Η σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση και η Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

(Ελευθεροτυπία, 2004/2/21) 

 

Στα προηγούμενα δυο άρθρα είδαμε πως διαμορφώνεται το εκλογικό τοπίο στα κόμματα εξουσίας, με την πλήρη Αμερικανοποίηση αυτού που περνά για «πολιτική», η οποία συνεπάγεται την εναλλαγή στην εξουσία δυο κομμάτων με οριακές προγραμματικές διαφορές. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σήμερα ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι συνωστίζονται με στελέχη της ρεφορμιστικής Αριστεράς στο τέως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δικαιώνοντας τον τίτλο που εισήγαγα πριν πολλά χρόνια για τους ‘σοσιαλφιλελεύθερους’. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται για κάποια ‘προδοσία’ όλων αυτων, οι οποίοι απλώς αποτελούν φορείς της σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης που είναι κυρίαρχη στην Ευρώπη, σε αντίθεση με την καθαρή νεοφιλελεύθερη συναίνεση που είναι κυρίαρχη βασικά στις ΗΠΑ. Οι διαφορές μεταξύ των δυο συναινέσεων είναι θέμα βαθμού και έμφασης αλλα όχι ουσίας, η οποία προσδιορίζεται από τα εξής θεμελιακά στοιχεία: ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και ‘ελαστικές’ αγορές εργασίας (δηλαδή ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές που έρχονται σε αντίθεση με την ιδιωτική πρωτοβουλία), στατιστική μείωση της μαζικής ανεργίας με τη δημιουργία ενός στρατού μερικώς απασχολούμενων και υποαπασχολούμενων, δραστική μείωση των φόρων για τα προνομιούχα στρώματα και συνακόλουθο ξήλωμα του κράτους πρόνοιας που αντικαθίσταται με ‘ασφαλιστικά δίκτυα’ για τους άπορους, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και συνακόλουθη ελαχιστοποίηση του δημόσιου τομέα στην οικονομία.

Η σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση είναι μονόδρομος στην σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία έχει οδηγήσει στην ολοκληρωτική αδυναμία του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της αγοράς για να αντιμετωπίσει τα θεμελιακά προβλήματα της μαζικής ανεργίας, φτώχειας, αυξανόμενης συγκέντρωσης του εισοδήματος και πλούτου, καθώς και την συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι ότι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που υφίστανται κυρίως τις συνέπειες εχουν οδηγηθεί στη μαζική πολιτική απάθεια και κυνισμό, με παράπλευρη απώλεια την συνεχή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και την καταφυγή των κομμάτων εξουσίας σε επικοινωνιακά τρυκ, όπως η συμμετοχική ‘δημοκρατία’. Όμως, πέρα από τα επικοινωνιακά κόλπα των κομμάτων εξουσίας τι είναι αυτό που ωθεί το 60% περίπου του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα (αν αφαιρέσουμε την αποχή/λευκά/άκυρα) να ψηφίζει τα κόμματα εξουσίας; Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση βρίσκεται στην έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης, πράγμα που μας φέρνει στον κρίσιμο ρολο της Αριστεράς και τις ιστορικές τάσεις που ανέκυψαν μέσα σε αυτή, από τον καιρό της διάσπασης της Πρώτης Διεθνούς στον 19ο αιώνα.

Η πρώτη τάση είναι αυτή της κρατικιστικής Αριστεράς, η οποία, από τον καιρό του Μαρξ, αποτελείται από εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που βλέπει την κοινωνική αλλαγή μέσα από τον λαϊκό αγωνα με επικεφαλής μια πρωτοπορία που επιδιώκει την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας με απώτερο στόχο την συστημικη αλλαγή. Η τάση αυτή, μετά την κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ σοσιαλισμού, περνά μια βαθιά κρίση, σύμπτωμα της οποίας είναι ότι μεγάλα τμήματα της Αριστεράς εχουν εγκαταλείψει στην ουσία το όραμα της συστημικης αλλαγής και εχουν υιοθετήσει τον ρεφορμισμό, δηλαδή την ενσωμάτωση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’) και τους επιμέρους θεσμούς του (πχ την ΕΕ, ως δηθεν ‘προοδευτικό’ καπιταλισμό απέναντι στον Αγγλοσαξονικό) με στόχο κάποιες αλλαγές «από τα μέσα» που θα οδηγήσουν στον «εκδημοκρατισμό» και σε «έναν άλλο εφικτό κόσμο», δηλ. σε μια βελτιωμένη έκδοση της οικονομίας της αγοράς! Αυτή είναι η περίπτωση για παράδειγμα του ΣΥΝ αλλα και μερικών εξωκοινοβουλευτικών σχημάτων της κρατικιστικης Αριστεράς που ονειρεύονται αλλαγές Κευνσιανου τύπου στην οικονομία. Η θεωρητική βάση των σχημάτων αυτων της ρεφορμιστικής κρατικιστικης Αριστεράς είναι η ανιστόρητη και θεωρητικά αβάσιμη και ατεκμηρίωτη άποψη ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι μονόδρομος αλλα απλώς θέμα πολιτικής επιλογής-- πράγμα που συνεπάγεται ότι ένα πεφωτισμένο κράτος θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τα θετικά στοιχεία της παγκοσμιοποίησης και ν αποβάλλει τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά της (βλ., πρόσφατο παράδειγμα, Παγκοσμιοποίηση του Νίκου Κοτζιά που επιβραβεύθηκε και με θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ!). Από την άλλη μεριά, υπάρχει η αντισυστημικη κρατικιστικη Αριστερά που αποτελείται από κόμματα και οργανωσεις που απορρίπτουν, όχι παντα με συνέπεια, τον ρεφορμισμό και την ένταξη στους υπάρχοντες θεσμούς.

Η δεύτερη τάση που προέκυψε ιστορικά είναι η ελευθεριακη Αριστερά, η οποία, από το καιρό του Μπακουνιν, αποτελείται από εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που βλέπει τη κοινωνική αλλαγή μέσα από τον αγωνα «από τα κάτω», ο οποίος στοχεύει στην κατάλυση της κρατικής εξουσίας και στην αυτοδιευθυνση. Η τάση αυτή, παρά το γεγονός ότι δικαιώθηκε ιστορικά όταν η κατάκτηση της εξουσίας από την κρατικιστικη Αριστερά είχε την ολοκληρωτική κατάληξη που είχε προβλέψει ο Μπακουνιν, δεν κατάφερε, ούτε σε διεθνές επίπεδο ούτε φυσικά στην Ελλάδα, να ξεπεράσει τα δικά της προβλήματα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για συστημικη αλλαγή. Η κατάρρευση του αναρχοσυνδικαλισμου, που συνόδευσε την συνακόλουθη κρίση του εργατικού κινήματος το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την σημερινή κρίση και της τάσης αυτής, ως συνέπεια της αδυναμίας της να συμβάλει στο κτίσιμο ενός προγραμματικού κινήματος με τη δική του συγκεκριμένη ανάλυση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης, μακροπρόθεσμους στόχους και στρατηγική.

Κατά τη γνώμη μου, η μόνη διέξοδος από την σημερινή πολυδιάστατη κρίση είναι η δημιουργία ενός παρόμοιου μαζικού κινήματος με σαφή καθολικό στόχο την συστημική αλλαγή και την παράλληλη αλλαγή στα συστήματα αξιών μας. Το κίνημα αυτό πρέπει ν αποτελέσει μια νέα ‘επιτιθέμενη’ Αριστερά στην οποία η δράση δεν θα περιορίζεται, όπως στη περίπτωση της παραδοσιακής αμυντικής Αριστεράς, στην υπεράσπιση των λαϊκών κατακτήσεων από τις εντεινόμενες επιθέσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλα θα προχωρήσει, με δημοκρατικές διαδικασίες, στη δημιουργία νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών από τα κάτω, αρχίζοντας από τις τοπικές κοινωνίες (βλ σχετικά το τ. 6 του περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία). Με δεδομένη όμως την έλλειψη παρομοίου κινήματος, η πραγματική επιλογή σήμερα για τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα είναι μεταξύ της υποστήριξης των αντισυστημικων δυνάμεων μέσα στην Αριστερά και της «Αργεντινεζικης» ψήφου, δηλαδή της αναγραφής στο ψηφοδέλτιο ενός συνθήματος ανάλογου με αυτό που έριξαν εκατομμύρια Αργεντινεζοι στις εκλογές του 2001, εκφράζοντας ταυτόχρονα την γνώμη τους για τους επαγγελματίες πολιτικούς και το αίτημα για μια πραγματική δημοκρατική αυτοδιεύθυνση: “que se vayan todos” (‘να φύγουν όλοι)!