(Ελευθεροτυπία, 16 Απριλίου 2005)
Ευρωσύνταγμα και Αριστερά
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Tις μέρες αυτές η πολιτική ελίτ της χώρας περνά το Ευρωσύνταγμα μέσα από τις ελεγχόμενες από αυτήν κοινοβουλευτικές διαδικασίες, αφού φρόντισε πρώτα ν αποκλείσει κάθε λαϊκή συμμετοχή. Το γεγονός καθεαυτό δεν είναι βέβαια περίεργο εφόσον άλλωστε το Ευρωσύνταγμα δεν αλλάζει στο παραμικρό τον σημερινό χαρακτήρα της Ε.Ε., όπως έχει διαμορφωθεί από τις ισχύουσες Συνθήκες που υιοθέτησε η ίδια ελίτ με ανάλογες διαδικασίες. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω σύντομα, η Ε.Ε. δεν θα πάψει να είναι η πολιτική και οικονομική έκφραση της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, είτε εγκριθεί το Ευρωσύνταγμα από όλα τα μέλη της είτε όχι. Άλλωστε, τον χαρακτήρα αυτόν της Ε.Ε. πιστοποιεί και το ίδιο το Ευρωσύνταγμα όταν διακηρύσσει ότι στόχος της Ένωσης είναι «η προώθηση της ενσωμάτωσης όλων των χωρών στην παγκόσμια οικονομία, μεταξύ άλλων και μέσω της σταδιακής κατάργησης των περιορισμών του διεθνούς εμπορίου» (άρθρο ΙΙΙ-292).[1] Η σημασία επομένως του Ευρωσυντάγματος είναι η πρόσδοση συνταγματικής ισχύος στον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της Ε.Ε.[2]
Από τη σκοπιά αυτή, είναι υποκριτική η στάση της ρεφορμιστικής Αριστεράς (ΣΥΝ, Κοινωνικό Φόρουμ, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.) που καταδικάζει μεν το Ευρωσύνταγμα για τον «ακραίο νεοφιλελευθερισμό» του αλλά όχι και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που τον γέννησε, ούτε καν την ίδια την Ε.Ε., υιοθετώντας έτσι τις Συνθήκες πάνω στις οποίες θεμελιώνεται! Και αυτό, ενώ γνωρίζει βέβαια ότι τυχόν απόρριψη του Ευρωσυντάγματος σήμερα δεν σημαίνει παρά απλή επάνοδο στο ήδη ισχύον καθεστώς, μέχρις ότου γίνει κάποια (ανώδυνη για τις ελίτ) επαναδιατυπωση του κειμένου του που θα εγκριθεί από όλα τα μέλη. Eιναι λοιπόν φανερό ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο η ρεφορμιστική Αριστερά στρέφεται εναντίον του Ευρωσυντάγματος είναι διότι η έγκριση του θα δείξει πόσο ουτοπικές είναι οι διακηρύξεις της για μια «άλλη Ευρώπη» και «έναν άλλο κόσμο» που δήθεν είναι εφικτοί μέσα από μεταρρυθμίσεις του σημερινού συστήματος. Όπως άλλωστε έχω προσπαθήσει ν' αναπτύξω επανειλημμένα,[3] δεν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα μέσα στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς για ριζική αλλαγή του σημερινού χαρακτήρα της Ε.Ε. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ούτε καπιταλιστική συνωμοσία, ούτε απλή πολιτική επιλογή, αλλά αντανακλά τις δομικές αλλαγές της οικονομίας της αγοράς και τις αντίστοιχες ανάγκες των πολυεθνικών που σήμερα κυριαρχούν στη διεθνή αγορά. Είναι δηλαδή ένα «συστημικό» φαινόμενο που σηματοδοτεί την ασυμβατότητα του κρατισμού με την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, όπως αυτή εκφράστηκε από το μεταπολεμικό άνοιγμα των αγορών εμπορευμάτων και το συνακόλουθο άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου που θεσμοποιήθηκε τελικά από τον Θατσερισμο και Ρεηγκανισμο.
Εάν, επομένως, το Ευρωσύνταγμα καταρτιζόταν πριν 30 χρόνια, στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, θα ήταν εντελώς διαφορετικό και θα εξέφραζε την ανάγκη για ένα πανευρωπαϊκό κρατικό παρεμβατισμό κευνσιανου τύπου που θ' αντικαθιστούσε τον εθνικό παρεμβατισμό.[4] Όμως, η εποχή αυτή παρήλθε ανεπιστρεπτί όταν η επιταχυνομενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έκανε ανεφάρμοστο τον παρεμβατισμό αυτό ακόμη και στο ηπειρωτικό επίπεδο. Έτσι, επικράτησε τελικά η νεοφιλελεύθερη τάση στην Ε.Ε. που περιόριζε την εκτελεστική εξουσία της στη δημιουργία ενός ομοιογενούς θεσμικού πλαισίου το οποίο επιτρέπει την ανεμπόδιστη επιχειρηματική δραστηριότητα, με κάποιες —συμβατές με τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά— εγγυήσεις για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος. Η τάση αυτή θεσμοποιήθηκε με την Πράξη για την Ενιαία Αγορά και τις Συνθήκες που ακολούθησαν και ενσωματώθηκαν στο Ευρωσύνταγμα, οι οποίες στόχευαν να εξουδετερώσουν τα «θεσμικά» εμπόδια στον ελεύθερο ανταγωνισμό που είχαν εισαχθεί από τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση: δηλαδή, τον εκτεταμένο δημόσιο τομέα και το κράτος-πρόνοιας που περιόριζαν τον ανταγωνισμό και την ανταγωνιστικότητα αντίστοιχα, τον κρατικό παρεμβατισμό για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης, τις «περιοριστικές πρακτικές» των εργατικών συνδικάτων κ.α. Ανάλογα έπρεπε να κτυπηθούν τα συμπτώματα αυτών των θεσμικών εμποδίων, δηλαδή ο πληθωρισμός και τα τεράστια ελλείμματα του δημόσιου τομέα που είχε δημιουργήσει η επέκταση του κρατισμού. Σε συνέπεια με αυτή τη λογική, τα μόνα οικονομικά κριτήρια που αναφέρονται στο Ευρωσύνταγμα είναι «σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών» (άρθρο ΙΙΙ-177). Αντίθετα, η πλήρης απασχόληση αποτελεί απλώς τμήμα του Ευρωσυνταγματικού ευχολογίου, εφόσον όχι μόνο αποκλείεται οποιαδήποτε άμεση κρατική επέμβαση στη συνολική ζήτηση, αλλά ούτε καν προβλέπεται κάποιος αποτελεσματικός μηχανισμός για την επίτευξη της που θα είχε ανάλογη σημασία με τους δρακόντειους αντιπληθωριστικούς μηχανισμούς που καθιερώνει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, το Σύμφωνο Σταθερότητας κ.λπ.
Η Ε.Ε. και το Ευρωσύνταγμα επομένως δεν σημαίνουν την ενοποίηση λαών, ούτε καν την ενοποίηση κρατών, αλλά απλώς την ενοποίηση ελεύθερων αγορών «όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος» (άρθρο Ι-3, παρ.2) και απαγορεύονται οι δημόσιες ενισχύσεις που «απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό»! (άρθρο ΙΙΙ-167). Και αυτό, ενώ είναι βέβαια γνωστό, τόσο από την οικονομική θεωρία όσο και από την ιστορική εμπειρία, ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός μεταξύ άνισων μερών πάντα διευρύνει το άνοιγμα μεταξύ τους —γεγονός που επέβαλε την καθιέρωση των «διαρθρωτικών ταμείων» για την ανάπτυξη των αδυνάτων μερών, που δεν σταμάτησαν όμως την αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της χώρας μας στην οποία οδήγησε το άνοιγμα των αγορών. Αλλά, ελεύθερες αγορές δεν σημαίνουν μόνο ανεμπόδιστη διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίων, προσώπων και υπηρεσιών που το Ευρωσύνταγμα χαρακτηρίζει ως «θεμελιώδεις ελευθερίες» (άρθρο Ι-4, παρ. 1). Σημαίνουν επίσης «ελαστικές» αγορές εργασίας», δηλαδή την εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη διαμόρφωση των ημερομισθίων και «ευπροσάρμοστο εργατικό δυναμικό» (άρθρο ΙΙΙ-203), όπου η ανεργία «εξαφανίζεται» μέσω της μερικής απασχόλησης και της συμπίεσης των μισθών (π.χ. Βρετανία).
Τέλος, τα Ευρωσύνταγμα καθιερώνει και τυπικά την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Ε. σε θέματα που άμεσα ή έμμεσα αφορούν την ανοιχτή οικονομία της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό (κάτι που μόλις ανακάλυψε η δική μας ελίτ με το θέμα του «βασικού μέτοχου»), καθώς και την εμπορική και νομισματική πολιτική (άρθρο Ι-13), ενώ κάνει αδύνατη κάθε ανεξάρτητη δημοσιονομική πολιτική (άρθρο ΙΙΙ-184). Και, φυσικά, για χώρες στην ημιπεριφέρεια της Ε.Ε. όπως η Ελλάδα, όχι μόνο δεν είναι νοητή οποιαδήποτε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική (η οποία ουσιαστικά αποφασίζεται από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών) αλλά και καθιερώνεται η υποχρεωτική συμμετοχή της χώρας στους αντιτρομοκρατικούς «πολέμους» της υπερεθνικής ελίτ (άρθρο Ι-43, παρ. 1)!
[1] Συνθήκη για τη θέσπιση συντάγματος της Ευρώπης, (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 16.12.2004, C 310/1).
[2] Bernard Cassen, ‘Europe: no is not a disaster’, Le Monde diplomatique, April 2005
[3] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία, (Γόρδιος, Μάης 2005) κεφ. 4.
[4] Βλ. π.χ .The European Commission, The Challenges Ahead—A Plan for Europe (Brussels, 1979) που κτιζόταν πάνω στον ‘ενδεικτικό σχεδιασμό’.