(Ελευθεροτυπία, 11 Ιουνίου 2005)
Τα δημοψηφίσματα και ο ευτελισμός των ελίτ
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Τα αποτελέσματα των δυο δημοψηφισμάτων για το Ευρωσύνταγμα την περασμένη εβδομάδα είναι το δεύτερο κρούσμα μέσα σε δυο χρόνια που φανερώνει το πελώριο άνοιγμα μεταξύ των λαών και των ελιτ που αποφασίζουν ερήμην τους για κρίσιμα θέματα. Όπως οι ελιτ αγνόησαν τα εκατομμύρια που ξεχύθηκαν στους δρόμους για να καταδικάσουν την εισβολή και κτηνώδη κατοχή του Ιράκ, παρόμοια αγνόησαν όλα αυτά τα χρόνια τη διογκούμενη αγανάκτηση κατά των συνθηκών Μααστριχτ, Άμστερνταμ κλπ, τις οποίες κωδικοποιεί το Ευρωσύνταγμα δίνοντας συνταγματική ισχύ στις αξίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όπου λοιπόν οι ελιτ αυτές αναγκάστηκαν να διεξάγουν δημοψηφίσματα αναδείχτηκε όχι μόνο η γυμνότητα τους αλλά και πόσο πραγματικά εκφράζει τη λαϊκή βούληση το σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».[1] Φυσικά, το δημοψήφισμα αποτελεί και αυτό ένα ανεπαρκές μέσο έκφρασης της λαϊκής βούλησης, ιδιαίτερα σήμερα που η πραγματική ενημέρωση των πολιτών είναι σχεδόν αδύνατη, με τα ΜΜΕ —ιδιαίτερα τα τηλεοπτικά που αποτελούν τη βασική πηγή (παρα)πληροφόρησης της κοινής γνώμης— να ελέγχονται από τις ίδιες πολιτικές και οικονομικές ελιτ. Μολονότι επομένως μόνο η άμεση δημοκρατία μπορεί να ενσωματώσει την κοινωνία στην πολιτεία, τα δημοψηφίσματα εμπλέκουν τουλάχιστον τους πολίτες στη διαδικασία λήψης σημαντικών αποφάσεων, αντίθετα με την ανά τετραετία εν λευκώ εξουσιοδότηση μιας ελιτ επαγγελματιών πολιτικών να αποφασίζει για λογαριασμό τους στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι όπου οι ελιτ ήταν σχετικά διχασμένες και έγινε κάποιος στοιχειώδης διάλογος η λαϊκή βούληση για το νεοφιλελεύθερο Ευρωσύνταγμα εκφράστηκε με ένα βροντερό «όχι». Εάν λάβουμε υπόψη τα ποσοστά αποχής, εκτός από την Ισπανία όπου οι ελιτ κατάφεραν να επιτύχουν την έγκριση του Ευρωσυντάγματος από λιγότερο από 33% ενός εντελώς απληροφόρητου εκλογικού σώματος, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ολλανδία σχεδόν 39% του εκλογικού σώματος το απέρριψε. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι επί μήνες οι ελιτ (σε αγαστή σύμπνοια με την ρεφορμιστική Αριστερά των Κον-Μπεντιτ, Τονι Νεγκρι, le Nouvel Observateur, Libération κλπ) χρησιμοποίησαν κάθε μέσο στην διάθεση τους για ν αποτρέψουν αυτό το αποτέλεσμα. Έτσι, όσο περισσότεροι πολίτες στις χιλιάδες συγκεντρώσεις για το Ευρωσύνταγμα σε ολόκληρη την Γαλλία[2] καταλάβαιναν τον αποπροσανατολιστικό ρόλο των ΜΜΕ για το γεγονός ότι η ανεργία, η εξανέμιση των εισοδημάτων τους από το Ευρω, η ανασφάλεια για τις συντάξεις και η διογκούμενη ανισότητα συνδεόντουσαν άμεσα με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τόσο φούντωνε το κύμα εναντίον του. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι στα πλούσια προάστια του Παρισιού το «ναι» έφθανε το 82,5%, ενώ το «όχι» συγκέντρωνε αντίστοιχα το 80% των εργατών και των άνεργων.[3]
Το Γαλλικό όμως «όχι» δεν σημαίνει την δικαίωση του τμήματος της ρεφορμιστικής Αριστεράς (τμήμα του σοσιαλιστικού κόμματος, ATTAC, Κοινωνικά Φόρουμ κλπ) που τάχθηκε εναντίον του σημερινού κειμένου του Ευρωσυντάγματος, αλλά όχι και της ίδιας της ΕΕ. Όπως έχω επανειλημμένα προσπαθήσει να δείξω,[4] η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι αντιστρέψιμη, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά. Και αυτό, διότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι «συστημικό» φαινόμενο που εκφράζει τις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες και όχι απλώς θέμα πολιτικής που θα μπορούσε δήθεν ν αντιστραφεί, αρκεί μέσα από την πίεση από κάτω να προωθηθούν τα «προοδευτικά» τμήματα των Ευρωπαϊκών ελιτ που θα αποτελούσαν έναν αντίπαλο πόλο στο «αντιδραστικό» Αγγλοσαξονικό μοντέλο. Οι οικονομίες-μέλη της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, ακόμη και αν αποτελούν οικονομικά μπλοκ (ΗΠΑ, ΕΕ κλπ), είναι απόλυτα αλληλεξαρτημένες και η αγοραιοποιηση της οικονομίας συνεπάγεται και την αντίστοιχη αγοραιοποιηση της κοινωνίας, με αναπόφευκτη συνέπεια την ισοπέδωση προς τα κάτω για χάρη της ανταγωνιστικότητας! Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το Ευρω κατρακύλησε στις αγορές μετά τα δημοψηφίσματα, απλώς με την υπόνοια ότι τα αποτελέσματα τους θα ανάγκαζαν κάποιες Ευρωπαϊκές ελιτ να επιβραδύνουν τις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» (ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικότητα εργασίας, επίθεση κατά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κλπ).
Είναι επομένως φανερό ότι οι πολιτικές και οικονομικές ελιτ θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο στη διάθεση τους για να πείσουν τα κοινωνικά στρώματα που κυρίως υφίστανται τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ότι είναι δυνατή μια «κοινωνική» οικονομία της αγοράς μέσα στην ΕΕ, με βασικό στόχο την απομόνωση των αντισυστημικων ρευμάτων που αμφισβητούν την ίδια την ΕΕ, ως την έκφραση της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Και αυτό, διότι τα κόμματα εξουσίας δεν έχουν επιλογή στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία των ανοικτών και «απελευθερωμένων» αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων. Σήμερα, το ένα μετά το άλλο τα Ευρωπαϊκά κόμματα εξουσίας αυξανόμενα συνειδητοποιούν ότι η αιτία που η ΕΕ δεν μπορεί ν ανταγωνισθεί αποτελεσματικά το Αμερικανικό και το Ασιατικό οικονομικό μπλοκ σε όρους ανάπτυξης, παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας (όπως επιβεβαίωσε και η πρόσφατη Έκθεση Κοκ[5] που συνέταξαν βιομήχανοι, συνδικαλιστές και ακαδημαϊκοί) είναι ότι οποιοδήποτε κοινωνικό μοντέλο έχει στόχο την προστασία της εργασίας (έστω και στο επίπεδο της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης) και το περιβάλλον, αναγκαστικά θα είναι λιγότερο «ανταγωνιστικό» από το νεοφιλελεύθερο. Γεγονός που επιβεβαιώνει δεκαετή πρόβλεψη μας ότι ενα Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο δεν θα ήταν ένα μοντέλο για τον μελλοντικό καπιταλισμό, αλλά «ένα υπόλειμμα της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης, το οποίο δεν μπορεί προφανώς να επιβιώσει στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς».[6]
Σε μια δηλαδή διεθνοποιημένη οικονομία ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, η «ανάπτυξη» περνά, στα μεν καπιταλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Αγγλία κλπ), μέσα από την ψευτο «πλήρη» απασχόληση και τη συνεχή εντατικοποίηση της εργασίας, στη δε περιφέρεια (Κίνα, Ινδία κλπ), μέσα από την επάνοδο στις συνθήκες εργασίας περασμένων αιώνων, και, παντού, μέσα από την πελώρια διεύρυνση της ανισότητας μεταξύ των ολίγων προνομιούχων και των υπόλοιπων, με τις ανάλογες συνέπειες στις συνθήκες υγείας, εκπαίδευσης και κοινωνικών υπηρεσιών! Όσο επομένως δεν συνειδητοποιείται ότι μόνο η δημιουργία μαζικών αντισυστημικων κινημάτων που θα αμφισβητούσαν την ίδια την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» θα μπορούσε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την υπέρβαση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τόσο οι λαοί θα οδηγούνται από την μια απογοήτευση που τους οδηγεί η ρεφορμιστική Αριστερά στην άλλη: από το ξεφούσκωμα, χθες, των μαζικών αντιπολεμικών και αντιπαγκοσμιοποιητικων κινημάτων, στο προδιαγραφόμενο αντίστοιχο ξεφούσκωμα, αύριο, του κινήματος κατά του νεοφιλελεύθερου Ευρωσυντάγματος —εάν δεν ριζοσπαστικοποιηθει.
[1] Φυσικά, αυτό δεν εμπόδισε τους σοσιαλφιλελεύθερους απολογητές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης να μιλούν για …«αντιδημοκρατικές» συνέπειες των δημοψηφισμάτων, βλ. Will Hutton, ‘My problem with Europe’, Observer, 5/6/05