Ο Κέρι και η Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2004/10/30) 

 

Σε λίγες μέρες θα έχει κριθεί το αποτέλεσμα των δήθεν κρίσιμων και υποτιθέμενα δημοκρατικών εκλογών στις ΗΠΑ. Στη πραγματικότητα, όμως, οι εκλογές αυτές ούτε κρίσιμες είναι, ούτε δημοκρατικές με οποιαδήποτε έννοια του όρου. Δεν είναι κρίσιμες, διότι καμία σημαντική αλλαγή δεν πρόκειται να γίνει στην εξωτερική η εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ όποιο κόμμα και αν τελικά επικρατήσει. Και δεν είναι δημοκρατικές, διότι το εκλογικό αποτέλεσμα είναι πάντοτε–ιδιαίτερα στις ΗΠΑ-- το αποτέλεσμα της χειραγώγησης της κοινής γνώμης από τις ελίτ και των ΜΜΕ που αυτές ελέγχουν, ενώ το μισό σχεδόν εκλογικό σώμα κατά κανόνα δεν μετέχει καν σε αυτές, ακριβώς διότι τα κατώτερα κυρίως στρώματα δεν βλέπουν καμία σημαντική αλλαγή στη ζωή τους από την εκλογική διαδικασία. Εκείνο λοιπόν που είναι ενδιαφέρον σε σχέση με τις εκλογές αυτές δεν είναι το πιθανό αποτέλεσμα τους αλλά η στάση της Αμερικανικής και γενικότερα της ρεφορμιστικής Αριστεράς απέναντι τους.

 

Αρχικά, όμως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν περιλαμβάνω στην Αριστερά αυτή τους ανανήψαντες (τ. Μαρξιστές κ.α.) θιασώτες της Νέας Τάξης, οι οποίοι στάθηκαν σταθεροί υποστηρικτές κάθε πόλεμου που κήρυξε η υπερεθνική ελίτ τα τελευταία 15 περίπου χρόνια (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν και σημερινή κατοχή του Ιράκ).  Επομένως δεν περιλαμβάνω αναλυτές όπως οι Christopher Hitchens (τέως Τροτσκιστής!), Paul Berman, Michael Ignatieff, Mitchell Cohen editor του Dissent), Todd Gitlin, Michael Walzer κ.α. οι οποίοι ουσιαστικά λειτούργησαν ως απολογητές του συστήματος και, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 11/9, δεν έχασαν καμία ευκαιρία για να υποστηρίξουν όλη την προπαγάνδα της υπερεθνικής ελίτ --την οποία σήμερα η ίδια εν μέρει απορρίπτει! (Βλ. σχετικά το οξυδερκές άρθρο των Stephen Eric Brοnner & Kurt Jacobsen «Dubya's Fellow Travelers: Left Intellectuals and Mr. Bush's War», Logos, Φθινόπωρο. 2004).

 

Αντίθετα, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα η στάση της ρεφορμιστικής Αμερικανικής Αριστεράς (η οποία μάλιστα αποτελεί τον στόχο πολλών από τους παραπάνω ανανήψαντες  απολογητές της Νέας Τάξης) που περιλαμβάνει αναλυτές όπως οι Νόαμ Τσόμσκι και ο συνεργάτης του Μάικλ Άλμπερτ,  η Naomi Klein, ο Ταρίκ Αλί κ.α οι οποίοι εντάχθηκαν στην νέα τάση της Αμερικανικής Αριστεράς «οποιονδήποτε, πλην του Μπούς». Η βασική θέση της νέας αυτής τάσης, όπως φανερώνει και το όνομα της, είναι η άμεση η έμμεση υποστήριξη της υποψηφιότητας του δημοκρατικού υποψήφιου Τζόν Κέρι, και η παράλληλη αποδοκιμασία της υποψηφιότητας του ανεξάρτητου Ράλφ Νέιντερ. Οι περισσότεροι από τους υποστηρικτές της νέας τάσης δεν διαφωνούν βέβαια με την άποψη ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο κομμάτων εξουσίας. 

 

Έτσι, στην εσωτερική πολιτική, τα περιθώρια για σημαντικές διαφοροποιήσεις είναι ανύπαρκτα στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης την οποία κανένα από τα δυο κόμματα δεν αμφισβητεί, υποστηρίζοντας τις ανοικτές και ελεύθερες αγορές και ο,τι αυτές συνεπάγονται: χαμηλά (αναλογικά) φορολογικά βάρη για τα εύπορα στρώματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις ως κίνητρο για απομιεύσεις/επενδύσεις, ελαχιστοποίηση του κοινωνικού ρόλου του δημόσιου τομέα στην παροχή βασικών κοινωνικών υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικών επιδομάτων στους άνεργους—με κάποιες οριακές αυξήσεις που υπόσχονται οι Δημοκρατικοί-- και, γενικότερα, άμεση η έμμεση ενίσχυση της πελώριας και συνεχώς διογκούμενης ανισότητας. Η συνέπεια των πολιτικών αυτών είναι ότι  η πιο «ελεύθερη χώρα του κόσμου» (κατά τους Τσόμσκι και Άλμπερτ-- βλ  Άλμπερτ, «Ε», 22/10/04), χαρακτηρίζεται και από την μεγαλύτερη οικονομική ανισότητα μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, καταδικάζοντας 100 εκ Αμερικανών (από τους οποίους 36 εκ ζουν κάτω από την επίσημη γραμμή της φτώχειας) να έχουν ίδιο εισόδημα με αυτό των 2,6 εκ πλουσιότερων που κατέχουν και το 40% του συνολικού πλούτου της χώρας! (βλ «What John Kerry Won't Say about the "Two Americas" του Charles Noble, Logos, ο.π.) 

 

Στην  εξωτερική πολιτική, οι διαφορές είναι σχεδόν μηδαμινές και περιορίζονται στο αν θα συνεχιστεί η σημερινή ηγεμονική πολιτική (Μπους) η εάν θα υιοθετηθεί μια «πολυμερής» εξωτερική πολιτική όπου όλα τα τμήματα της υπερεθνικής ελίτ θα συμμετέχουν στις κρίσιμες αποφάσεις για τις στρατιωτικές επεμβάσεις σε ξένες χώρες (Κέρι). Όμως, η υιοθέτηση πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται απόλυτα από το κατά πόσο η Αμερικανική οικονομική ελίτ θα ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει σημαντικό τμήμα της λείας από τις επεμβάσεις αυτές στα άλλα μέλη της υπερεθνικής ελίτ—πράγμα που προκάλεσε και το σχίσμα όσον αφορά την εισβολή στο Ιράκ. Αντίστοιχα, τα δυο κόμματα βρίσκονται σε αγαστή σύμπνοια όσον αφορά την ενθουσιώδη υποστήριξη των Σιωνιστικών θέσεων στη Παλαιστίνη (αποκλεισμός δικαιώματος επιστροφής των εξόριστων Παλαιστίνιων, στήριξη των εποικισμών στην Δυτική Όχθη όπου ζει η συντριπτική πλειοψηφία των εποίκων και –συνακόλουθα—υιοθέτηση κάποιου σχεδίου δημιουργίας Παλαιστινιακών Μπαντουστάν, ανελέητος πόλεμος κατά των αντιστασιακών οργανώσεων που χαρακτηρίζονται «τρομοκρατικές», εξοστρακισμός Αραφάτ κλπ).

 

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι πιο «προχωρημένοι» στην τάση αυτή υποστηρίζουν τον Κέρι όχι με βάση το αστήρικτο επιχείρημα του Τσόμσκι ότι στο θέμα των προεδρικών εκλογών ακόμη και «μικρές διαφορές μπορεί να μεταφραστούν σε σημαντικά αποτελέσματα» (Γκάρντιαν 20/3/04), αλλά  με βάση το επιχείρημα ότι η εκλογή του θα βοηθούσε ν’ ανεβάσει το επίπεδο συζήτησης στην Αριστερά πέρα από τον δήθεν φονταμενταλισμό και την διανοητική ανεπάρκεια του Μπούς (βλ. Νaomi Klein, Γκάρντιαν 3/7/04). Όμως, το επιχείρημα αυτό παραβλέπει τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους η Αριστερά στην Αμερική είναι αμελητέα, οι οποίοι σχετίζονται με το γενικότερο κλίμα του κτητικού ατομικισμού (που αποτελεί θεμελιακό στοιχείο του «Αμερικανικού Ονείρου») ο οποίος ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στη σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση, καθώς και της σημερινής κυριαρχίας σκοταδιστικών θρησκευτικών αντιλήψεων (42% των Αμερικανών δηλώνουν ξαναγεννημένοι Χριστιανοί και ψηφίζουν βασικά Μπούς). Η συνέπεια είναι το παράδοξο ότι, παρά το γεγονός ότι η ανισότητα κάθε μέρα διογκώνεται στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η κοινωνία γίνεται ακόμη συντηρητικότερη. Για το γεγονός όμως αυτό φέρει πολύ μεγάλο μέρος της ευθύνης η ρεφορμιστική Αριστερά η οποία, αντί να χτυπήσει τις συστημικές αιτίες της συντηρητικοποίησης-- βοηθώντας στη ριζοσπαστικοποίηση των κατώτερων στρωμάτων που κυρίως υφίστανται τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης-- παίζει και αυτή το παιχνίδι του συστήματος μετέχοντας στο δικομματικό παιχνίδι της εξουσίας για την εναλλαγή προσωπικού στη διαχείριση της…