(Ελευθεροτυπία, 19 Μαρτίου 2005)
Τα 'αγαθά της παγκοσμιοποίησης
και οι νεοφιλελεύθεροι μύθοι
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ενώ οι εργαζόμενοι είναι πάλι στους δρόμους αυτές τις μέρες για τις ιδιωτικοποιήσεις, τις απολύσεις, την ανεργία, το ασφαλιστικό, την χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας κ.λπ., δεν συνειδητοποιείται πάντα ότι η απώτερη αιτία για την επιδείνωση όλων αυτών των προβλημάτων είναι η διογκούμενη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης στα χέρια των ελίτ, μέσω της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι, μόλις άρχισε να θεσμοποιείται το άνοιγμα των αγορών στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, η απεριόριστη διασυνοριακή ροή κεφαλαίου και εμπορευμάτων απαιτούσε την παράλληλη απελευθέρωση όλων των αγορών, δηλαδή την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων που είχαν επιβληθεί στο παρελθόν (ιδιαίτερα στην κρατικιστική περίοδο του μεταπολεμου), ως αποτέλεσμα της πάλης να προστατευθεί από την αγορά η ίδια η ανθρώπινη εργασία και κοινωνία. Μολονότι επομένως οι αγορές εργασίας δεν άνοιξαν και αυτές, έτσι ώστε να μπορεί να συνεχιστεί η εκμετάλλευση της φτηνής τοπικής εργασίας, ιδιαίτερα στον Νότο ―πράγμα που οδήγησε στα σημερινά οικονομικά «θαύματα» της Ινδίας και της Κίνας που θαυμάζουν οι νεοφιλελεύθεροι― η απελευθέρωσή τους ήταν απαραίτητη για να αξιοποιηθούν πλήρως τα πλεονεκτήματα του ανοίγματος των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου.
Η «ελαστικοποιηση» της αγοράς εργασίας που ακολούθησε είχε συνέπεια την εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση, την εισαγωγή της ανασφάλειας εργασίας στις μαζικά ιδιωτικοποιουμενες δημόσιες επιχειρήσεις, τις συνακόλουθες μαζικές απολύσεις και την ανεργία[1] ή υποαπασχόληση. Παράλληλα, η «απελευθέρωση» των αγορών κεφαλαίου μέσω της άρσης των συναλλαγματικών και άλλων ελέγχων, διέβρωσε ακόμη περισσότερο τη φορολογική βάση που χρηματοδοτούσε το κράτος-πρόνοιας, εξέλιξη στην οποία ήδη οδηγούσε η ταυτόχρονη μείωση των άμεσων φόρων που ευνοούσε κυρίως τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Η αναπόφευκτη συνέπεια όλων αυτών ήταν η περαιτέρω συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στα χέρια των ολίγων.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, το εισοδηματικό άνοιγμα ανάμεσα στο ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλουσιότερες χώρες και το ένα πέμπτο που ζει στις φτωχότερες, το οποίο το 1960 προτού ξεκινήσει η σημερινή παγκοσμιοποίηση ήταν 30 προς 1, διπλασιάστηκε σε 60 προς 1 μέχρι το 1990, και μέχρι το 1997 ήταν 74 προς 1[2]. Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το πλουσιότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού κατείχε το 86% του παγκόσμιου ΑΕΠ έναντι 1% του φτωχότερου 20%! Φυσικά, μια τέτοια συγκέντρωση σημαίνει αντίστοιχη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, κάτι που επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως το ίδιο ένα πέμπτο των πλουσιότερων ελέγχει σήμερα το 82% των παγκόσμιων αγορών εξαγωγών και το 68% των ξένων άμεσων επενδύσεων.[3]
Η πελώρια αυτή συγκέντρωση δεν γίνεται βέβαια μόνο στον Βορρά σε σχέση με τον Νότο, αλλά και μέσα στον ίδιο τον Βορρά. Για παράδειγμα, στη Βρετανία, τα τελευταία 20 χρόνια οι εισοδηματικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί σημαντικά. Σύμφωνα με την Έκθεση μιας ομάδας διαμόρφωσης πολιτικής που διορίστηκε από την κυβέρνηση Μπλερ, μεταξύ 1979 και 1998-99, τα «πραγματικά» (σε αγοραστική αξία) εισοδήματα του φτωχότερου 10% του πληθυσμού αυξήθηκαν μόλις κατά 6%, ενώ τα αντίστοιχα εισοδήματα του πλουσιότερου 10% αυξήθηκαν κατά 82%[4]. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι σύμφωνα με συλλογική έρευνα των πανεπιστήμιων Bristol, York, Loughborough και Herriot-Watt που βασίστηκε σε στοιχεία της Βρετανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, στο τέλος του 1999, 26% του βρετανικού πληθυσμού ζούσε στη φτώχια, λόγω χαμηλού εισοδήματος και αδυναμίας κάλυψης στοιχειωδών αναγκών. Έτσι, ενώ το 1983 το ποσοστό νοικοκυριών που δεν μπορούσε λόγω χαμηλού εισοδήματος να καλύψει τρεις η περισοοτερες στοιχειώδεις ανάγκες ήταν 14%, το 1990 αυτό το ποσοστό αυξήθηκε σε 21% και το 1999 είχε ξεπεράσει το 24%![5] Επίσης, στις ΗΠΑ, το 60% της αύξησης του εισοδήματος από το 1980 ως το 1990 το εισέπραξε το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού, ενώ το πραγματικό εισόδημα του φτωχότερου 25% παρέμεινε στάσιμο για τριάντα χρόνια[6]. Πράγμα που εξηγεί γιατί το 1% πλουσιότεροι Αμερικανοί είδαν το μερίδιο τους στον συνολικό πλούτο να διπλασιάζεται από το 1976, με αποτέλεσμα να έχουν σήμερα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα οι υπόλοιποι 95% μαζί,[7] ενώ εκατομμύρια παιδιά ζουν μέσα στη φτώχεια, στερούμενα ακόμη και υγειονομική περίθαλψη!
Φυσικά, οι απολογητές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στο εξωτερικό (και οι εδώ «ανταποκριτές» τους-- που εκλέγονται ακόμη και με την σημαία του ΠΑΣΟΚ για να πιστοποιείται καλύτερα η ιδεολογική συγγένεια νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλευθερων) έχουν αποδυθεί τελευταία, με τη βοήθεια στατιστικών αλχημειών, σε μια γιγαντιαία προσπάθεια παραπλάνησης για τα «αγαθά» της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, υποστηρίζεται «σοβαρά» ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μειώνει δραστικά τον αριθμό των φτωχών στον κόσμο! Και αυτό, τη στιγμή που έγκυρη μελέτη του ΟΗΕ δείχνει ότι τη δεκαετία του 1990 που άνθιζε παντού η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ο αριθμός των ανθρώπων που μόλις επιβίωναν με εισόδημα κάτω από ένα δολάριο την ημέρα ―εξαιρούμενης της Κίνας― αυξήθηκε από 916 σε 936 εκ ανθρώπους, ενώ 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι (σχεδόν ο μισός πλανητικός πληθυσμός) ζούσε κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας (2 δολάρια την ημέρα).[8] Η μείωση των φτωχών που διαφημίζουν οι νεοφιλελεύθεροι οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι σύμφωνα με κάποιες άκρως αμφιλεγόμενες έρευνες[9] μερικά εκατομμύρια που κέρδιζαν λίγο κάτω από δυο δολάρια την ημέρα έγιναν…πλουσιότεροι επειδή σήμερα κερδίζουν συνήθως 10 σέντς περισσότερα από ότι πριν, και έτσι σβήστηκαν από τη λίστα των επίσημα φτωχών! Πρωταρχικό ρόλο στη παγκόσμια «μείωση» της φτώχειας έπαιξε το γεγονός ότι 400 περίπου εκατομμύρια Κινέζοι σβήστηκαν από τη λίστα των επίσημα φτωχών όταν μετακόμισαν από τις άθλιες συνθήκες της υπαίθρου στις τρώγλες των αστικών κέντρων η τα γκετοποιημενα εργοστάσια[10] με ακόμη πιο άθλιες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης, αλλά και με «εισόδημα» που κατάφερνε να ξεπερνά το όριο της επίσημης φτώχειας.
Η αιτία βέβαια αυτής της πελώριας συγκέντρωσης εισοδήματος και πλούτου δεν είναι, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ κλπ, οι «άδικες» συνθήκες που επιβάλλει το ελεύθερο εμπόριο, το τεράστιο χρέος των χωρών στον Νότο, η μικρή ξένη βοήθεια κλπ αλλά, όπως έχω προσπαθήσει να δείξω επανειλημμένα από τη στήλη αυτή, η ίδια η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.[11]
[1] Η ανεργία στην «Ομάδα των 7» ―G7― πιο προηγμένων οικονομιών της αγοράς (Η.Π.Α., Ιαπωνία, Καναδάς, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία) αυξήθηκε πάνω από το διπλάσιο μεταξύ 1973 και 1999, από έναν μέσο όρο 3,4 % του εργατικού δυναμικού το 1973, σε 7,6 το 1999, (Στοιχεία υπολογισθεντα με βάση Philip Armstrong et al., Capitalism Since World War II, Πίνακας 14.1, London: Fontana, 1984) και UN, Human Development report 2001, Πίνακας 17
[2] UN, Human Development Report 1999 (NY: Oxford University Press, 1999)
[3] ο.π.
[4] Patrick Wintour, The Guardian, Απρίλιος 27, 2001
[5] Felicity Lawrence “'Mass affluents' get richer as the poor get poorer”, The Guardian, 2 Απριλίου 2001
[6] Anthony Giddens, The Third Way:The Renewal of Social Democracy, (Polity Press, 1998), σ. 105
[7] Will Hutton, «Why America's richest love taxes», Observer, 25/2/01
[8] UN: Human Development Report 2002, Table 1.2
[9] Βλ πχ William R. Cline, Trade Policy and Global Poverty, ( Washington, D.C, The Institute for International Economics, 2004) και κριτική για τις στατιστικές αλχημείες στη μελέτη των Mark Weisbrot, David Rosnick, and Dean Baker, Poor Numbers: The Impact of Trade Liberalization on World Poverty, (Center for Economic and Policy Research, 18/11/04)
[10] Πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC 4 (Φεβρουάριος 2004) έκανε φανερές τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εργατών της ΝΟΚΙΑ που θεωρείται μάλιστα και πρότυπο σε σχέση με τις ακόμη χειρότερες συνηθως συνθήκες άλλων επιχειρήσεων!
[11] Βλ Global Call To Action Against Poverty, τις διακηρύξεις του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ κλπ και κριτική της ρεφορμιστικής Αριστεράς στο βιβλίο μου Η πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, Μάης 2005) κεφ. 3-4.