Παλαιστινιακό κίνημα: η ώρα της αλήθειας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2003/05/31) 

 

 

Τα τελευταία γεγονότα στην Παλαιστίνη, τα οποία κορυφώθηκαν με τη δημοσίευση του «οδικού χάρτη», που απολαύει της ευλογίας ολόκληρης της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Ε.Ε., ΟΗΕ και Ρωσίας) σε αντάλλαγμα της υποταγής της παλαιστινιακής ελίτ στις εντολές της, με τον διορισμό της κυβέρνησης Αμπού Μάζεν, που προορίζεται να παίξει τον ρόλο πελατειακής κυβέρνησης σηματοδοτούν την είσοδο στο τελικό στάδιο της απόπειρας συντριβής του παλαιστινιακού κινήματος. Για πρώτη φορά όμως η συντριβή αυτή θα επιδιωχθεί όχι μόνον «έξωθεν», δηλαδή από την κτηνώδη βία του σιωνιστικού Ισραήλ, αλλά σε συνδυασμό με την αποφασιστική «έσωθεν» βοήθεια της νέας παλαιστινιακής κυβέρνησης, η οποία φέρεται αποφασισμένη να χτυπήσει τις «τρομοκρατικές» οργανώσεις στους κόλπους του κινήματος. Πράγμα βέβαια που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή εμφύλια σύγκρουση στο εσωτερικό του κινήματος αυτού, πριν επιτευχθεί η ουσιαστική διάλυσή του.

Η εξέλιξη αυτή δεν είναι βέβαια απροσδόκητη. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,
[1] οι πραγματικοί στόχοι του διαρκούς πολέμου κατά της τρομοκρατίας αναφέρονται στη συντριβή κάθε κινήματος αντίστασης κατά της νέας τάξης που (μετά την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς) διαχειρίζεται η υπερεθνική ελίτ. Η εκδίωξη του «κράτους-ταραξία» των Αφγανών φονταμενταλιστών οδήγησε τη σιωνιστική ελίτ σε μια συστηματική προσπάθεια για τη συντριβή του παλαιστινιακού κινήματος, που σήμερα ολοκληρώνεται με την καθεστωτική αλλαγή στο Ιράκ.

Ένας άλλωστε από τους βασικούς γεωπολιτικούς λόγους πίσω από την εισβολή και κατοχή του Ιράκ, πέρα από τους καθαρά οικονομικούς σε σχέση με τον έλεγχο του πετρελαίου, ήταν η ήδη επιτευχθείσα ριζική ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή που σήμερα κάνει απείρως ευκολότερη την εφαρμογή των σχεδίων αυτών
δηλαδή των σχεδίων που οδηγούν στην ολοκληρωτική κατάπνιξη του παλαιστινιακού κινήματος.

Η διαδικασία αυτή άρχισε, όπως και η παράλληλη εκστρατεία κατά του Ιράκ, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, με την προσπάθεια νομιμοποίησης της ιστορικής σιωνιστικής εθνοκάθαρσης, η οποία επιχειρήθηκε με τις συμφωνίες του Όσλο (1993) και της Ουάσιγκτον (1995). Αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η δεύτερη ιντιφάντα, που άρχισε το 2000 και οδήγησε, μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, στην από μέρους της υπερεθνικής ελίτ και των σιωνιστών ένταξη του αγώνα κατάπνιξης του παλαιστινιακού κινήματος στον «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας. Βασική προϋπόθεση, επομένως, για τη δημιουργία μιας παρωδίας παλαιστινιακού κράτους (στην πραγματικότητα ενός προτεκτοράτου κατά τα πρότυπα του Μπαντουστάν στη Νότια Αφρική) ήταν η οριστική συντριβή του παλαιστινιακού κινήματος.

Το πρώτο βήμα ήταν η επίσημη ένταξή του στα «τρομοκρατικά» κινήματα. Έτσι, ενώ παλαιότερα ακόμη και η αμερικανική ελίτ διαχώριζε το παλαιστινιακό κίνημα από την Αλ Κάιντα, με αφορμή την 11/9 και τις επιθέσεις αυτοκτονίας κατά του Ισραήλ, κατέταξε και επίσημα τις παλαιστινιακές οργανώσεις στις τρομοκρατικές και πάγωσε τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Ανάλογη στάση υιοθέτησε και η Ε.Ε. επιβεβαιώνοντας ότι ο στόχος της συντριβής του παλαιστινιακού κινήματος αποτελεί γενικότερο στόχο της υπερεθνικής ελίτ (βασικό συστατικό στοιχείο της οποίας αποτελεί σήμερα το σιωνιστικό «λόμπι», λόγω της πελώριας οικονομικής και πολιτικής δύναμής του καθώς και του ελέγχου που ασκεί στα ισχυρότερα διεθνή μίντια) και όχι μόνο της αμερικανικής.

Χαρακτηριστικές της συστηματικότητας με την οποία επιδιώχθηκε η συντριβή του παλαιστινιακού κινήματος στη νέα ιντιφάντα ήταν οι μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις Παλαιστινίων αγωνιστών και οι αντίστοιχες δολοφονίες. Οι σιωνιστικές δυνάμεις άλλαξαν τακτική σε σχέση με την πρώτη ιντιφάντα, εφόσον η διαταγή που είχαν τώρα δεν ήταν «απλώς» να σπάζουν τα κόκκαλα των πετροβολητών της παλαιστινιακής νεολαίας, όπως τους είχε διατάξει τότε ο «ειρηνοποιός» Ράμπιν, αλλά να τους δολοφονούν εν ψυχρώ. Αυτό δείχνει το γεγονός ότι, ήδη από τους πρώτους μήνες της νέας ιντιφάντα, το 83% των τραυμάτων ήταν στον θώρακα και το κεφάλι.
[2]  Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όπως αναφέρει η LAW, μια παλαιστινιακή μη κυβερνητική οργάνωση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[3] που είναι γνωστή για την ακρίβεια των πληροφοριών της, από την αρχή της νέας ιντιφάντα μέχρι τον Μάρτιο 2003, είχαν σκοτωθεί 2.232 Παλαιστίνιοι από τους Ισραηλινούς, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων (1.806) ήταν πολίτες και 465 απ' αυτούς παιδιά! Ακόμη, οι παράνομες δολοφονίες από τα εκτελεστικά αποσπάσματα του σιωνιστικού στρατού έχουν φτάσει από τότε τις 136. Παράλληλα, στο πλαίσιο των χιτλερικής έμπνευσης μαζικών αντιποίνων, 1.133 σπίτια Παλαιστινίων γκρεμίστηκαν από τις ισραηλινές μπουλντόζες. Σε μια περίπτωση μάλιστα ψυχρής δολοφονίας δεν δίστασαν να θάψουν κάτω από την μπουλντόζα και την 23χρονη Αμερικανίδα ακτιβίστρια Rachel Corrie, που την ακολούθησαν οι εν ψυχρώ εκτελέσεις δύο Βρετανών, ενός ακτιβιστή και ενός δημοσιογράφου, σε μια καθαρή προσπάθεια να τρομοκρατηθούν οι ξένοι παρατηρητές.

Ο απώτερος στόχος της γιγαντιαίας αυτής εγκληματικής εκστρατείας ήταν η υποταγή του παλαιστινιακού λαού στη νέα τάξη, με βάση τον «οδικό χάρτη» που κατέστρωσε η υπερεθνική ελίτ. Σύμφωνα με τον χάρτη αυτόν, σε πρώτο στάδιο, οι δύο πλευρές πρέπει να λάβουν άμεσα μέτρα για την κατάπαυση της βίας. Δηλαδή, οι Παλαιστίνιοι να τερματίσουν τις επιθέσεις αυτοκτονίας, το μόνο όπλο που τους έχει απομείνει, με αντάλλαγμα... την από μέρους των Ισραηλινών άρση των περιορισμών στα παλαιστινιακά εδάφη. Στη συνέχεια, οι Παλαιστίνιοι πρέπει να διακηρύξουν την αποδοχή της ύπαρξης του Ισραήλ και οι Ισραηλινοί την ύπαρξη παλαιστινιακού «κράτους», το οποίο πρέπει να έχει εγκαθιδρυθεί μέχρι το 2005, αφού έχει στο μεταξύ σταματήσει κάθε οικιστική δραστηριότητα σε Δυτική Όχθη και Γάζα.

Είναι όμως χαρακτηριστικό το πώς βλέπουν οι σιωνιστές το «κράτος» αυτό. Σύμφωνα με δηλώσεις του Σαρόν, που έγιναν σχεδόν αμέσως μετά την αναγγελία της δέσμευσης Μπους
τη στιγμή που άρχιζε την εισβολή του στο Ιράκ κάθε αναφορά στον «ανεξάρτητο» χαρακτήρα του παλαιστινιακού κράτους πρέπει να απαλειφθεί από τον «οδικό χάρτη για την Παλαιστίνη» και να αντικατασταθεί με τη φράση «κάποια χαρακτηριστικά κυριαρχίας» τα οποία, σύμφωνα με την κυβέρνησή του, δεν θα περιλαμβάνουν την εξωτερική ασφάλεια, τα σύνορα, τον εναέριο χώρο και τα υπόγεια ύδατα του νέου «κράτους»! Ακόμη, για να επιβεβαιωθεί ο απόλυτος χαρακτήρας προτεκτοράτου που προορίζει η σιωνιστική ελίτ για την παρωδία κράτους που σχεδιάζεται, το κρατίδιο αυτό δεν θα επιτραπεί να έχει δικό του στρατό, παρά μόνο μια ελαφρά οπλισμένη αστυνομική δύναμη, ενώ το Ισραήλ θα έχει δικαίωμα βέτο για τις συνθήκες που θα συνάπτει με άλλα κράτη.

Στην πραγματικότητα, το κρατίδιο αυτό προβλέπεται ν' αποτελεί ένα εκτεταμένο γκέτο (δεν αποκλείεται οι σιωνιστές να πήραν την ιδέα από τους ναζί που είχαν μαντρώσει τους Εβραίους, σε ένα ανάλογο
πολύ μικρότερο βέβαια σε έκταση εντοιχισμένο γκέτο στη Βαρσοβία) αφού, σύμφωνα με τον Σαρόν, ο πελώριος τοίχος υπό κατασκευή θα περικυκλώνει τελικά ολόκληρο το παλαιστινιακό «κράτος».[4] Σημειωτέον ότι όλες αυτές οι «παραχωρήσεις» θα γίνουν, μόνον «μετά την πλήρη κατάπαυση της βίας και της τρομοκρατίας, τον πλήρη αφοπλισμό των τρομοκρατικών οργανώσεων, των δυνατοτήτων και υποδομής τους, την ολοκληρωτική συλλογή παράνομων όπλων και την ανάδυση μιας νέας και διαφορετικής (παλαιστινιακής) ηγεσίας». Φυσικά, οι θέσεις αυτές δεν είναι μόνο του Σαρόν αλλά, όπως δείχνει η σιωπηρή αποδοχή τους, εκφράζουν το μεγαλύτερο τμήμα της σιωνιστικής ελίτ.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι επόμενοι μήνες θα κρίνουν οριστικά εάν η νέα τάξη θα επιβληθεί ολοσχερώς και στη Μέση Ανατολή, μέσα από την επιβολή ενός νέου πελατειακού καθεστώτος της υπερεθνικής ελίτ στην Παλαιστίνη
με τη σιωπηρή επιδοκιμασία των άλλων πελατειακών αραβικών καθεστώτων (Αίγυπτος, Ιορδανία κ.λπ.) και την ανοχή των νεο-αναδυόμενων ή υπό ανάδυση πελατειακών (Ιράκ, Συρία, κ.ά.) ή εάν, αντίθετα, η αντίσταση του παλαιστινιακού κινήματος, σε συνδυασμό με την πιθανή αντίσταση μέσα στο Ιράκ, θα ανατρέψει τα εγκληματικά αυτά σχέδια.

 

 


[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας» (Γόρδιος, Ιούνης 2003) κεφ. 4.

[2] J. Odeh, «Γκάρντιαν», 1/11/00, βλ. και τη θαρραλέα περιγραφή της Εβραίας δημοσιογράφου Suzanne Goldenberg. «It's gone beyond hostillity«, «Γκάρντιαν», 12/8/02.

[3] LAW bulletin, Τρίτη 18 Μαρτίου 2003.

[4] Chris McGreal, «The Guardian», 17/3/03 και 18/3/03.