού κινήματος.