(Ελευθεροτυπία, 15 Οκτωβρίου 2005)
ΜΜΕ και Ιδεολογική Παγκοσμιοποίηση
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η οικονομική και η πολιτική παγκοσμιοποίηση συνοδεύονται αναπόφευκτα από ένα είδος «ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης», μία υπερεθνική ιδεολογία που χρησιμοποιείται για να «αιτιολογηθεί» τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη. Δηλαδή: τόσο η ελαχιστοποίηση του κρατικού ρόλου στην οικονομία —που σε ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς συνεπάγεται την αντίστοιχη μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και του ιδιωτικού κεφαλαίου— όσο και η μείωση της εθνικής κυριαρχίας, η οποία συμπληρώνει την αντίστοιχη μείωση της οικονομικής κυριαρχίας που επιφέρει η οικονομική παγκοσμιοποίηση. Ο πυρήνας επομένως της ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης συνίσταται από δυο βασικά «δόγματα»: το δόγμα της «περιορισμένης» οικονομικής κυριαρχίας και το δόγμα της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.
Σύμφωνα με το πρώτο δόγμα, η καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που επιβάλλουν οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), εξαναγκάζοντας άμεσα η έμμεσα τα μέλη τους ν' «απελευθερώσουν» τις αγορές εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, είναι δήθεν προς όφελος όλων, διότι οδηγεί σε αποτελεσματικότερη «ανάπτυξη», φτηνότερα αγαθά και υπηρεσίες κ.λπ. Η «απελευθέρωση» όμως των αγορών σε συνθήκες οικονομικής ανισότητας σημαίνει επίσης ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας στα χέρια των ολίγων ισχυρών σε βάρος των πολλών και, επομένως, ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου, με συνέπεια την διακινδύνευση της οικονομικής, αν όχι και της φυσικής, επιβίωσης δισεκατομμυρίων ατόμων σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αλλά, το γεγονός αυτό θεωρείται απλή «παράπλευρη απώλεια».
Αντίστοιχα, σύμφωνα με το δεύτερο δόγμα, υπάρχουν ορισμένες καθολικές αξίες που πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι της εθνικής κυριαρχίας. Έτσι, όταν κατά την αντίληψη της υπερεθνικής ελιτ παραβιάζονται «καθολικές αξίες» όπως αυτή της «δημοκρατίας» (σύμφωνα βέβαια με τον δικό της ορισμό που δεν έχει καμία σχέση με την κλασική έννοια της δημοκρατίας), τότε, οι διεθνείς οργανισμοί (Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ) που εκφράζουν τη βούληση της «διεθνούς κοινότητας» --διάβαζε υπερεθνικής ελιτ-- ή στην ανάγκη η ίδια η υπερεθνική ελιτ με επί κεφαλής την Αμερικανική, θα πρέπει να τις επιβάλλουν με κάθε απαραίτητο μέσο, άσχετα από έγνοιες για την εθνική κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι πόλεμοι που εξαπέλυσε πρόσφατα η υπερεθνική ελιτ ελάχιστη σχέση είχαν με το δόγμα αυτό αφού ο στόχος τους ήταν η καθολίκευση και παγίωση της Νέας Διεθνής Τάξης (ΝΔΤ) που αποτελείται από το δίπτυχο της καπιταλιστικής νεοφιλευθερης παγκοσμιοποίησης και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας. Όμως, οι πόλεμοι αυτοί σήμαιναν επίσης την εξολόθρευση εκατοντάδων χιλιάδων Ιρακινών, Αφγανών, Γιουγκοσλάβων —άλλη μια απλή «παράπλευρη απώλεια» που δεν χρειάζεται να μας απασχολεί («δεν καταμετρούμε πτώματα» δηλώνουν στρατηγοί της υπερεθνικής ελιτ!).
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι την υπερεθνική αυτή ιδεολογία υιοθετούν όχι μόνο οι νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελευθεροι (οι τ. σοσιαλδημοκράτες), αλλά και η ρεφορμιστική Αριστερά που απλώς προσθέτει σε αυτήν κάποια ιδεολογικά καρυκεύματα για ευκολότερη εσωτερική κατανάλωση, π.χ. ότι στοχεύει στον συνδυασμό της σημερινής παγκοσμιοποίησης με κάποιους αποτελεσματικούς κρατικούς έλεγχους για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Και αυτό, τη στιγμή που αντιλαμβάνεται πολύ καλά τον ουτοπικό χαρακτήρα παρομοίων «συνδυασμών» σε συνθήκες ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών —όπως άλλωστε έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία (Μιτεράν κ.λπ.).
Η παγκοσμιοποίηση αφορά φυσικά και τα ΜΜΕ (ιδιαίτερα την τηλεόραση), τα οποία, μετά την «απελευθέρωση» τους από τον κρατικό έλεγχο, έπεσαν στον ακόμη χειρότερο έλεγχο της αγοράς, με αναπόφευκτη συνέπεια την πελώρια συγκέντρωση τους στα χέρια ολιγάριθμων επιχειρήσεων-μαμούθ,[1] με δέκα για παράδειγμα επιχειρήσεις να ελέγχουν την Αμερικανική βιομηχανία ειδήσεων.[2] Αλλά, και αυτό θεωρείται μια ακόμη «παράπλευρη απώλεια» της παγκοσμιοποίησης!
Σήμερα, όπως παρατηρεί ο Serge Halimi,[3] η «αυτολογοκρισία» που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ιδιοκτητών αντικατέστησε την κρατική λογοκρισία στην τηλεόραση. Είναι όμως γνωστό ότι το μέσο αυτό αποτελεί την μοναδική πηγή πληροφόρησης για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Ο τρόπος, επομένως, επιλογής και παρουσίασης των ειδήσεων παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της «κοινής γνώμης», με βάση πάντοτε την «ατζέντα» της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης (πολιτικής/ οικονομικής/ πολιτιστικής). Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, όπως διαπίστωσε πρόσφατη έρευνα του Glasgow University Media Group[4], η «ενημέρωση», για παράδειγμα, στο Παλαιστινιακό που παρέχουν τα Βρετανικά τηλεοπτικά κανάλια (τα οποία θεωρούνται τα καλύτερα σχετικά) οδηγεί στην παντελή συσκότιση και αποπροσανατολισμό. Έτσι, πολλοί θεατές δηλώνουν στους ερευνητές ότι την κατοχή ασκούν οι …Παλαιστίνιοι οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι της βίας, άλλοι ότι η σύγκρουση αφορά μια συνοριακή διάφορα δυο χωρών για την αρπαγή κάποιας γης, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία δεν έχει ιδέα για το πως προέκυψαν οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες! Το γεγονός δεν είναι ανεξήγητο αν πάρουμε υπόψη τις δηλώσεις παλαίμαχων δημοσιογράφων ότι οι οδηγίες τους ήταν να μην παρέχουν εξηγήσεις (που αυτόματα θα κινητοποιούσαν το πανίσχυρο Σιωνιστικό λόμπι) αλλά απλώς να περιγράφουν τα γεγονότα —τακτική που, αποφεύγοντας τα ιστορικά αίτια της σημερινής σύγκρουσης, ευνοεί βέβαια τους Σιωνιστές.
Ανάλογο ρόλο παίζουν και οι επιλεγμένοι αναλυτές στους οποίους τα κανάλια (ιδιωτικά και δημόσια) παραχωρούν εκπομπές ενημέρωσης, συζήτησης ιδεών κ.λπ. Το γεγονός ότι οι παρουσιαστές των εκπομπών αυτών (συχνά αυτοπροβαλλόμενοι «διανοούμενοι»), καθώς και οι προσκεκλημένοι τους, είναι υποτίθεται ελεύθεροι να εκφράζουν την γνώμη τους δεν αλλάζει φυσικά τον χαρακτήρα των εκπομπών αυτών ως ιδεολογικών οργάνων της Νέας Τάξης, έστω και αν προσκαλούν ακόμη και αναλυτές της αντισυστημικης Αριστεράς (για να τηρούνται και τα προσχήματα «αντικειμενικότητας»), φροντίζοντας όμως πάντα ν' αποτελούν την έσχατη μειοψηφία των μετεχόντων. Αρκεί δηλαδή τα κανάλια να επιλέγουν «σωστά σκεπτόμενους» παρουσιαστές για να εξασφαλίζεται ο ρόλος των εκπομπών αυτών ως ιδεολογικών οργάνων της ΝΔΤ. Γι' αυτό και κατά κανόνα οι παρουσιαστές αυτοί προέρχονται από τον χώρο των νεοφιλελεύθερων, σοσιαλφιλελευθερων και της ρεφορμιστικής Αριστεράς που, εξ ορισμού, δεν θέτουν θέμα αμφισβήτησης του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος. Έτσι, ο «λόγος» έχει υποτίθεται και τον «αντίλογο» του, που απλώς αμφισβητεί βέβαια κάποιες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και ποτέ το ίδιο το σύστημα που την αναπαράγει…