Σισύφειες Εκλογές
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Ελευθεροτυπία, 2004/4/03)
Οι εκλογές, στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, έχουν πάρει παντού στη δύση-- και τωρα και στην Ελλάδα-- τον χαρακτήρα μιας Σισύφειας προσπάθειας εκείνου του τμήματος του λαού που ακομη μετέχει σε αυτές και δεν ψηφίζει «με τα πόδια», δηλ. απέχοντας η ρίχνοντας λευκό. Δεδομένου ότι οι πολιτικές που εφαρμόζουν τα κόμματα εξουσίας, είτε λέγονται Δημοκρατικά, Σοσιαλδημοκρατικά ή «αριστερά» είτε λέγονται Ρεπουμπλικανικά, Συντηρητικά η «δεξιά» είναι παραλλαγές του ίδιου θέματος, η λαϊκή αγανάκτηση από τις πολιτικές αυτές, που έχουν παντού τα ίδια αίτια και συνακόλουθα τα ίδια αποτελέσματα, διοχετεύεται από το ένα κόμμα εξουσίας στο άλλο, χωρίς βέβαια αυτό να συνεπιφέρει οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή σε σχέση με τη πολυδιάστατη κρίση που αντιμετωπίζουμε (οικονομική, κοινωνική, πολιτική και οικολογική). Και αυτό, διότι σήμερα δεν είναι δυνατές ακόμη και οι απλές βελτιώσεις του θεσμικού πλαισίου (εκτός αν είναι ασήμαντες) για χάρη της προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος, πχ ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου για να μειωθεί η πελώρια και συνεχώς διογκούμενη ανισότητα, επέμβαση του δημόσιου τομέα με στόχο τη πλήρη απασχόληση, την ασφάλεια στη δουλειά, την αντιστροφή της οικολογικής κρίσης κλπ. Παρόμοιοι σημαντικοί κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στην οικονομία της αγοράς δεν είναι πια εφικτοί, σε καθεστώς ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, όχι μόνο στο εθνικό επίπεδο αλλά ακόμη και στο επίπεδο οικονομικών μπλοκ όπως η ΕΕ. Παρά τις απατηλές υποσχέσεις των κομμάτων εξουσίας, οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές επιβάλλουν ένα ανελέητο αγωνα για την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ‘αποτελεσματικότητα’, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στην εργασία και το περιβάλλον.Τα πορίσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν και από τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών, όπου η εναλλαγή των κομμάτων εξουσίας δεν πρόκειται βέβαια να σημάνει καμία σημαντική αλλαγή πολιτικής, εφοσον η πολιτική αυτή είναι προκαθορισμένη, τόσο από το προαναφερθέν γενικό θεσμικό πλαίσιο, όσο και από το ειδικό θεσμικό Κοινοτικό πλαίσιο το οποίο δεσμεύει όλα τα κόμματα εξουσίας. Ούτε βέβαια τα αποτελέσματα αυτά θέτουν θέμα «συντηρητικής στροφής» του εκλογικού σώματος, όπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά—ερώτημα, που δεν έχει κανένα νόημα όταν είναι δεδομένο ότι η εναλλαγή μεταξύ των κομμάτων εξουσίας δεν μπορει να έχει οποιαδήποτε σημαντική συνέπεια στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Αυτό μπορει να δειχτεί τόσο θεωρητικά όσο και με βάση την εμπειρία του τελευταίου τέταρτου αιώνα. Η επιλογή επομένως μεταξύ κομμάτων εξουσίας, στην οποία τελευταία καταφεύγουν ακομη και αυτό-χαρακτηριζόμενοι ελευθεριακοι (βλ πχ Τσόμσκι, ‘Ε’ 24/03/2004) είναι όχι μόνο ανούσια αλλα και παραπλανητική, διότι ενισχύει την Σισύφεια προσπάθεια των λαϊκών στρωμάτων να επιφέρουν σημαντικές αλλαγές μέσω των εκλογών.
Εάν όμως η μετακίνηση από το ένα κόμμα εξουσίας στο άλλο είναι εύκολα ερμηνεύσιμη, ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου λόγω του ακόμη πελατειακού χαρακτήρα του συστήματος η μετακίνηση αυτή, με βάση την «παράσταση νίκης», εκφράζει είτε καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους (προνομιούχα στρώματα) είτε λόγους ακόμη και επιβίωσης (κατώτερα στρώματα), δεν είναι παρόμοια ευεξήγητο το ίδιο το φαινόμενο του εγκλωβισμού της μεγάλης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος στα κόμματα εξουσίας. Κατά τη γνώμη μου, η μόνη δυνατή εξήγηση για το φαινόμενο αυτό είναι η απουσία συγκεκριμένης εναλλακτικής συστημικής λύσης, και αντίστοιχης στρατηγικής για την επίτευξη της, που χαρακτηριζει την παραδοσιακή Αριστερά. Δύο σημαντικές ενδείξεις ενισχύουν την άποψη αυτή.
Η πρώτη ένδειξη αναφέρεται στο γεγονός ότι τα ποσοστά αποχής στη δύση εχουν φθάσει σε εκρηκτικά ύψη που ανησυχούν τις ελίτ όταν βλέπουν, για παράδειγμα, ότι σε μια χώρα πρωτοπόρα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία όπως η Βρετανία το μισό σχεδόν του εκλογικού σώματος δεν παίρνει πια μέρος στην εκλογική διαδικασία. Ακόμη και στην Ελλάδα, όπου η ψήφος είναι ακόμη (έστω τυπικά) υποχρεωτική, το ποσοστό αποχής/λευκού- άκυρου, που αμέσως μετά τη μεταπολίτευση ήταν 20% του εκλογικού σώματος (1977), έχει ξεπεράσει στις τελευταίες τρεις βουλευτικές εκλογές το 25% του εκλογικού σώματος, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 25% από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, και επαληθεύοντας έρευνες όπως αυτές του ΕΚΚΕ για την απαξίωση αυτού που περνά για πολιτική σήμερα από το εκλογικό σώμα.
Η δεύτερη ένδειξη αναφέρεται στο διπλό γεγονός της ενίσχυσης των κομμάτων που υποστηρίζουν αντισυστημικες απόψεις για την ΕΕ (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ κλπ) τα οποία παρουσιάζουν συνεχή ανοδική πορεία, και της αντίστοιχης έμμεσης ή άμεσης αποδοκιμασίας των Ευρωπαϊστών-εκσυγχρονιστών (δηλ των σοσιαλφιλελευθερων) της Αριστεράς. Έτσι, όσοι μεν από τους σοσιαλφιλελεύθερους της Αριστεράς μεταπήδησαν στο ΠΑΣΟΚ με την ελπίδα υπουργοποίησης εξελέγησαν μόνον ελέω λίστας, μην τολμώντας να εκτεθούν σε σταυροφορία. Αντίστοιχα, όσοι σοσιαλφιλελεύθεροι παρέμειναν για παράδειγμα στον ΣΥΝ δεν κατάφεραν να βγουν ούτε βουλευτές, παρά τη σχετική μαζική προβολή που απολάμβαναν από τα ΜΜΕ λόγω των φιλοκαθεστωτικών θέσεων τους.
Υπάρχει όμως και ένα σημείο όπου τα δυο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, πράγμα που σημαίνει ότι η ήττα του «προοδευτικού» ΠΑΣΟΚ μπορει να έχει αξιόλογες συνέπειες στη δυναμική του λαϊκού κινήματος. Το σημείο αυτό αφορά τη διαφορά όσον αφορά το πολιτικό προσωπείο του κάθε κόμματος. Το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ελέγχοντας μεγάλο τμήμα των συνδικάτων και της λαϊκής βάσης γενικότερα, μπορούσε και εγκλώβιζε τα λαϊκά στρώματα στις επιλογές των ελίτ ευκολότερα από ότι θα μπορει η ΝΔ. Με δεδομένο λοιπόν ότι η περίοδος των παχιών αγελάδων εξαντλείται με το τέλος των Ολυμπιακών και τη σταδιακή εξάλειψη των Κοινοτικών επιχορηγήσεων (που είχαν ουσιαστικό στόχο την συγκάλυψη της παράλληλης αποδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής που έφερε η ένταξη), οι δυσάρεστες συνέπειες της ενσωμάτωσης στην ΕΕ θα γίνουν πολύ αισθητές τα επόμενα χρόνια. Από τη σκοπιά αυτή, με τις αντιθέσεις να οξύνονται και τον ρολο των κομμάτων εξουσίας να γίνεται κάθε μέρα φανερότερος, βελτιώνονται σημαντικά οι δυνατότητες για την ανάπτυξη ενός πραγματικού αντισυστημικου κινήματος που θα έθετε τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας νέας έννοιας της πολιτικής και της δημοκρατίας, πέρα από τα φληναφήματα περί συμμετοχικής ‘δημοκρατίας’. Πράγμα που θ αποτελούσε και τη μόνη διέξοδο, μακροπρόθεσμα, από τις Σισύφειες εκλογές...