Οι πολιτικές δίκες στην Ελλάδα της Νέας Τάξης
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Ελευθεροτυπία, 2003/08/09)
H ιστορική δίκη της 17Ν οδεύει προς την προκαθορισμένη κατάληξή της με τις απολογίες των κατηγορουμένων, μερικές από τις οποίες χαρακτηρίστηκαν για την πολιτική εντιμότητα με την οποία κάποιοι από τους κατηγορούμενους ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη των πράξεών τους.
Tο κύριο όμως χαρακτηριστικό της δίκης αυτής ήταν ότι όχι μόνο σφράγισε την ένταξη της ελληνικής ελίτ στη Νέα Τάξη αλλά, το κυριότερο, θεσμοποίησε τον αποκλεισμό κάθε λαϊκής συμμετοχής στη διεξαγωγή πολιτικών δικών όπως αυτή. Έτσι, η δίκη αυτή σηματοδότησε:
Την ντε φάκτο κατάργηση του πολιτικού εγκλήματος και της πολιτικής δίκης, με την υιοθέτηση των νεοταξικών προδιαγραφών που αποκλείουν το χαρακτηρισμό των εγκλημάτων κατά της καθεστηκυίας τάξης ως πολιτικών και επιβάλλουν την ταξινόμησή τους ως «τρομοκρατικών».
Την καθιέρωση ειδικής σύνθεσης του δικαστηρίου που καταργεί κάθε λαϊκή συμμετοχή σε αυτό, τη στιγμή που μια πολιτική δίκη, για να έχει οποιαδήποτε ουσιαστική νομιμοποίηση, πρέπει κατ' εξοχήν να είναι το αντικείμενο λαϊκής ετυμηγορίας.
Τον αποκλεισμό του λαϊκού στοιχείου ακόμη και σαν παρατηρητού της δίκης, μέσω του αποκλεισμού της τηλεόρασης ―σε αντίθεση με άλλες δίκες όπως αυτή του Κοσκωτά. Ο εξοστρακισμός όμως της τηλεόρασης σημαίνει τον ουσιαστικό αποκλεισμό του ίδιου του λαού, γιατί σήμερα είναι δεδομένο ότι η βασική πηγή πληροφόρησης για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία είναι η τηλεόραση και όχι οι εφημερίδες που τις αγοράζει μόνο μια μειοψηφία και οι οποίες, λόγω έλλειψης χώρου, παρουσιάζουν αναγκαστικά μόνο ένα πολλοστημόριο (που επιλέγουν οι ίδιες) των τεκταινόμενων στη δίκη. Ούτε φυσικά αποτελεί πηγή λαϊκής πληροφόρησης το Ιντερνετ, όπου δημοσιεύονται μεν τα πλήρη πρακτικά, αλλά... για το 10% του λαού που έχει πρόσβαση σε αυτό.
Τέλος, την εισαγωγή ειδικής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση της «τρομοκρατίας» ―με βάση πάλι τις προδιαγραφές της υπερεθνικής ελίτ― η οποία ήδη οδήγησε σε προανακριτικές διαδικασίες που έχουν κοινά στοιχεία με αυτές στο Γκουαντανάμο (απολογίες απουσία δικηγόρου, άγριοι ξυλοδαρμοί κ.λπ.). Και αποτελεί βέβαια αστειότητα να υποστηρίζεται από τις ανακριτικές αρχές ότι δεν συνέβησαν, για παράδειγμα, σωματικές κακοποιήσεις ―πέρα από τις απαραίτητες ψυχολογικές― όταν δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν παρόμοιες «ευγενικές» μεθόδους ανάκρισης ακόμη και εναντίον ανύποπτων Βρετανών υπηκόων (που δεν είχαν καμία σχέση με την τρομοκρατία!), με αποτέλεσμα να εξευτελίζονται σήμερα και σε διεθνές επίπεδο.
Δεδομένου όμως ότι πολλοί, ιδιαίτερα από την ελίτ, επικαλούνται τη συνέχεια της σημερινής παρωδίας «δημοκρατίας» με την κλασική αθηναϊκή δημοκρατία, θα άξιζε να δούμε πώς διεξάγονταν οι πολιτικές δίκες εκεί. Κι αυτό, διότι μολονότι η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μερική και όχι πλήρης, εφόσον όχι μόνο δεν εξασφάλιζε και την οικονομική δημοκρατία με την έννοια της ισοκατανομής της οικονομικής εξουσίας, αλλά ούτε καν ήταν πλήρης πολιτική δημοκρατία, αφού δεν είχε επεκτείνει την ιδιότητα του πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Πόλης,[1] εν τούτοις δεν είχε καμία σχέση με αυτό που περνά σήμερα για δημοκρατία στη Δύση. Έτσι, το κατ' εξοχήν γνώρισμα του πολίτου κατά τον Αριστοτέλη είναι το να δικαιούται όχι μόνο να μετέχει άμεσα στο πολιτικό γίγνεσθαι, ως μέλος της Εκκλησίας του Δήμου, αλλά και να γίνεται δικαστής.[2] Γι' αυτό και ο ίδιος ορίζει τη δημοκρατία ως το πολίτευμα όπου η εξουσία ασκείται από την Εκκλησία του Δήμου και το λαϊκό δικαστήριο, την Ηλιαία.[3] Ήταν μάλιστα ιδιαίτερα σημαντικό ότι όπως η άσκηση της πολιτικής εξουσίας απαιτούσε την απουσία «ειδικών» και η εξουσία αυτή ασκείτο από κάθε πολίτη, έτσι και η άσκηση της δικαστικής εξουσίας απαιτούσε την παντελή απουσία «ειδικών», με το σκεπτικό ότι η συμμετοχή επαγγελματιών δικαστών θα οδηγούσε τελικά στην καθοδήγηση των λαϊκών δικαστών από αυτούς, και από εκεί στην ολιγαρχία. Η κάθε απόφαση έβγαινε από ένα ορκωτό δικαστήριο όπου μετείχαν εκατοντάδες πολίτες, οι οποίοι εκλέγονταν από το σώμα των Ηλιαστών, των λαϊκών δικαστών. Έτσι, στην αρχή του χρόνου εκλέγονταν με κλήρο 6.000 εθελοντές πολίτες από το σύνολο των πολιτών (που ικανοποιούσαν κάποιες προϋποθέσεις ηλικίας κ.λπ.) για να παίξουν το ρόλο των λαϊκών δικαστών. Φυσικά, η έλλειψη οικονομικής δημοκρατίας σήμαινε ότι οι ταξικές διακρίσεις ως προς το ποιοι δήλωναν εθελοντές για δικαστές ήταν πιθανές. Οι δικαστές αυτοί έδιναν τον Ηλιαστικό Όρκο στο λόφο του Αρδηττού ότι θα κρίνουν με βάση τους νόμους που είχε ψηφίσει η Εκκλησία του Δήμου ή κατά συνείδηση, εάν δεν υπήρχαν σχετικοί νόμοι. Από το σώμα των Ηλιαστών κατόπιν εκλέγονταν, την ίδια μέρα της δίκης για να μην είναι αντικείμενο επηρεασμού, οι εκατοντάδες ένορκοι για κάθε ξεχωριστή δίκη. Στη δίκη δεν υπήρχε εισαγγελέας εκπροσωπών το κράτος (η έννοια του κράτους άλλωστε δεν είχε νόημα αφού, αντίθετα με σήμερα, δεν υπήρχε διάκριση κοινωνίας και κράτους) και την κατηγορία ασκούσε οποιοσδήποτε πολίτης, είτε για λογαριασμό του είτε για λογαριασμό του δημόσιου συμφέροντος. Ούτε όμως υπήρχε και πολιτική αγωγή ή δικηγόροι και αποτελούσε μάλιστα τιμωρητέα παράβαση να πληρώσεις κάποιον να παραστεί ως συνήγορος (ο όρος «συνήγορος» βγήκε από τον άμισθο φίλο ή συγγενή που μιλούσε για λογαριασμό του κατηγορουμένου).[4] Δεν ήταν βέβαια περίεργο ότι οι πολιτικές δίκες, δηλαδή οι δίκες που δεν αφορούσαν ιδιώτες αλλά εγκλήματα κατά της ίδιας της Πόλης, αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα των υποθέσεων της Ηλιαίας.[5]
Η αντιπαράθεση αυτή του τρόπου διεξαγωγής πολιτικών δικών στη δημοκρατική Αθήνα και στη νεοταξική σημερινή Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία για τη νομιμοποίηση της δίκης της 17Ν.[6] Η άρνηση από τους κατηγορούμενους ν' αναγνωρίσουν το δικαστήριο βασίστηκε στο ότι το δικαστήριο δικάζει με βάση αξίες που δεν έχουν σχέση με τις αξίες της Αριστεράς και επιβάλλει ένα δίκαιο της ανισότητας (Κουφοντίνας). Πράγμα που προκάλεσε την αναμενόμενη εισαγγελική ερώτηση: «Ποιος είστε εσείς που μπορείτε και έχετε αξιολόγηση ορθοτέρα από το νομοθέτη τον ποινικό, ο οποίος εκφράζει τη βούληση του λαού;». Η εισαγγελική αρχή και το δικαστήριο βέβαια «ξέχασαν» ν' αναφέρουν ότι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο. Με ποια έννοια ένα δικαστήριο σαν αυτό που δικάζει τη 17Ν εκφράζει τη βούληση του λαού; Το εξέλεξε ο λαός; Ή μήπως μετέχει ο ίδιος ο λαός σε αυτό, όπως συνέβαινε στην Ηλιαία; Και με τι θράσος γίνεται αυτή η ερώτηση όταν ο λαός ούτε να παρακολουθήσει τη δίκη δεν είχε τη δυνατότητα; Τέλος, όσον αφορά το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο, ποιος λαός ρωτήθηκε; Έγιναν μήπως λαϊκές συνελεύσεις όπου συζητήθηκαν και εγκρίθηκαν ο τρομονόμος και οι συναφείς νόμοι; Ή μήπως το δίκαιο που εφαρμόζει το δικαστήριο εγκρίθηκε από μια πολιτική ελίτ με βάση τις προδιαγραφές της υπερεθνικής;
Συμπέρασμα: Η νομιμοποίηση πολιτικών δικών όπως αυτή της 17Ν μπορεί να προέλθει μόνο από δικαστήρια στα οποία μετέχει ο ίδιος ο λαός, που εφαρμόζουν νόμους οι οποίοι εγκρίθηκαν σε λαϊκές συνελεύσεις, όπως η Εκκλησία του Δήμου, και επομένως εκφράζουν τις αξίες της δημοκρατικής πλειοψηφίας και όχι μιας ολιγαρχίας ―όπως σήμερα. Η αθηναϊκή δημοκρατία δείχνει σαφώς το δρόμο.
[1] Βλ. για παραπέρα ανάλυση, Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999) κεφ. 5.
[2] Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1275 b, 20-24.