Ελευθεροτυπία, (24 Ιουλίου 2004)
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2004/7_24.htm
Το Κύπελλο και η «ισχυρή Ελλάδα»
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Οι έξαλλοι πανηγυρισμοί για την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου έδωσαν την ευκαιρία για την ανάπτυξη ποικίλων ερμηνειών όσον αφορά τη σημασία του γεγονότος. Το γεγονός καθαυτό δεν θα έπαιρνε καμία ιδιαίτερη πολιτική σημασία, εάν ο αντίκτυπός του περιοριζόταν στην αθλητική του διάσταση. Ένα τόσο σημαντικό αθλητικό γεγονός άλλωστε θα δικαιολογούσε κάθε σχετικό πανηγυρισμό των φιλάθλων. Δεδομένου όμως ότι δεν επρόκειτο για νίκη οποιασδήποτε αθλητικής ομάδας αλλά της Εθνικής, δεν ήταν περίεργη η πρόσδοση πολιτικής σημασίας στο γεγονός. Και αυτό δεν έγινε μόνο, όπως ήταν αναμενόμενο, από την πολιτική και εκκλησιαστική ελίτ, καθώς και τη συνοδοιπορούσα ρεφορμιστική Αριστερά, που είδαν μια μοναδική ευκαιρία πολιτικής εκμετάλλευσης. Έγινε και από ευρέα λαϊκά στρώματα, σε μια υποσυνείδητη συνήθως προσπάθεια ν' αντισταθούν στον πολιτιστικό οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης, έστω και αν καταλήγουν να τονίζουν την «εθνική ιδιαιτερότητα» μέσα από φολκλορικά στοιχεία ή, στην προκειμένη περίπτωση, αθλητικές νίκες.
Η πρόσδοση εθνικιστικού χαρακτήρα στις εκδηλώσεις έγινε, επομένως, αναπόφευκτη. Εντούτοις, κάποιοι βρήκαν ότι ο κατακλυσμός των δρόμων με το εθνικό σύμβολο δεν είχε κανένα χαρακτήρα εθνικιστικού ξεσπάσματος, διότι υπήρχαν και χιλιάδες ξένοι που πανηγύριζαν αγκαλιά με τους Ελληνες.[1] Το επιχείρημα όμως αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι οι μετανάστες, για παράδειγμα, είχαν κάθε κίνητρο ν’ αγκαλιάσουν την ελληνική σημαία για να «νομιμοποιηθούν» κοινωνικά (γνωστά τα επεισόδια με τους Αλβανούς σημαιοφόρους). Η ίδια επιχειρηματολογία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι έξαλλοι πανηγυρισμοί δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας χειραγώγησης από την άρχουσα τάξη, εφόσον «καμιά άρχουσα τάξη δεν θέλει τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στους δρόμους». Όμως, κανένας δεν ισχυρίζεται ότι οι αυθόρμητες εκδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ήταν χειραγωγημένες, παρ' όλο που τα ΜΜΕ καλλιέργησαν με κάθε τρόπο την υστερία. Αλλά οι άρχουσες τάξεις, από τους ρωμαϊκούς χρόνους μέχρι σήμερα, πάντα ενίσχυαν με κάθε τρόπο κάθε ανώδυνη γι’ αυτές μαζική εκδήλωση (είτε αυθόρμητη είτε οργανωμένη από τις ίδιες), ξέροντας πολύ καλά να ξεχωρίζουν τις μαζικές εκδηλώσεις με βάση το περιεχόμενό τους.
Παράλληλα, κάποιοι απολογητές της σοσιαλφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης βρήκαν την ευκαιρία να επικαλεστούν την ποδοσφαιρική νίκη για να υπερασπιστούν τον μύθο της «ισχυρής» Ελλάδας. Έτσι, υποστηρίζεται ότι, παρά τα προβλήματά της, «η Ελλάδα δεν είναι πια αυτή που ήταν... εδώ και χρόνια ανήκει στις 20-25 ισχυρότερες και πλουσιότερες χώρες του κόσμου».[2] Δεν χρειάζεται, βέβαια, ν' ασχοληθεί κανείς σοβαρά με το κατά πόσον η αθλητική επίδοση μιας χώρας έχει οποιαδήποτε σχέση με τη θέση της στην παγκόσμια ιεραρχία (βλ. και Βραζιλία!), ούτε με τη δήθεν ισχυρή Ελλάδα στο πολιτικό επίπεδο. Δεδομένου, λοιπόν, ότι παρόμοια επιχειρήματα μόνον ως ανέκδοτα μπορούν να εκληφθούν, θα περιοριστώ στους επίσημους οικονομικούς δείκτες, που κάθε άλλο παρά δικαιώνουν τον μύθο αυτό.
Ο μύθος της ισχυρής Ελλάδας μέχρι τώρα βασιζόταν στη συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την ΟΝΕ. Η διεύρυνση όμως της Ε.Ε. με την ένταξη της ευρωπαϊκής περιφέρειας έδειξε το αβάσιμο του επιχειρήματος αυτού. Αν προσπεράσουμε τον βασικά άσχετο δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ, ο μύθος αυτός επικαλείται συνήθως την κατάταξη της χώρας με βάση το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα. Όμως, έχει δειχτεί από καιρό στη βιβλιογραφία ότι το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας δεν μπορεί να κριθεί με βάση έναν χοντροκομμένο μέσο δείκτη, αλλά από τη συνεκτίμηση πολλών δεικτών, που φανερώνουν την ποιότητα ανάπτυξης, με βάση τον βαθμό ανισομέρειας στην ανάπτυξη, το είδος παραγωγικής δομής, τις παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ανάπτυξης κ.λπ. Ας δούμε μερικούς από τους δείκτες αυτούς με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.[3]
Ενδεικτικοί για την ανισομέρεια ανάπτυξης είναι οι δείκτες για την παραγωγικότητα, την παραγωγική δομή και το ισοζύγιο πληρωμών. Όλοι αυτοί οι δείκτες δείχνουν ότι πιάνουμε πάτο στην Ε.Ε. των 15. Έτσι, η αγροτική παραγωγικότητα, η οποία ανέκαθεν ήταν πολύ χαμηλή και αποτελούσε βασική αιτία της μεγάλης ανισομέρειας,[4] είναι σχεδόν το ένα τρίτο της μέσης ευρωπαϊκής αγροτικής παραγωγικότητας (Πίν. 3.3). Αντίστοιχα, η παραγωγικότητα εργασίας στη μεταποίηση είναι σχεδόν η μισή της ευρωπαϊκής (Πίν. 2.5). Η χαμηλή παραγωγικότητα στον αγροτικό και μεταποιητικό τομέα, σε συνδυασμό με τη μικρή προστιθέμενη αξία στους τομείς αυτούς (που στον μεταποιητικό κλάδο ακόμη συγκεντρώνεται στα προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας) έχει συνέπεια ότι η αναλογία των εξαγωγών μεταποιητικών προσόντων είναι η χαμηλότερη στην Ε.Ε. (50% έναντι μ.ο. 82%) (Πίν. 4.5). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις διογκούμενες με την ένταξη εισαγωγές, έχει συνέπεια ότι το χρόνιο πρόβλημα στο ισοζύγιο πληρωμών χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο μετά την είσοδό μας στην ΕΟΚ. Το άνοιγμα μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι, μαζί με αυτό της Πορτογαλίας, το μεγαλύτερο στην Ε.Ε. (Πίν. 4.9) και καλύπτεται βασικά από τις μεταβιβαστικές πληρωμές (επιδοτήσεις κ.λπ.), που είναι στις δύο αυτές χώρες οι μεγαλύτερες στην Ε.Ε. (Πίν. 4.15). Η σταδιακή, επομένως, εξαφάνιση των πληρωμών αυτών αναπόφευκτα θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις.
Ένδειξη της ποιότητας των παρεχόμενων κοινωνικών υπηρεσιών στον πληθυσμό γενικά είναι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση. Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία είναι οι χαμηλότερες στην Ε.Ε. (4,7% του ΑΕΠ έναντι μ.ο. 6,7%) (Πίν. 2.10), ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες είναι οι μεγαλύτερες στην Ε.Ε. (3,6% του ΑΕΠ) και κυμαίνονται σε ύψη τριτοκοσμικών χωρών (Πίν. 2.15). Αντίστοιχα, οι δαπάνες για την παιδεία είναι οι χαμηλότερες στην Ε.Ε. (2,3% του εθν. εισοδήματος έναντι μ.ο. 4,7%)! (Πίν. 3.15). Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι η Ελλάδα έχει και τις χαμηλότερες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (0,48% του εθνικού εισοδήματος έναντι μ.ο. στην Ε.Ε. 1,97%) (Πίν. 5.11). Τέλος, είναι περιττό να αναφέρω τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της «ανάπτυξής» μας, που τις ξέρουμε όλοι στο πετσί μας. Ενδεικτικά, η Ελλάδα μοιράζεται την πρώτη θέση στη μόλυνση του νερού (Πίν. 3.6), ενώ η Αθήνα, που συγκεντρώνει τον μισό αστικό πληθυσμό της χώρας, κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πόλεις όσον αφορά τη μόλυνση αέρος (Πίν. 3.13)!
Αυτή είναι η «ισχυρή» Ελλάδα τους...
[1] Βλ. π.χ. Π. Κοροβέσης, «Ε» (5/7/2004).
[2] Ν. Κοτζιάς, «Ημερησία», (10-11/7/2004).
[3] World Development Indicators 2002.
[4] Βλ. το βιβλίο του υπογράφοντος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη (Εξάντας, 1985),